Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Ο ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ


Πάντα προσπαθείς πάντα αποτυγχάνεις δεν έχει σημασία.

Προσπάθησε ξανά απότυχε ξανά απότυχε καλύτερα.

                                              Σάμιουελ Μπέκετ

Σε όλη μου τη ζωή πήγα σε πολλές κηδείες συγγενών συνάδελφων συνοδοιπόρων συμμαθητών γειτόνων. Ερωμένων και αγαπητικών. Εχθρών και φίλων. Γνωστών και αγνώστων. Και πάντα από μικρό παιδί τις παρακολουθούσα με ανάμεικτα συναισθήματα. Στο τέλος κέρδιζε πάντα η χαρά. Ο πόνος  είναι προνόμιο της ύπαρξης. Οι νεκροί δεν υποφέρουν. Αυτό μου αρκούσε για να νιώθω ευτυχισμένος έστω και προσωρινά. Μετά το τέλος της τελετής την απομάκρυνση από την εκκλησία και τον μακάβριο λάκκο εγώ θα συνέχιζα να ζω ενώ εκείνοι θα σάπιζαν και θα έλιωναν μέσα στο υγρό και ανήλιαγο χώμα. Το γεγονός αυτό ήταν μια παρηγοριά που περιόριζε κάπως την λύπη μου για τον πεθαμένο που μόλις είχα ασπαστεί. Έτσι βιαζόμουν να φύγω απ’ το νεκροταφείο μακριά απ’ τους νεκρούς  και ποτέ δεν τους έβλεπα στον ύπνο μου να μου ταράξουν την γαλήνη. Ήθελα να αντικρίσω ξανά τον λαμπερό ήλιο και τον αγριεμένο φέγγαρο. Και τους δύο σε πλήρη έξαψη και στύση φωτός. Μετά από κάθε πένθος ήθελα να ζήσω ακόμη πιο πολύ. 

Τώρα ήρθε και η δική μου σειρά και κάποιοι άλλοι θα είναι χαρούμενοι που με ξεφορτώθηκαν. Έστω και κάπως αργοπορημένα σ’ αυτή την προχωρημένη ηλικία. Έχω καταντήσει ένα αιωνόβιο χούφταλο και σέρνομαι σαν τα ερπετά. Βασανίζομαι και ο θάνατος θα είναι μια λύτρωση. Έτσι το σκέφτομαι για να παρηγορηθώ. Αυτή τη φορά θα είναι μια ξεχωριστή κηδεία διαφορετική από τις προηγούμενες. Η δικιά μου που δεν θα μπορέσω να την παρακολουθήσω με τα μάτια ανοιχτά και κατόπιν να φύγω για να συνεχίσω την ζωή μου. Αυτή τη φορά θα καταλήξω εγώ μέσα στον μεγάλο λάκκο. Τώρα που ο χρόνος μου τέλειωσε και δεν δικαιούμαι άλλη πίστωση κι ακόμα μία παράταση διαπιστώνω ότι λίγες στιγμές θα άξιζε να συμπεριλάβω στο μεγάλο φλας μπακ της ζωής μου. Ίσως μόνο τις πιο χυδαίες και αισθησιακές. Δηλαδή τις πιο αυθεντικές. Εκείνες που εκπροσωπούσαν τον βαθύτερο σάπιο δαίμονα εαυτό μου. Το πραγματικό μου εγώ και όχι τις προσταγές και τις επιθυμίες των άλλων. Δεν έβαλα ποτέ αστυφύλακα στις ορέξεις και τις απολαύσεις μου. Διεκδίκησα μέχρι τέλους το δικαίωμα στην τεμπελιά και στην ηδονή μέσα σε ένα κόσμο σκληρό εκμεταλλευτικό ανθρωποφάγο και άδικο. Κράτησα απ’ όλους ασφαλείς αποστάσεις. Στο μέτρο του δυνατού υπήρξα ηθικός έντιμος και ακέραιος. Κατά τα άλλα δεν έκανα τίποτα το σημαντικό και αξιομνημόνευτο στη ζωή μου για να με θυμούνται και να με μνημονεύουν οι κατοπινές γενιές. Σύντομα θα ξεχαστώ και θα με σκεπάσει η σκόνη του χρόνου. Όμως καθόλου δεν με νοιάζει. Ούτε λυπάμαι που πεθαίνω.

Γενικά με τους ανθρώπους δεν τα πήγα και πολύ καλά. Παρ’ όλο που κάποτε όταν ήμουν νεότερος με κάποιους από αυτούς θέλησα να επικοινωνήσω και να συνδεθώ ουσιαστικά. Να τους γνωρίσω βαθιά και αληθινά κι όχι φευγαλέα και συμφεροντολογικά. Δεν τα κατάφερα. Δεν ήταν ανοιχτοί και διαθέσιμοι. Είχαν βέβαια τους δικούς τους λόγους. Κατά τα άλλα οι υπόλοιποι οι πιο πολλοί ήταν βαρετοί, προβλέψιμοι και αδιάφοροι. Μα και εχθρικοί κακοπροαίρετοι και ύπουλοι. Προσεκτικοί και μετρημένοι. Αγελαίοι και ομογενοποιημένοι. Κουρδισμένοι και πειθαρχημένοι. Έτοιμοι πάντα με την πρώτη ευκαιρία να σε μειώσουν να σε προσβάλλουν και να σε παρεξηγήσουν. Να σου κουνήσουν αυστηρά το δάκτυλο βγαίνοντας κι από πάνω ως αλάνθαστοι και αναμάρτητοι αντί να κοιτάζουν την καμπούρα τους. Δεν μου άρεσαν. Δεν μου ταίριαζαν. Όμως αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση. Ας το πάρουμε απόφαση και να μην ωραιοποιούμε τα πράγματα. Κρυψίνοες και μυστικοπαθείς. Επιφυλακτικοί και καχύποπτοι. Φοβισμένοι υποκριτές. Μέτριες και χλιαρές υπάρξεις. Διπλές και μισές ζωές γεμάτες μυστικά και ψέματα. Και ευθυνόφοβοι. Αυτοί δεν φταίνε ποτέ και για τίποτα. Και θρασύδειλοι. Μπορεί να γίνουν ακόμα και φονιάδες. Δεν τους εμπιστευόμουν. Τους περιφρονούσα και τους κοίταζα με μισό μάτι. Ελάχιστους από δαύτους σεβόμουν κι εκτιμούσα μα και μ’ αυτούς μακριά κι αγαπημένοι. Τουλάχιστον έτσι κατάφερα να μην τους βλάψω και να μην τους κάνω κακό. Ούτε κι αυτοί εμένα.

Πρέπει να το παραδεχτώ. Γεννήθηκα παράξενος μοναχικός και ξένος. Μονόχνοτος και δύσκολος. Μα δεν φταίω εγώ. Δεν το επέλεξα. Αυτή ήταν η μοίρα μου. Ένας γνήσιος απόγονος της μοναξιασμένης νύχτας. Ο τελευταίος. Τον περισσότερο καιρό έζησα μέσα στη φαντασία μου και στη φυλακή του μυαλού μου παρά έξω στην πραγματικότητα. Μα υπήρξα γενναιόδωρος και φιλότιμος. Όταν έπαιρνα ένα έδινα δέκα. Όσο μπόρεσα βοήθησα. Εκεί που άξιζε. Εκεί που έπρεπε. Τα αδύναμα πλάσματα και τους συφοριασμένους. Όσους μου έμοιαζαν από οίκτο και λύπηση. Ήμουν πάντα με τους αδύναμους και ταλαίπωρους μοναχικούς έστω και νοερά. Μόνο με το μυαλό και την καρδιά. Κι έδιωχνα αμέσως από κοντά μου τους αγνώμονες και αχάριστους παρτάκηδες. Τους μυριζόμουν από μακριά. Ειδικά τους κουτοπόνηρους. Δεν τους χαρίστηκα. Καθένας για την πάρτη του και όλοι για κανέναν. Ξαφνιάζονταν και μετά απορούσαν για το πώς και το γιατί. Τόσο τους έκοβε. Ήταν να τους λυπάσαι και να γελάς με το χάλι τους. Σε έπιανε κλαυσίγελος. Έτσι κι αλλιώς όπως στρώσεις θα κοιμηθείς. Αυτός είναι απαράβατος νόμος της ζωής.

Κι όμως με τούτα και με κείνα άντεξα και την έβγαλα καθαρή. Δεν κατάφεραν να με ξεφορτωθούν έτσι εύκολα τα καθάρματα. Δεν τους έκανα το χατίρι ούτε μουρλάθηκα. Κοίτα τον κακομοίρη να πούνε. Σε όλη μου τη ζωή υπήρξα ένας αποστάτης. Ενώ ανήκα στους χόμο σάπιενς που βαυκαλίζονται τους σοφούς ανθρώπους εγώ ήμουν ένας άτριχος πίθηκος που έζησε σαν γάτος έξω από κοπάδια και αγέλες και ψόφησε σαν σκύλος πεταμένος σε ένα χαντάκι στην άκρη του δρόμου. Έτσι έζησα έξω απ’ το κοπάδι μα δεν με έφαγαν οι λύκοι. Μόνος με τον εαυτό μου και σε πλήρη συμφιλίωση. Τον γνώρισα τον κατάλαβα τον βελτίωσα τον ολοκλήρωσα τον συμπόνεσα και τον αγάπησα πολύ. Απέναντί του υπήρξα αυθεντικός ειλικρινής και τίμιος. Τον χόρτασα ηδονή απόλαυση και ικανοποίηση. Ποτέ δεν τον πρόδωσα. Και διατήρησα την παιδικότητά μου.  Και καθυπόταξα το κτήνος μέσα μου με χίλιους τρόπους. Εξολόθρευσα τον ρατσιστή και τον φασίστα. Δεν πίστεψα σε θεούς και δαίμονες και άλλες μεταφυσικές παρηγοριές και παυσίλυπα θανάτου.

Μα πιο πολύ αγάπησα και θαύμασα τα αθώα και αξιοπρεπή ζώα. Τις γάτες κυρίως που μου δίδαξαν σοφά και διακριτικά πώς πρέπει να ζω και πώς να πεθαίνω αθόρυβα και γι’ αυτό τους είμαι ευγνώμων. Δεν υπήρξα ποτέ ταπεινός και δούλος. Έζησα ελεύθερος και μόνος. Φεύγω ευχαριστημένος για το μεγάλο τίποτα. Έκανα ότι μπορούσα. Παράπονο ουδέν. Αν και πλέον τίποτα από όλα αυτά δεν έχουν σημασία και κανέναν δεν νοιάζουν. Ίσως και να είμαι ήδη νεκρός. Πάντως στην επόμενη ζωή θα προσπαθήσω περισσότερο και ίσως να τα καταφέρω καλύτερα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου