Μνήμη Παναγιώτη Σάββα και Τάσου Καπουσίζη
Πλέον ο Παναγιώτης δεν
βγαίνει απ’ το σπίτι. Έχει χρόνια να περπατήσει έξω στους δρόμους της πόλης. Ακόμη
και να αντικρίσει απ’ το μπαλκόνι του τους βιαστικούς περαστικούς ή το λαμπρό φως
του ήλιου. Τα παντζούρια και τα παράθυρα είναι θεόκλειστα. καμιά επαφή με τον κόσμο.
Κανένα ενδιαφέρον για τις προόδους τις εξελίξεις τα δράματα και τις τραγωδίες
της κοινωνίας. Ούτε και για τους παλιούς του φίλους συντρόφους και
συνοδοιπόρους νοιάζεται πια αν ζουν ή αν πεθαίνουν. Απόλυτη αδιαφορία για όλους
και για όλα. Κάποτε ναι. Συμμετείχε στην ιλαροτραγωδία της ζωής και της
ύπαρξης. Τώρα όμως κουράστηκε και αποτραβήχτηκε στα ενδότερα μακριά απ’ τους
ανθρώπους. Πλήρης αυτάρκης και μόνος. Με τα βιβλία του τις μουσικές του τα
πιοτά και τα τσιγάρα του. Για να ξεχνάει ή να θυμάται. Άγνωστο. Μόνο αυτός
ξέρει.
Με μία εξαίρεση. Μόνο στον
Τάσο τον Ντούλη τον επιστήθιο φίλο του επιτρέπει να περάσει το άβατο γιατί μόνο
αυτός τον καταλαβαίνει πια. Κι ας τσακώνονται συνήθως. Δεν πειράζει. Καλό είναι
να ανάβουν λιγάκι τα παγωμένα αίματα. Κι ας γίνονται καμιά φορά μαλλιά κουβάρια
πάνω στην κουβέντα. Μα η σιωπή τους ενώνει. Η αιωνιότητα τους αγαπά. Θυμούνται
τα νιάτα τους και τα χρόνια που πέρασαν και μελαγχολούν. Για λίγο μόνο.
Στιγμιαία. Όσο πατάει η γάτα. Αμέσως μετά χαμογελούν πονηρά με νόημα ο ένας
στον άλλον. Δεν κρατάνε κακία ούτε μισούν. Ψευδίζουν βαβίζουν και γελούν σαν τα
μικρά παιδάκια. Κι όταν κουραστούν πέφτουν και κοιμούνται αγκαλιασμένοι σαν αδερφάκια.
Καληνυχτίζονται τιτιβίζοντας σαν τα πουλάκια κάποιον παλιό σκοπό. Μόνο στον
Ντούλη λοιπόν δίνει χνότα. Παράωρα πάντα. Λίγο πριν να φέξει.
Ο Παναγιώτης λοιπόν δεν
βγαίνει απ’ το σπίτι. Τη μέρα κοιμάται, βλέποντας όμορφα πολύχρωμα όνειρα σαν
να πηγαίνει στον κινηματογράφο. Ξυπνάει μόλις σουρουπώσει και ζει μόνο τη νύχτα.
Φτιάχνει έναν διπλό δυνατό καφέ σκέτο ελληνικό (δεν τον πειράζει στα νεύρα πια)
και παίρνει στα χέρια του κάνα βιβλίο για να διαβάσει. Έχει σταθερές
προτιμήσεις και αδιαπραγμάτευτες εμμονές. Μαρξ Παπαδιαμάντης Καρούζος. Ίσως
καμιά φορά και το Ευαγγέλιο. Λίγα και καλά λοιπόν. Ας έχει πλέον άπειρο χρόνο
για διάβασμα. Μα μόλις σημάνει το ρολόι μεσάνυχτα τα κλείνει όλα αμέσως και
βάζει το πρώτο ποτό της ατέλειωτης νύχτας. Στο ράδιο ακούγονται νέγρικα
αυθεντικά μπλουζ στη διαπασών. Μόνο τις μεγάλες κρύες Παρασκευές του χειμώνα δεν
ακούει τις αγαπημένες του μουσικές. Τότε από κάτω στο μαγαζί οι παλιοί του
φίλοι οι αγαπημένες του φιλενάδες όλοι οι Σαββικοί ενωμένοι παίζουν ρεμπέτικα
και λαϊκά τραγούδια χορεύοντας και τραγουδώντας. Πίνει καπνίζει και τους ακούει
αμίλητος σιγομουρμουρίζοντας κάποιον σκοπό και αναπολώντας τα παλιά. Κι όταν
έρχεται στο τσακίρ κέφι χορεύει μόνος του ένα καμηλιέρικο ή ένα ζεϊμπέκικο
απτάλικο για να ξεδώσει και να εκτονώσει την πίκρα του.
Ναι. Πλέον ο Σάββας δεν
βγαίνει απ’ το σπίτι. Το πρωί μόνο λίγο πριν να φέξει και πάει για ύπνο ανοίγει
την πόρτα και βγάζει δειλά το κεφάλι του έξω. Τον περιμένουν οι γάτες του. Τις
καλημερίζει χαμογελαστός τις χαϊδεύει απαλά και τους δίνει να φάνε τα αποφάγια που
περίσσεψαν απ’ την προηγούμενη. Κι εκείνες γουργουρίζουν από ευχαρίστηση και
ευγνωμοσύνη. Ένα πρωινό παραφύλαξα στο
απέναντι πεζοδρόμιο και τον είδα. Με προσοχή να μη με πάρει είδηση και
τρομάξει. Απ’ την άλλη δεν ήθελα να φανώ και αγενής ούτε αδιάκριτος. Δεν έχει
αλλάξει πολύ. Είναι λίγο πιο αδύνατος μόνο και τα φουντωτά κατσαρά του μαλλιά
και γένια πιο άσπρα πιο λευκά πιο χνουδωτά σαν το χιόνι. Καμιά φορά σκέφτομαι
να ανέβω πάνω και να του χτυπήσω ελπίζοντας πως δεν θα ενοχληθεί. Απεναντίας ότι
θα χαρεί όταν με δει. Μα όχι ακόμα. Δεν έχει έρθει η ώρα. Αν και ποτέ κανείς
δεν ξέρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου