Σάββατο 31 Μαΐου 2025

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ (Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ)


Με ραμμένες τις τσέπες στο ξύλινο παλτό μου.

Περπατώ επαναληπτικά. Επαναληπτικά περπατάω.

Δεν κουβαλάω τίποτα. Δεν έχω να κρύψω τίποτα

δεν έχω να χώσω τα χέρια.

                                                              Κατερίνα Γώγου

Δεν ζητούσα πολλά ο δόλιος και ο έρμος. Πλέον δεν είχα μεγάλες απαιτήσεις από τη ζωή. Μόνο να μ’ αφήσουν να πεθάνω ολομόναχος στην ησυχία μου και ολόγυμνος όπως κάποτε με είχε γεννήσει η μάνα μου. Ακριβώς πριν από έναν αιώνα. Και η γιορτή να τελειώσει με τον δικό μου ιδανικό τρόπο παρ’ όλο που ανασαίνω με δυσκολία βαριά και άρρυθμα. Κάποιοι περίεργοι γνωστοί συνωστίζονται στο σαλόνι. Οι συγγενείς τσακώνονται για τα κληρονομικά. Χα χα έχουν μαύρα μεσάνυχτα. Τους έχω όλους αποκληρώσει γιατί υπήρξαν μεγάλοι μαλάκες παρτάκηδες και φιλοτομαριστές αφήνοντας τα υπάρχοντά μου σε μια φιλοζωική εταιρεία. Μόνο που δεν το ξέρουν. Ήθελα να τους κάνω έκπληξη. Δεν επιθυμώ καν να τους δω για να με αποχαιρετήσουν. Για να μου ευχηθούν καλό ταξίδι και καλή αντάμωση στο πουθενά. Αν μπορούσα να μιλήσω θα έλεγα στη νοσοκόμα που με φροντίζει να τους διώξει όλους. Να πάνε στα τσακίδια στον αγύριστο και στο διάολο. Για να πετάξω από πάνω μου την σκουριασμένη πανοπλία και να προβάρω ολομόναχος το αστραφτερό και ολοκαίνουργιο ξύλινο παλτό με τις ραμμένες τσέπες. Σαν ξεπεσμένος ιππότης του κακού.

Είμαι μόνος στο κρεβάτι και κοιτάζω το ταβάνι. Ξαφνικά ακούω νιαούρισμα. Είναι το μαύρο γατάκι. Δεν ξέρω πώς χώθηκε εδώ μέσα. Ανεβαίνει πάνω μου και ακουμπάμε τις μυτούλες μας σαν έναν τελευταίο αποχαιρετισμό. Το γουργουρητό του συντονίζεται με τον επιθανάτιο ρόγχο μου. Με τα χίλια ζόρια καταφέρνω να το χαϊδέψω απαλά στη ράχη και κείνο κουλουριάζεται πάνω στο στήθος μου. Είναι τυφλό. Πριν από λίγο καιρό το είχα βρει άρρωστο πεταμένο και ταλαιπωρημένο έξω από την πόρτα μου και το περιμάζεψα. Το φρόντισα όσο μπορούσα. Μετά αρρώστησα βαριά μπαίνοντας στην τελική ευθεία για τον δρόμο χωρίς επιστροφή. Όμως εκείνο δυνάμωσε για τα καλά και πήρε τα πάνω του μα τα μάτια του δεν θα γινόντουσαν καλά. Θα έμενε τυφλό για όλη του τη ζωή. Δεν θα ξανάβλεπε το φως του ήλιου. Ίσως μόνο κάποιες σκιές. Κι όμως είμαι απολύτως βέβαιος ότι αυτό το πλασματάκι με αγαπά αληθινά.

Ήταν βλέπεις οι τύψεις μιας σάπιας και χαλασμένης συνείδησης κι όχι μόνο που με έκαναν φιλόζωο τώρα στα γεροντάματα. Φορτώθηκα οικειοθελώς όλη την ενοχή της βάναυσης ανθρωπότητας απέναντι στα άλλα ζώα. Μικρός σκότωνα γατάκια και κοτοπουλάκια που οι τσιρίδες τους ενοχλούσαν τα ευαίσθητα νεύρα μου. Αργότερα που μεγάλωσα άρχισα να παίρνω χάπια. Ο εγκέφαλός μου έγινε σμπαράλια και το κρανίο μου έτοιμο να εκραγεί. Μου φαίνεται σαν θαύμα που κατάφερα να επιβιώσω και να ζήσω για τόσα πολλά χρόνια έστω και δυστυχισμένα με πολλές λύπες και λιγοστές χαρές. Πάντως όσο μπορούσα μακριά απ’ τους ανθρώπους. Τους απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι. Έζησα σαν το στρείδι θωρακισμένος μέσα στο ατσάλινο καβούκι μου αυτάρκης και πλήρης. Σύμφωνα με τον εαυτό μου. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας μου και παρ’ όλο που δεν τον επέλεξα αυτός με έσωσε. Εσωστρεφής και μοναχικός. Σημαδιακός και αταίριαστος. Δεν τους είχα ανάγκη. Κι ούτε νοιάστηκα ποτέ για τη γνώμη τους. Πάντως δεν τα πήγα κι άσχημα. Σε γενικές γραμμές καλά τα κατάφερα. Στο τέλος μένει πάντα η μεγάλη εικόνα. Οι λεπτομέρειες ξεχνιούνται. Υπήρξα γενναίος πολεμιστής. Προσπάθησα πολύ. Έκανα ότι μπορούσα. Είμαι ικανοποιημένος από τον εαυτό μου. Δεν έχω κανένα παράπονο από μένα τον σκοτεινό ιππότη του κακού.  

Στην κηδεία μου δεν θέλω να δω κανέναν τους. Ούτε κάποιος τραγόπαπας να με ψάλει να με συγχωρέσει και να μ’ αγιάσει. Να πάει να αραδιάσει σε άλλους τα ψέματά του. Τα έχω όλα κανονίσει ο ίδιος. Δεν θέλω τα ψεύτικα δάκρυά τους ούτε τα κουτσομπολιά και τις κατάρες τους. Χα χα. Τους έχω γράψει από καιρό όλους στα αρχίδια μου και να πάνε να γαμηθούν. Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία πριν μου φορέσουν το ολοκαίνουργιο ξύλινο παλτό με τις ραμμένες τσέπες. Μόνο αυτό το γατάκι αγαπώ και το θέλω λαθρεπιβάτη δίπλα μου μέσα στο γυαλιστερό φέρετρο να ζεσταίνει το παγωμένο μου κορμί και την τελευταία στιγμή λίγο πριν κλείσει το καπάκι και σκεπαστεί η γούβα απ’ τον σκαφτιά του νεκροταφείου να πετάγεται έξω και να κατουρά στα μούτρα μου το ευωδιαστό μυρωμένο του άρωμα και κατόπιν να χέζει πάνω στο μαλακό σκαμμένο χώμα και να το σκεπάζει με τα ποδαράκια του. Για το καλό κατευόδιο. Έστω και χωρίς αντάμωση. 

Αυτά σκεφτόμουν εγώ ο μοναχικός γέρος λίγο πριν πεθάνω όταν ξαφνικά μου ήρθε μια αναλαμπή απ’ το παρελθόν και με τάραξε. Ήταν ένα ξεχασμένο όνειρο ή μια παλιά ανάμνηση. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς μα τώρα πια δεν έχει και μεγάλη σημασία. Λίγο πριν τη μεγάλη βδομάδα έχω βγει για περπάτημα. Ρίχνει απριλιάτικη ψιλή βροχή. Κοντά στις γραμμές του τρένου ο μαύρος μεγαλόσωμος σκύλος έχει πιάσει τον άσπρο κόκορα απ’ τη φτερούγα και τον τινάζει με λύσσα στο τσιμέντο. Λίγο παραπέρα ένα άλλο σκυλί κόβει βόλτες και αλυχτάει περιμένοντας τη σειρά του. Κάποια στιγμή το άτυχο πουλί κοιτάζει απελπισμένο προς το μέρος μου. Το μάτι του είναι καθαρό και γυαλιστερό. Ζει ακόμα. Ο αγριεμένος σκύλος συνεχίζει να του ρίχνει δαγκωματιές στο ψαχνό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τον βοηθήσω. Φοβάμαι και τρέμω μήπως τα σκυλιά ορμήσουν και σε μένα. Απ’ την άλλη δεν θέλω να επέμβω στις διαδικασίες της φύσης. Απλά κάθομαι και παρατηρώ. Ο κόκορας ήταν απρόσεχτος. Λάλησε για τελευταία φορά. Είπε το κικιρίκου. Ξεμάκρυνε απ’ το κοτέτσι  που κει μέσα ήταν βασιλιάς και μονοκράτορας και την πάτησε. Φεύγω συνεχίζοντας τη βόλτα του. Μετά από λίγο επιστρέφοντας ξαναπερνώ απ’ το ίδιο σημείο του άγριου φονικού. Βρέχει ακόμα. Ο κόκορας είναι πεσμένος στο δρόμο παρατημένος μέσα σε μια μικρή λιμνούλα τσουρομαδημένος και ακίνητος με το μάτι θολό να με κοιτάζει. Δεν τρέχουν αίματα από πάνω του μα είναι φανερό ότι έχει ψοφήσει. Το μαρτύριό του τελείωσε. Έτσι κι αλλιώς ο προορισμός του ήταν να φαγωθεί. Αν και όχι τόσο βίαια. Με τόση αγωνία.

Μα πλέον τίποτα δεν έχει σημασία. Εγώ ο αιωνόβιος εσχατόγερος έφυγα. Έβγαλα μία τελευταία κραυγή θριάμβου και πήγα στον αγύριστο. Ησύχασα ολοκληρωτικά. Σταμάτησα να αναπνέω και να χτυπάει η καρδιά μου και το μυαλό μου να θυμάται να πονάει και να σκέφτεται. Το παραμύθι τελείωσε. Τότε η νοσοκόμα σαν να κατάλαβε μπήκε στο δωμάτιο κι έβαλε τα κλάματα. Στο σαλόνι οι συγγενείς κι οι φίλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και άγριους πανηγυρισμούς. Τους άκουγα καθαρά. Παραέξω κανείς δεν νοιάστηκε. Η ζωή συνέχισε να κυλάει μέσα στην κανονικότητά της και η γη να περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο. Σίγουρα η κηδεία μου δεν θα γινόταν με δημόσια δαπάνη ούτε θα μάζευα πολλά στεφάνια. Μόνο το τυφλό γατάκι από ευγνωμοσύνη συνέχισε να γουργουρίζει και να ζεσταίνει το παγωμένο στήθος του σωτήρα του. Μέχρι να μου βγάλουν την σαπισμένη πανοπλία και να μου φορέσουν το γυαλιστερό και ολοκαίνουργιο ξύλινο παλτό με τις ραμμένες τσέπες. Εμένα του σκοτεινού ιππότη του κακού που έζησα και πέθανα ανειρήνευτος.


Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

ΖΩΗ ΧΑΡΙΣΑΜΕΝΗ

Γύριζα κουρασμένος  απ’ το νοσοκομείο με τα αποτελέσματα των εξετάσεων χωμένα βαθειά μέσα στη τσέπη του σακακιού. Δεν ήθελα να της το φανερώσω μα σαν με είδε κατάλαβε αμέσως τα δυσάρεστα νέα. Δεν μπορούσα να την ξεγελάσω. Ανέκαθεν ήμουν κακός ηθοποιός και κείνη σπίρτο αναμμένο. Κάποτε θα έφτανε η ώρα να το αντιμετωπίσουμε κι αυτό. Έτσι μου είπε. Όλα με τη σειρά τους.

Είχαμε γνωριστεί σε μια από τις πιάτσες του πληρωμένου έρωτα μια θεοσκότεινη νύχτα του χειμώνα γεμάτη υγρασία και μοναξιά. Το πάθος που μας κυρίευσε ήταν κεραυνοβόλο και μοιραίο. Σπάνιο για τέτοιες περιστάσεις. Αυτή είχε έρθει απ’ το χωριό της πρόσφατα διωγμένη κακήν κακώς. Την έβγαζε στο δρόμο με σφιγμένα τα δόντια και για λίγα κέρματα τα έκανε όλα. Εγώ δούλευα λογιστής σε μια μεγάλη εταιρεία. Έβγαζα καλά λεφτά. Ήμουν ανύπαντρος και είχα δικό μου σπίτι. Περνούσαμε καλά μαζί παρόλο που  συγγενείς και γείτονες απ’ την αρχή μάς κοιτούσαν με μισό μάτι. Με τους συναδέλφους ποτέ δεν είχα πολλά πάρε δώσε ούτε έδινα σε κανέναν λογαριασμό για τη ζωή μου και τις επιλογές μου. Μου έφταναν δυο τρεις καλοί φίλοι εκτός δουλειάς. Όλους τους άλλους τους γράφαμε στα αρχίδια μας.  

Σε λίγες μέρες κλείναμε μισό αιώνα μαζί. Ήταν πολλά χρόνια με κάποια ενδιάμεσα διαλλείματα. Τότε που ακόμα ήμασταν νέοι και άμυαλοι και αχόρταγοι και ζηλεύαμε πολύ και δεν συγχωρούσαμε τις απιστίες και τσακωνόμασταν και χωρίζαμε για το παραμικρό. Έστω και αν μετά από λίγο μας περνούσε και ξανασμίγαμε.  Μα ο μεγάλος καβγάς ξέσπασε τη μέρα που μου είπε πως ήθελε να κάνει την επέμβαση και να τον κόψει για να νιώσει κανονική γυναίκα. Έτσι θα άλλαζε και την ταυτότητά της και θα μπορούσαμε να παντρευτούμε. Ο νόμος πλέον δεν θα στεκόταν εμπόδιο αφού τότε στη χώρα μας απαγορευόταν ο γάμος ατόμων του ίδιου φύλου. Δηλαδή ζούσαμε ακόμα στον μεσαίωνα.

Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Απ’ την αρχή δεν ήθελε να τον πολυδείχνει  ούτε με άφηνε να τον χαϊδέυω. Οι ρόλοι μας ήταν καθορισμένοι. Υπάκουα θέλοντας και μη. Γιατί τον αγαπούσα. Ένα πανέμορφο ξανθό αγόρι είκοσι δύο χρόνων όλο γλύκα. Σκέτος άγγελος. Το πιο καλό παιδί ήταν παρά τα όσα είχε περάσει. Δεν μπορούσα να του φέρω αντίρρηση. Πολύ αργότερα άρχισε να βάφεται και να φοράει φούστες και ψηλοτάκουνα γοβάκια αλλά μόνο για μένα. Ήταν μέρος του παιχνιδιού και μου άρεσε. Όταν ξεκίνησε θεραπεία και τα βυζιά του άρχισαν να φουσκώνουν έγινα πυρ και μανία. Αν ήθελα να πιάνω μαστάρια θα πήγαινα με κανονική γυναίκα του είχα πει τσαντισμένος. Μα το κατάπια κι αυτό γιατί τον αγαπούσα. Τώρα όμως δεν πήγαινε άλλο. Τσακωθήκαμε άγρια. Τον σκυλόβρισα τον χτύπησα άσχημα και  τον πέταξα έξω απ’ το σπίτι.

Αμέσως το μετάνιωσα πικρά μα πλέον ήταν πολύ αργά. Όταν έμεινα μόνος κατάλαβα πως δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτόν. Κι ας με έκλεψε από πάνω. Τον σκεφτόμουν συνέχεια. Δεν μπορούσα να τον βγάλω απ’ το μυαλό μου. Ούτε δέκα μέρες δεν είχαν περάσει και άρχισα να τον ψάχνω. Πήγα στην αστυνομία στα νοσοκομεία στα νεκροτομεία μα δεν τον βρήκα πουθενά. Άφαντος. Φοβήθηκα μην είχε κάνει καμιά μαλακία και είχε δώσει τέλος στη ζωή του. Ώσπου έμαθα πως είχε φύγει για την πρωτεύουσα και ηρέμησα κάπως. Και προσπάθησα να τον ξεχάσω. Να συνηθίσω την απώλεια και να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς εκείνον.

Την ξανασυνάντησα τυχαία ένα απόγευμα στον μόλο λίγο πριν να πέσει ο ήλιος. Καθόταν στο παγκάκι ολομόναχη καπνίζοντας και αγναντεύοντας την κίτρινη θάλασσα. Δυσκολεύτηκα να την γνωρίσω. Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που χωρίσαμε και είχε αλλάξει πολύ. Είχε μια φίλη κοντοχωριανή στην πρωτεύουσα που τη βοήθησε να κάνει την εγχείρηση. Χάλασε πολλά λεφτά. Δηλαδή όσα μου είχε κλέψει εκείνη τη μέρα. Όλα εκεί πήγαν. Κατόπιν δούλεψε σε κάποια μαγαζιά αλλά και στο δρόμο. Δεν της άρεσε αυτή η ζωή και γύρισε πίσω. Η μεγάλη πόλη είναι ζούγκλα μου είπε συγκινημένη και αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Την πήρα πάλι στο σπίτι.  Μετά από λίγο καιρό παντρευτήκαμε στο δημαρχείο και από τότε δεν ξαναχωρίσαμε για κανένα λόγο.

Οι πόνοι μέρα με τη μέρα όλο και δυνάμωναν. Ο πυρετός πλέον ήταν μόνιμος και ο γιατρός τακτικός στο σπίτι. Σπάνια σηκωνόμουν απ’ το κρεβάτι. Κάθε μέρα χειροτέρευα και έλιωνα μα δεν ήθελα να πεθάνω στο νοσοκομείο. Εκεί είναι πολύ δυνατά τα φώτα των θαλάμων και δεν τα αντέχω της είχα πει. Αυτή στεκόταν πάντα δίπλα μου ολομόναχη. Δεν ήθελε από κανέναν βοήθεια. Έτσι κι αλλιώς οι φίλοι με τα χρόνια είχαν λιγοστέψει.  Και τούτη δω η  γάτα που την είχαμε από νεογέννητο μαζί μας είχε γεράσει η κακομοίρα.  Κουρασμένη κι αυτή δεν έφευγε από τα πόδια μου. Στο τέλος η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη. Ούτε οι κορτιζόνες με έπιαναν ούτε άλλα παυσίπονα μπορούσαν να με βοηθήσουν. Τρέμανε τα κόκαλά μου σαν να ήταν έτοιμα να σπάσουν. Ο γιατρός πλέον συνιστούσε υπομονή. Ο θεός είναι μεγάλος. Η επιστήμη έκανε το χρέος της μα δεν μπορούσε να βοηθήσει άλλο. Έτσι μας έλεγε για να μας δώσει κουράγιο και δύναμη.

Τουλάχιστον εκείνη την είχα εξασφαλισμένη. Θα έπαιρνε τη σύνταξή μου. Υπήρχαν και κάποια χρήματα στην άκρη. Είχα γράψει και το διαμέρισμα στο όνομά της. Κανένας ξεχασμένος ξάδελφος απ’ το πουθενά ή κανά κωλοανήψι του κερατά δεν θα μπορούσε να το διεκδικήσει απ’ τη γυναίκα της ζωής μου. Απ’ τον άνθρωπο που κοιμόταν δίπλα μου τα βράδια. Απ’ αυτόν που αγάπησα πιο πολύ και απ’ τον εαυτό του. Μόνο να έβρισκε έναν άνθρωπο της είπα. Είναι άγριο πράγμα η μοναξιά και δεν αντέχεται. Μα το ‘βλεπα καθαρά στα μάτια της. Όλα αυτά δεν μπορούσαν να την παρηγορήσουν. Δεν είχε περάσει άσχημα μαζί μου. Είχαμε έναν όμορφο και ανέφελο κοινό βίο. Μία ολόκληρη ζωή χαρισάμενη. Δεν είχε κανένα παράπονο. Ίσως μόνο κανά παιδί μα και πάλι ποιος ξέρει. Κάθε εμπόδιο για καλό. Έτσι κι αλλιώς το έργο αυτό σπάνια έχει ευχάριστο τέλος.

Μοίρασε το μπουκαλάκι στα ίσα. Με ανασήκωσε λίγο και μου έδωσε να πιώ. Μου φάνηκε πικρό μα δεν παραπονέθηκα. Ήπιε κι εκείνη. Ένιωθε κουρασμένη και ξάπλωσε δίπλα μου κρατώντας μου απαλά το χέρι. Μας βρήκαν μετά από μέρες και τους τρεις στο κρεβάτι αγκαλιασμένους τον έναν δίπλα στον άλλον.   

 

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

ΜΙΚΡΟ ΑΥΤΟ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκα όταν ο πόλεμος τελείωνε από γενιά ανδρείων. Περίμεναν να τους φέρω την νίκη μα δε μπόρεσα. Έστω λίγη τύχη από το βρέφος. Και δεν έφταιγα ο ίδιος. Καθώς μεγάλωνα με κρέμαγαν από συκιές ανάποδα και με έδερναν για να με κάνουν καλό και χρήσιμο άνθρωπο στην κοινωνία. Έτσι μου είπαν μα δεν τους πίστεψα και τράβηξα τον δικό μου λοξό δρόμο. Σχολείο δεν πήγα ούτε έμαθα κάποια τέχνη. Μόνο δυο χρόνια φυλακή έκανα (ακούστηκε πως με κατέδωσε η ίδια μου η μάνα από αγάπη κι από τρέλα) και ένα στα καράβια. Κι απ’ το στρατό τούς ξέφυγα νωρίς. Μ’ ένα τρελόχαρτο στο χέρι μ’ αμολήσανε και για παράσημο κονόμησα μια άσπρη τούφα στα μαλλιά. Τις νύχτες άκουγα κραυγές και ουρλιαχτά που με άφηναν άυπνο. Στο πατρικό δεν ξαναγύρισα. Ο πατέρας αναρωτιόταν το γιατί. Τη μάνα πλέον δεν την ένοιαζε. Με είχε πάντα δίπλα της και μιλούσαμε.

Στην πόλη πρωτοδούλεψα γκαρσόνι και παιδί για όλες τις δουλειές. Κατόπιν πρόκοψα και άνοιξα δικό μου μαγαζί για ξέμπαρκους λαθρεπιβάτες ανέστιους και πλάνητες. Και για μοναχικές ψυχές όπως κι εγώ. Για ανθρώπους που ήταν καμωμένοι σαν κι εμένα από το ίδιο υλικό. Μα οι  μέρες ήταν ξέσυκιες κι αργούσαν να τελειώσουν. Και οι νύχτες κασαβέτιες προάγγελοι θανάτου κι αυτές περνούσαν δύσκολα με σφιγμένα δόντια. Όπως μπορούσα. Με γκόμενες ποτά σκονάκια και τσιγάρα. Παντρεύτηκα δύο φορές γυναίκες της δουλειάς που τις ήθελα και στο σπίτι. Έκανα και παιδιά μα δεν πρόφτασα να τα φτιάξω. Με φάγανε μπαμπέσικα  νέο και ωραίο στα σαράντα μου χρόνια έξω από το μαγαζί μ’ ένα καδρόνι στο κεφάλι. Για έναν αλμυρό λογαριασμό είπαν ή για μια όμορφη κυρία. Ούτε εγώ δεν ήξερα. Διαθήκη δεν σκέφτηκα να κάνω. Άφησα μόνο ένα κορίτσι στην άσπρη του χαρά και ένα αγόρι που πήρε τ’ όνομά μου. Περίμεναν να με φέρει πίσω μα δε μπόρεσε και δεν έφταιγε εκείνο.

Με γύρισαν τέσσερις στο πατρικό. Οι γυναίκες μαυροφορέθηκαν. Τ’ αδέρφια τσάκισαν. Γνωστοί και φίλοι έκλαψαν πολύ. Ήμουν σε όλους πολύ αγαπητός. Μάγκας είπαν και το πιο καλό παιδί στις ταβέρνες στα μπουζούκια πια κανείς δεν θα τον δει. Οι γονείς κοιτούσαν αμίλητοι το φέρετρο. Ο πατέρας αναρωτιόταν το γιατί. Την μάνα πλέον δεν την ένοιαζε. Με είχε πάντα δίπλα και μιλούσαμε.

 

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

ΖΕΤΕΜ

Εκείνη τη μέρα που βγήκα από τη φυλακή έριχνε ασταμάτητα ένα διαολεμένο ψιλόβροχο και η υγρασία σου περόνιαζε τα κόκαλα. Έξω από την πύλη δεν με περίμενε κανείς. Ο αρχιφύλακας μου ‘δωσε το χαρτί στο χέρι και μου ευχήθηκε καλή κοινωνία τυπικά όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Δεν του ‘πα τίποτα. Έριξα το σάκο στον ώμο και βγήκα έξω. Στο λιμάνι πάμε. Έδωσα τη διαταγή στον ταξιτζή αν και ήξερα ότι αυτή την ώρα το μπαρ είναι κλειστό και κείνη θα κοιμάται ακόμα του καλού καιρού. Απλά δεν είχα και που αλλού να πάω.

Ευτυχώς που σ’ όλη τη διαδρομή ο οδηγός δεν μ’ ενόχλησε. Παρέμεινε μουγγός και άκεφος. Κάποια στιγμή του είπα να κλείσει και το ράδιο και υπάκουσε αμέσως χωρίς αντιρρήσεις και μορφασμούς αποδοκιμασίας. Σίγουρα το γεγονός ότι είχα μόλις αποφυλακιστεί έπαιξε το ρόλο του. Οι γυαλοκαθαριστήρες γύριζαν αργά και πένθιμα κι εγώ χάζευα απ’ έξω τα αυτοκίνητα τους ανθρώπους τα κτίρια τις πολύχρωμες ομπρέλες τους βρεγμένους σκύλους τις στάλες πάνω στο παρμπρίζ που κατρακυλούσαν νωχελικά  όπως στα όνειρα. Μα δεν μ’ ένοιαζε.  Τα έβλεπα όλα όμορφα και ωραία. Μετά από δεκαεφτά χρόνια ρουφούσα και πάλι βαθειά  τη μυρωδιά της βροχής και τη μπόχα του τσιμέντου. Αυτό μου ήταν αρκετό. Έτσι κι αλλιώς τέτοια ώρα εκείνη θα κοιμόταν ακόμα.

Ο δρόμος είχε κίνηση και κάναμε καμιά ώρα να φτάσουμε στον προορισμό μας. Τα ρέστα δικά σου του είπα  μόλις μπήκαμε στο στενό και το πρόσωπό του ταρίφα φωτίστηκε. Με ευχαρίστησε έβαλε μπρος και έφυγε για να συνεχίσει τη δουλειά του. Πραγματικά το μαγαζί ήταν ακόμα κλειστό. Κάθισα στο απέναντι καφενείο πλάι στη τζαμαρία. Το μαγαζί ήταν εντελώς άδειο. Μόνο το γκαρσόνι με τον δίσκο. Ψιλόλιγνο ευγενικό γύρω στα είκοσι φορώντας μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο με άτριχο στέρνο και χρώμα χλωμό σαν πτώμα. Άναψα τσιγάρο και παράγγειλα ούζο διπλοσκέτο να κάψω το λαρύγγι μου. Το κατέβασα μονοκοπανιά και ζήτησα άλλο ένα δύο τρία. Η βροχή επιτέλους είχε σταματήσει. Κόλλησα τη μούρη μου στο τζάμι και το θολό μου βλέμμα καρφώθηκε στην απέναντι μαρκίζα. Έγραφε Ζετέμ και ήτανε σβηστή. Κι εκείνη έπρεπε να κοιμάται ακόμα.

Ξαφνικά δεν ξέρω πως έφαγα άγρια φλασιά και αμέσως ξενέρωσα. Νόμισα πως  είχα ξεχάσει το βιβλίο πίσω στο κελί. Κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε πατόκορφα και άρχισα τρέμοντας να ψαχουλεύω το σάκο. Σχεδόν τον άδειασα. Ευτυχώς ήταν εκεί στον πάτο και το πρώτο πράγμα που είχα βάλει μέσα. Θα μουρλαινόμουνα αν το έχανα. Μου το ‘χε χαρίσει ένας υπόδικος. Καθηγητής σε λύκειο ήταν φιλόλογος. Δεν θυμάμαι γιατί τον κατηγορούσαν μα δεν κάθισε πολύ καιρό μέσα κάνα μήνα μόνο. Είναι το ημερολόγιο ενός κλέφτη. Διάβασέ το. Μπορεί και να σ’ αρέσει μου ‘χε πει τη μέρα που έφευγε. Δεν είχα άλλα βιβλία ούτε ασχολιόμουν με το διάβασμα μα τούτο το ξετίναξα. Πάνω από είκοσι φορές το διάβασα και το ‘μαθα απέξω κι ανακατωτά σαν ευαγγέλιο και προσευχή. Χαμογέλασα. Το πήρα στα χέρια και το χάιδεψα τρυφερά. Ταλαιπωρημένο κι αυτό απ’ τις κακουχίες και τα βάσανα της φυλακής. Οι σελίδες του κιτρινισμένες λερωμένες τσαλακωμένες σκισμένες κάποιες. Αραιά και που στα περιθώρια λίγα ανορθόγραφα καλικαντζάρια και σκόρπια σχόλια με σημειώσεις από έναν σεσημασμένο και δακτυλοδεικτούμενο εχθρό της κοινωνίας που πλέον ήταν και επίσημα διπλωματούχος με σφραγίδες και υπογραφές. Με ένα αφύσικο για τον χαρακτήρα μου κέφι γελώντας τρανταχτά (το παιδί κοιτούσε τρομαγμένο) το πέταξα με δύναμη προς τα πάνω. Πήγε ψηλά και παραλίγο να χτυπήσει στο ταβάνι. Πέφτοντας άνοιξε κάπου στη μέση. Κάποιες σελίδες του σύρθηκαν στο πάτωμα και σχεδόν διαλύθηκε. Βία ονομάζω μια τόλμη ακατάσχετη που οι κίνδυνοι είναι το πάθος της είχα υπογραμμίσει στο κάτω μέρος της σελίδας με ένα τρεμάμενο αχνό μολυβάκι χωρίς περιττά σχόλια. Το επανέλαβα τρεις φορές δυνατά κι ακούστηκε ο αντίλαλος στο άδειο μαγαζί.

Το γκαρσόνι συνέχισε να με κοιτάζει τρομαγμένο και κείνη τη στιγμή ο χρόνος σταμάτησε. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε τέσσερις ακριβώς. Έξω το στενό ήταν έρημο. Εκείνη θα είχε ξυπνήσει και θα έπινε τον καφέ της. Θα ρουφούσε παθιασμένα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και θα προσπαθούσε να συνέλθει απ’ το μεθύσι και τον πελάτη της προηγούμενης  βραδιάς. Εγώ θα συνέχιζα να  πίνω διπλοσκέτα ούζα δυναμωτικά μέχρι που θα νύχτωνε για τα καλά και το γκαρσόνι θα μ’ έδιωχνε όσο πιο ευγενικά μπορούσε για να κλείσει το καφενείο και να πάει στο σπιτάκι του να ξεκουραστεί. Τότε θα γυρνούσα σαν φάντασμα έξω απ’ τα μπαρ και τα καμπαρέ των κολασμένων ψυχών και θα φώναζα δυνατά να με ακούσουν όλοι ζωντανοί και νεκροί. Η βία είναι τόλμη ρε πούστηδες. Θέλει μεγάλη μαγκιά ρε καριόληδες. Θέλει κότσια και αρχίδια ρε κωλοτρουπίδες που εσείς δεν τα ‘χετε.

Το μπαρ τελικά δεν άνοιξε εκείνο το βράδυ ούτε και τα επόμενα. Εκείνη δεν θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά μπροστά μου να τις δώσω τουλάχιστον κάποιες εξηγήσεις. Να της πω ότι μου είχε λείψει τόσα χρόνια. Ότι τελικά ίσως και να την αγαπούσα. Όμως δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ. Της είχα κόψει το λαιμό με το λεπίδι σύρριζα πριν από δεκαεφτά χρόνια. Δεν θυμάμαι για πιο λόγο. Σίγουρα θα ‘μουνα λιώμα. Πολύ πιωμένος και κάπως φτιαγμένος. Δεν μπορεί. Κάτι θα μου ‘κανε και κείνη. Κάποια αφορμή θα έδωσε μα όλα αυτά δεν έχουν πια καμιά σημασία. Ότι έγινε δεν μπορεί πλέον να αλλάξει. Αργότερα μόνο άκουσα κάποιους μέσα στη φυλακή να λένε ότι είχα τουλάχιστον την ευθιξία και το φιλότιμο αμέσως μετά το φονικό να τρέξω ουρλιάζοντας προς στο μπαλκόνι και να φουντάρω απ’ τον πέμπτο. Έτσι είπαν κάποιοι μα εγώ δεν τους πίστεψα.  

 

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

ΟΙ ΜΥΓΕΣ

Σε τρία λεπτά το λεωφορείο ξεκινά. Το δρομολόγιο είναι εξπρές με ανοιχτό το εισιτήριο της επιστροφής για κάθε ενδεχόμενο. Σάββατο μεσημέρι. Ημέρα ζεστή φωτεινή κι ανοιξιάτικη. Το ποτήρι φαίνεται για λίγο πάνω από τη μέση όμως μετά αδειάζει τελείως. Δεν το κάνω θέμα ούτε δυσανασχετώ. Μόνο που έχω είκοσι χρόνια να περάσω τα διόδια. Ο οδηγός έχει ανάψει κιόλας τσιγάρο. Ρουφάει καφέ απ’ το καλαμάκι και ψάχνει για τραγούδια στο ραδιόφωνο. Το πούλμαν είναι γεμάτο. Μόνο η διπλανή μου θέση παραμένει άδεια. Μεγάλη τύχη σωστή κωλοφαρδία. Σχεδιάζω να απλώσω το κουρασμένο μου κορμί να κλείσω  τα μάτια και να ξαναγίνω για λίγο ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. 

Όμως τα όμορφα  όνειρα κρατάνε λίγο.  Είναι ψιλή αδύνατη και χαμογελαστή και μου ζητάει ευγενικά να περάσει στη θέση της. Έφτασε με την ψυχή στο στόμα μου εξηγεί μα ευτυχώς πρόλαβε. Τα μαλλιά της είναι μακριά και κατάμαυρα. Τα χέρια της λεπτά και απαλά. Μοιάζει με φοιτήτρια γύρω στα είκοσι. Δεν έχει βάψει τα νύχια ούτε τα ροδαλά της χειλάκια. Όλα είναι αγνά και απόρνευτα ακόμα. Της κάνω χώρο να περάσει και περιορίζομαι στη θέση μου. Οι πόρτες κλείνουν σφυρίζοντας και το λεωφορείο  ξεκινά. Σταματώ να την κοιτάζω επίμονα και ρίχνω το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα. Δυο μύγες χορεύουν μπροστά μου. Η μία κάθεται και γαργαλάει την καράφλα του μπροστινού και η άλλη κάνει πατινάζ πάνω στο υγρό τζάμι. Οι ιπτάμενοι λαθρεπιβάτες έχουν εγκλωβιστεί στο λεωφορείο και ταξιδεύουν μαζί μας για άλλο τόπο. Πάνε στα τυφλά με βάρκα την ελπίδα και δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει αύριο. Πλατς. Ο μπροστινός μου κατεβάζει με τσαντίλα την παλάμη του πάνω στο καραφλό του κεφάλι μα το πανέξυπνο δίπτερο με τα μεγάλα πανοραμικά μάτια την τελευταία στιγμή του ξεφεύγει. Ζαλίστηκα. Κλείνω τα μάτια και παρακαλώ για λίγο ύπνο. Από παιδί έχω να προσευχηθώ. Μα ο θεός δεν με ακούει. Είναι κακός και μοχθηρός. Αν υπάρχει.

 Είκοσι χρόνια είναι πολλά. Σχεδόν μισή ζωή. Ακόμα αναρωτιέμαι αν πρέπει να γυρίσω. Όλα αυτά τα χρόνια είχα κόψει κάθε επαφή με όλους. Μόνο με τον αδερφό μου κράτησε μια έστω τυπική επικοινωνία απ’ το τηλέφωνο. Κι αυτός το μέρος της πήρε τότε. Όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς βρεθήκανε απέναντί μου. Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω.  Ας με λένε μνησίκακο και εκδικητικό. Εγώ δεν έβλαψα κανέναν. Αυτοί μου την φέραν πισώπλατα. Πήρα τα μάτια μου και έφυγα ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου. Τώρα όμως τα ψέματα τέλειωσαν. Τουλάχιστον με τον μεγάλο πρέπει να δοθούν οι σοβαρές  και τελεσίδικες εξηγήσεις. Να κλείσουν οι παλιοί μας λογαριασμοί μια και καλή. Να πληρωθούν τα ανεξόφλητα γραμμάτια. Αυτές δεν πρόκειται να τις δω. Τα είπαμε όλα πριν απ’ το διαζύγιο. Και θα μείνω σε ξενοδοχείο. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Έτσι κι αλλιώς δεν με περιμένουν. Δεν τους έχω ειδοποιήσει  ότι κατεβαίνω. Ούτε και για την αρρώστια θα τους πω.

Το κινητό της κοπέλας χτυπά όλο και πιο δυνατά. Είναι  η μητέρα της. Διαρκώς ανησυχεί και της λέει να προσέχει. Όταν θα φτάσει να την πάρει τηλέφωνο. Εντάξει μαμά. Επαναλαμβάνει κάθε τόσο αυτή και στο τέλος κλείνει τη συσκευή τσαντισμένη. Ανταλλάσσουμε ματιές συνενοχής και χαμογελούμε. Έτσι είναι οι μαμάδες της λέω για  παρηγοριά κι αυτή ξεφυσά με παράπονο. Δεν λέμε κάτι άλλο. Μόνο κάθε τόσο κοιταζόμαστε λοξά. Κάποια στιγμή την πιάνω να με κρυφοκοιτάζει από το τζάμι. Αυτή σαστίζει απ’ την ντροπή και κλείνει απότομα τα μάτια κάνοντας ότι κοιμάται. Στην επόμενη στροφή  οι γοφοί μας αγγίζονται. Κολλάμε ο ένας με τον άλλο μα δεν ενοχλούμαστε. Το εφαρμοστό παντελόνι και η ξέσκεπη μέση με ερεθίζουν. Μπορεί να ‘ταν ανιψιά μου ή κόρη μου μα έχει σάρκα σφιχτή και απαλή. Κωλαράκι στενό και καλοσμιλεμένο. Πλησιάζω με την άκρη των δαχτύλων μου μα τελευταία στιγμή σταματώ.  Πλέον στα εξήντα μου μπορώ και συγκρατιέμαι γλυτώνοντας απ’ τα χειρότερα. Ίσως πάλι να μην την ενοχλούσε. Συμβαίνει καμιά φορά μα δεν είμαι και κάνας λιγούρης και σαλιάρης. Και το κορίτσι αυτό δίπλα του μπορεί να ‘ταν ανιψιά ή κόρη μου. Γυρνάω  από την άλλη κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να ονειρευτώ. Μία από τις μύγες μού γαργαλάει την μύτη. Κάνω έτσι με το χέρι μου και την διώχνω. Τις βλέπω να χορεύουν κεφάτες και χαρούμενες στη μέση του διαδρόμου. Ίσως και να’ ναι ζευγάρι σκέφτομαι και ξανακλείνω τα μάτια.

 Ούτε ο φίλος μου ξέρει για το ταξίδι. Στο σημείωμα του γράφω ότι πάω για λίγες μέρες  κάτω για δουλειές και θα τα ξαναπούμε σύντομα. Όταν το απόγευμα γυρίσει στο σπίτι και το διαβάσει θα με πάρει και θα μου ζητήσει εξηγήσεις. Ξέρει για την παλιά ιστορία. Η ξαφνική μου αναχώρηση θα τον βάλει σε υποψίες. Γι’ αυτό έκλεισα το κινητό.  Ούτε αυτός ξέρει για την αρρώστια. Όλα γίνανε πολύ γρήγορα. Όμως κάποια στιγμή πρέπει να του πω. Έτσι κι αλλιώς πλέον κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει. Η στατιστική των ειδικών δίνει μόνο τρεις μήνες παράταση και μετά το οριστικό τέλος. Και αυτό τελικά  είναι το πρόβλημα. Τι να κάνω με το χρόνο που απομένει. Λίγες μέρες στην πόλη μου βέβαια για τελευταία φορά. Μετά ότι μένει θα το πετάξω στα σκουπίδια. Ποτέ δεν άντεχα την αγωνία των αντίστροφων μετρήσεων. Πόσο μάλλον αυτή που είναι και η τελική. Ήμουν αδύναμος και πάντα παρακαλούσα να μην το καταλάβω να έρχεται. Μια κι έξω και ακόμα καλύτερα στον ύπνο μου. Και ο κακός θεούλης δεν κάνει πλέον θαύματα. Ούτε ακούει τις προσευχές μας. Αν υπάρχει.

Περάσαμε κιόλας τον ισθμό και τα πρώτα διόδια.  Τώρα όμως προχωράμε αργά. Ο κωλόδρομος έχει γίνει μια λωρίδα. Παντού έργα μπουλντόζες διαχωριστικές κορύνες και επικίνδυνες στροφές. Μπροστά ο οδηγός συνέχεια  ιδρώνει και ξεϊδρώνει. Μ’ ένα πανί σκουπίζει το καραφλό του κεφάλι. Το ραδιόφωνο είναι στο σπινό και ίσα που ακούγεται. Δεν μου φαίνεται και πολύ σόι. Όλοι οι άλλοι κοιμούνται. Το κορίτσι ασυναίσθητα έχει γύρει στον ώμο μου. Μυρίζω το άρωμα των μαλλιών της και απ’ το βάθος έρχεται ένα μακρόσυρτο ροχαλητό που με νανουρίζει. Επιτέλους μετά από τέσσερα μερόνυχτα καταφέρνω να με πάρει ο ύπνος. Βλέπω μόνο πολλά και όμορφα όνειρα που μου λείψανε όλες αυτές τις μέρες και που μόλις ξυπνήσω θα τις τα διηγηθώ και μετά θα της πω πόσο όμορφη κοπέλα είναι και πόσο πολύ μου αρέσει. Ότι μοιάζει με την κόρη μου και με την συγχωρεμένη την μάνα μου λίγο και θα αλλάξουμε τηλέφωνα για να βρεθούμε στην πόλη για έναν καφέ και για να γνωριστούμε καλύτερα. Τρεις μήνες είναι πολύς καιρός κι αυτή δεν θα μου το αρνηθεί. Όχι πως θα της πω για την αρρώστια. Δεν χρειάζομαι την λύπηση κανενός. Ας κρατήσουν τον οίκτο για τον εαυτό τους. Όμως το ύφος μου και τα σοβαρά μου λόγια θα την κολακέψουν. Η ωριμότητα και η γοητεία μου που παρά τα χρόνια δεν με έχει εγκαταλείψει. Η κοφτερή μου σκέψη και η καλή μου καρδιά.

Όλα αυτά που θα θαυμάσει επάνω μου και θα την μαγέψουν και θα την αποπλανήσουν και θα την σύρουν οικειοθελώς σε σκοτεινά πάρκα και θλιμμένα δωμάτια όπου εκεί θα γυμνώσουμε τα κορμιά μας και θα σμίγουμε κάθε μέρα όλη νύχτα. Τρεις μήνες είναι πολύς χρόνος ολόκληρη ζωή. Ή με το φως του κεριού μόνο μέχρι να σβήσει κι αυτό και με τραβηγμένες τις βαριές κόκκινες κουρτίνες και με μισόκλειστα τα παντζούρια θα τις χαϊδεύω το μακρόστενο κορμί της απ’ την κορυφή ως τα νύχια και θα της γλύφω τις ρώγες. Θα της φυλάω το λαιμό τα χείλη τα μάτια τα πάντα όλα  και μέσα της θα μπαίνω μόνο  όταν αυτή μου το ζητάει επιτακτικά. Όχι πιο πριν. Ποτέ βιαστικά και βίαια γιατί πλέον μπορώ. Δεν είμαι ούτε κάνας λιγούρης ούτε κάνας σαλιάρης. Και σ’ αυτές τις ερωτικές φωλιές δεν θα μας βλέπουν λαθροψίες και απρόσκλητοι μπανιστηριτζήδες ούτε κρυφές κάμερες ούτε ούτε χοντρές μύγες να γαργαλάνε τα καυλωμένα μας κορμιά. Ούτε αιμοβόρα κουνούπια να μας ρουφάνε το αίμα. Τίποτα. Τρεις μήνες μόνο.

Ξυπνήσαμε απότομα και κοιταχτήκαμε με τρόμο στα μάτια. Η κραυγή μαρτυρούσε άπειρο πόνο και ερχόταν από μπροστά. Αμέσως μετά ακούστηκαν χοντρά σίδερα  να σπάνε και το λεωφορείο  αναποδογύρισε και μπήκε σε καθοδική πορεία. Από παντού γύρω ακούγονταν ουρλιαχτά και κλάματα τρόμου. Γρήγορα βρεθήκαμε χάμω στη μέση του διαδρόμου πλακωμένοι από άλλα κορμιά ματωμένοι χτυπημένοι και αμίλητοι να κοιταζόμαστε με απορία. Οι μύγες είχαν σταθεί πάνω στο μάγουλό της και φιλιόντουσαν με πάθος. Το κινητό της χτύπησε δυνατά για μια στιγμή μόνο μα δεν μπόρεσε να το σηκώσει. Μετά ακούστηκε η έκρηξη. Το μεγάλο μπαμ.

 

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

ΕΝΑΣ ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Η πρόταση στριφογύριζε συνέχεια στο κεφάλι μου. Τελικά δέχτηκα. Είπα το ναι. Δεν είχα και τίποτα να χάσω. Οι γιατροί δεν μου έδιναν πολύ ζωή ακόμα. Ήδη είχαν αρχίσει οι μεγάλοι πόνοι. Δεν θα αργούσε η μέρα που θα γίνονταν αφόρητοι. Είχα αποδεχτεί το τετελεσμένο γεγονός με ψυχραιμία. Όχι πως δεν φοβόμουν. Απλά δεν πίστευα σε μεταθανάτιες ιστορίες και άλλα τέτοια παραμύθια και αυτό κάπως δυσκόλευε τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς πενήντα χρόνια δεν είναι ούτε πολλά ούτε και λίγα.

Για την πρώην γυναίκα μου δεν πολυνοιαζόμουν. Ήμασταν εδώ και πολύ καιρό χωρισμένοι και δεν είχαμε κρατήσει επαφές ούτε καν τις τυπικές. Όταν θα το μάθαινε μπορεί και να χαιρόταν. Ούτε φίλους καλούς είχα πλέον για να με κλάψουν ούτε παλιούς συναδέλφους. Με τα χρόνια έπαψα να είμαι διαθέσιμος και αποτραβήχτηκα μακριά απ’ όλους. Κυρίως μετά το διαζύγιο. Δεν ήθελα να βλέπω κανέναν τους. Μου φαίνονταν αποκρουστικοί και ανυπόφοροι. Όσο για τους λοιπούς συγγενείς ούτε στο κηδειόχαρτο δεν θα τους έβαζα. Στον διάολο όλοι τους.

Μόνο την κόρη μου σκεφτόμουν παρόλο που την έβλεπα αραιά και που. Μάλιστα  την τελευταία φορά τής είχα πει μεθυσμένος και πάνω στη μούρλια μου ότι η μάνα της έφταιγε που θέλησε να την κρατήσει κι έτσι αναγκάστηκα να την παντρευτώ. Δεν υπήρξε γνήσιο παιδί του έρωτα. Ένα ατύχημα ήταν και μια απροσεξία. Η έξαψη της στιγμής. Ένα τράβηγμα που την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε. Το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου που με οδήγησε στην καταστροφή. Ποτέ δεν συγχώρεσα τον εαυτό μου γι’ αυτό. Εκείνη δεν μου απάντησε. Ούτε να μου πει ένα άντε και γαμήσου ρε παλιομαλάκα ή ένα φτύσιμο στα μούτρα που μου άξιζαν. Δεν μίλησε. Άχνα δεν έβγαλε απ’ το στόμα της. Μόνο στιγμιαία τα μάτια της γέμισαν νερά. Μου γύρισε απότομα την πλάτη και έφυγε. Ντράπηκα. Μετάνιωσα για όσα είπα. Θαύμασα την αξιοπρέπειά της και γέμισα από τύψεις και ενοχές. Μα δεν της ζήτησα ποτέ συγνώμη. Σίγουρα δεν θα θέλει να με ξαναδεί στα μάτια της. Γι’ αυτήν τουλάχιστον ο θάνατός μου θα είναι χρήσιμος. Δεν θα πάω τσάμπα και βερεσέ.

Η ιδέα ήταν φρέσκια ακόμα (δεν είχαν γυριστεί πολλά επεισόδια) και οι  παραγωγοί έψαχναν εναγωνίως  σε νοσοκομεία και κλινικές για εθελοντές. Με το αζημίωτο πάντα. Καρκινοπαθείς σχιζοφρενείς κατάκοιτοι και αυτοκτονικοί.  Όλοι τους ήταν ευπρόσδεκτοι και επιθυμητοί. Μα κι εγώ δεν είχα κανένα παράπονο. Μου φέρθηκαν άψογα. Πληρώθηκα καλά και προκαταβολικά (δεν γινόταν κι αλλιώς) κι έτρεξα να καλύψω  και τις τελευταίες μου υποχρεώσεις. Δεν μου άρεσε να αφήνω εκκρεμότητες.  Ήμουν πάντα σε όλα μου τυπικός.

Μέχρι και απ’ το γραφείο τελετών πέρασα. Οι υπάλληλοι έμειναν άγαλμα και με το στόμα ορθάνοιχτο. Μα πιο πολύ ξαφνιάστηκαν όταν τους ζήτησα να μην τυπώσουν αγγελτήρια. Έτσι τελικά είχα αποφασίσει. Να μην προσκαλέσω κανέναν στην κηδεία μου. Ακόμα και η κόρη μου ήθελα να το μάθει απ’ τον δικηγόρο μου κατόπιν εορτής. Ούτε παπάδες και ψαλμωδίες ήθελα. Ανέκαθεν απεχθανόμουν τα κεριά και τα λιβάνια. Ούτε σταυρούς και ταφόπλακες. Τα θεώρησα περιττά έξοδα. Απ’ το σπίτι κατ’ ευθείαν  στον ξερό λάκκο άκλαυτος και αδιάβαστος. Εγώ ο ασήμαντος κανένας ένα εύγευστο μεζεδάκι για τα σκουλήκια της γης.

Μου είχαν πει ότι θα το έδειχναν στη νυχτερινή ζώνη μετά τις δώδεκα ακατάλληλο για ανήλικους ερωτευμένους και τους λίγους ακόμα ευτυχισμένους. Και για την κόρη μου. Όμως όχι σε κάποιο ψυχρό στούντιο ή σ’ ένα λευκό δωμάτιο νοσοκομείου. Ο όρος που τους έβαλλα ήταν απαράβατος. Ήθελα στο πατρικό μου σπίτι. Εκεί που γεννήθηκα μεγάλωσα και πέρασα ολόκληρη τη ζωή μου.

Είχαν κάνει μεγάλη διαφήμιση και η ακροαματικότητα θα άγγιζε σίγουρα το απόλυτο. Η επιτυχία της εκπομπής ήταν ήδη εξασφαλισμένη. Το κοινό διψούσε για αίμα. Είχε γίνει και γκάλοπ. Τα κινητά τηλέφωνα πήραν φωτιά από τα χιλιάδες μηνύματα και ψήφισαν το πώς. Υδροκυάνιο με καλαμάκι ή πιστόλι στο στόμα. Προσωπικά δεν με ένοιαζε. Θα ήταν η τελευταία μου δοκιμασία και κατόπιν θα ακολουθούσε ένας χρήσιμος θάνατος.

Έφτασε η μεγάλη μέρα. Όλα ήταν έτοιμα και στη θέση τους. Η κάμερα στημένη απέναντί μου. Ο σκηνοθέτης καθισμένος στην αναπαυτική του πολυθρόνα. Κι εγώ χαλαρός και  ήρεμος στο κρεβάτι. Το κοινό ήθελε με πιστόλι. Αυτό αποφάσισε γιατί διψούσε για αίμα. Εγώ πάντα ψύχραιμος και γελαστός.

Τελευταίες οδηγίες. Η κάμερα λίγο πιο πάνω και ζουμ πίσω μου στον τοίχο. Αποχαιρετισμός του κοινού. Χα χα. Ευχές για υγεία μακροημέρευση και ευτυχία. Μα σύντομα θα έρθει και η δική σας σειρά. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Το όπλο μπαίνει μέσα στο στόμα με την κάνη προς τα πάνω. Λάμψη και κρότος κι εγώ  ασάλευτος να κοιτάζω με έκπληκτα μάτια τους θεατές. Κι ένα παγωμένο χαμόγελο.

Η κόρη τελικά το έμαθε έγκαιρα (είδε την εκπομπή) κι έθαψε τον πατέρα. Αυτή και το γραφείο τελετών ήταν μόνο. Όσο για το συγκεκριμένο ριάλιτι για κάμποσο καιρό έγινε της μόδας και μπήκε σε τροχιά θριάμβου. Ώσπου πάλιωσε κι αυτό. Το κοινό είχε χορτάσει από αίμα και ζητούσε κάτι άλλο πιο φρέσκο και πιο πρωτότυπο.

 

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝ' ΑΡΓΑ

Ήμουν ένας μικρός και ασήμαντος άνθρωπος δίχως μεγαλεπήβολα σχέδια ούτε ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη ζωή. Σχολείο πήγα με το ζόρι μέχρι το δημοτικό. Δεν έπαιρνα τα γράμματα. Ούτε κάποια τέχνη έμαθα. Βγήκα ανειδίκευτος στο μεροκάματο σε αγγαρείες και δουλειές του ποδαριού. Οικοδομές ασφαλτοστρώσεις φορτοεκφορτώσεις και άλλες χειρωνακτικές. Χαμάλης για τον επιούσιο. Έμεινα στην μικρή πόλη μαζί με τους γονείς μου μέχρι που πέθαναν. Ήμουν μοναχοπαίδι μα τουλάχιστον μου έμεινε το σπιτάκι. Στα νιάτα μου δυο τρεις φορές παραλίγο να παντρευτώ μα την τελευταία στιγμή πάντα κάτι γινόταν και το συνοικέσιο χάλαγε. Ήμουν άτυχος αν και όμορφος άντρας. Ξανθός με γαλανά μάτια μα ελαφρούτσικος στη σκέψη και κάπως κενός και άτσαλος ανεκπαίδευτος στα συναισθήματα. Έτσι τουλάχιστον λέγανε οι άλλοι. Τελικά η έμπειρη προξενήτρα φίλη της μητέρας μου σήκωσε τα χέρια ψηλά και παραιτήθηκε από κάθε άλλη προσπάθεια.

Απ’ τον καημό τους για τον ανεπρόκοπο πήγαν οι δικοί μου είπαν οι συγγενείς και κάποιοι γνωστοί. Εκείνοι δεν κινδύνευαν να τους βρει το κακό. Ήταν καλοί νοικοκυραίοι και τα παιδιά τους συνετά και μετρημένα. Τους έμοιαζαν. Έτσι πέρασαν τα χρόνια μοναχικά απλά και μονότονα. Χαμαλοδουλειά καφενείο και ταβέρνα. Και η ερωτική μου ζωή ανύπαρκτη ή σκοτεινή για τους άλλους. Θαμμένη στο ημίφως. Πολλά ακούγονταν και λέγονταν μα λίγα γνώριζε ο κόσμος. Δεν το είχα δει ούτε ζωγραφιστό κουτσομπόλευαν οι κακές γλώσσες. Πάντως εγώ είχα κάνει κάποιες προσπάθειες. Μια δυο φορές είχα ανέβει τις απότομες σκάλες των μπουρδέλων. Εκεί τουλάχιστον με ανέχονταν. Όμως τα αποτελέσματα ήταν οικτρά. Ούτε εκεί τα κατάφερα. Αυτή η βρώμα είχε κυκλοφορήσει. Τζίφος λοιπόν και η υπόθεση του σεξουαλικού.

Μέχρι που καβάλησα τα εξήντα και ξαφνικά η φάτσα μου αυστηρή βλοσυρή και θυμωμένη μοστράρισε στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων αλλά και στα τηλεοπτικά δελτία των ειδήσεων. Για πολλές μέρες έγινα το πρώτο θέμα της επικαιρότητας. Ήμουν για πρώτη φορά διάσημος. Ποτέ δεν ειν’ αργά. Με είχανε πιάσει στα πράσα με έναν ανήλικο να επιδίδομαι σε ασελγείς πράξεις. Είχα παιδοφιλικές τάσεις είπαν. Ήμουν διεστραμμένος ανώμαλος και κίναιδος. Το παιδί ήταν μόλις εννιά χρονών. Το είχα ξεμοναχιάσει σε μια ερημική τοποθεσία στην άκρη της πόλης μέσα σε κάτι ψηλές καλαμιές δίνοντάς του καραμέλες και σοκολάτες. Όμως ήμουν άπειρος και απρόσεχτος. Αρχάριος και πρωτάρης. Δεν είχα ξανακάνει τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω εκείνη τη φορά πώς μού ‘ρθε παρ’ όλο που γνώριζα ότι δεν πρέπει και είναι κακό. Με τα πρώτα χάδια και τις αγκαλιές το αγόρι τρόμαξε και έβαλε τις φωνές. Το άκουσαν κάποιοι περαστικοί έτρεξαν και κάλεσαν την αστυνομία αφού πρώτα πήραν τον νόμο στα χέρια τους και με ξυλοφόρτωσαν για να μου γίνει από δω και στο εξής μάθημα.

Παρόλο που δεν είχα προλάβει να κάνω κάτι. Ίσως μόνο κάποιες ελαφριές και ασήμαντες θωπείες. Ούτε παλιότερα υπήρξαν άλλες καταγγελίες. Ήταν η πρώτη μου φορά και η τελευταία. Προφυλακίστηκα μα στο δικαστήριο θα έπεφτα στα μαλακά μου είπε ο δικηγόρος εφόσον είχα καθαρό ποινικό μητρώο και το αγόρι βρέθηκε ανέγγιχτο. Δεν το είχα πειράξει. Ήταν η κακιά στιγμή. Ο δαίμονας εαυτός που με καβάλησε. Ο διάβολος μέσα μου. Αυτά θα έλεγα στους δικαστές εισαγγελείς και γραμματείς στα όργανα του νόμου και της τάξης και θα ζητούσα από όλους συγνώμη. Δεν θα το ξανάκανα δείχνοντας ειλικρινή μεταμέλεια. Έτσι θα έτρωγα το πολύ δυο τρία χρονάκια με αναστολή και θα έβγαινα ελεύθερος στην κοινωνία μεταμελημένος και πιο προσεκτικός. Κι ας με κοιτούσαν πλέον όλοι στην πόλη με μισό μάτι. Ίσως και να πήγαινα για λίγο να μείνω κάπου αλλού άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Να χαθούν τα ίχνη μου μέχρι να ξεχαστεί το θέμα.

Αυτά υπολόγιζα να κάνω. Όμως οι τρόφιμοι των φυλακών είναι ηθικά στοιχεία και δεν συγχωρούν τόσο σοβαρά παραπτώματα. Όχι. Στους ανώμαλους δεν χωράει καμία επιείκεια. Στα αποτρόπαια τέρατα της φύσης που είναι τα χειρότερα αποβράσματα της κοινωνίας. Σκέψου να γινόταν στο δικό σου παιδί λένε κι ας έχουν καταδικαστεί για χειρότερα εγκλήματα. Ούτε όμως  έχουν εμπιστοσύνη και στην επίσημη δικαιοσύνη στους νόμους και στα ψηφίσματα του κράτους. Γι’ αυτό και κάποιες φορές παίρνουν οι ίδιοι τον νόμο στα χέρια τους. Μόνο αυτοί που έχουν φάει τη ζωή με το κουτάλι ξέρουν να δικάζουν και να τιμωρούν. Με λίντσαραν και με σοδόμισαν με βαναυσότητα για συμμόρφωση και παραδειγματισμό. Οι δεσμοφύλακες καθόντουσαν παραδίπλα κι έκαναν τα στραβά μάτια. Για να συνέλθω έμεινα κάμποσο καιρό στο νοσοκομείο. Το θέμα δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις ούτε καν στα ψιλά των εφημερίδων. Φήμες μόνο κυκλοφόρησαν από άλλους κρατούμενους ανυπόστατες και αδιευκρίνιστες που όμως ουδέποτε επαληθεύτηκαν. Όταν ρωτήθηκε σχετικά ο διευθυντής των φυλακών διέψευσε το γεγονός. Ήταν κατηγορηματικός. Δεν βρισκόμαστε πλέον στον μεσαίωνα. Δεν γίνονται τέτοια βάρβαρα βασανιστήρια σήμερα. Είναι όλα συκοφαντίες και ψέματα. Στις φυλακές μας επικρατεί πλήρης τάξη και πειθαρχία. Ούτε καν ένορκη διοικητική εξέταση δεν διατάχθηκε να γίνει. Όχι ότι θα έβγαζε κάποιο πόρισμα της προκοπής. Έστω μόνο για τα μάτια του κόσμου.  

Δυστυχώς η συγκεκριμένη υπόθεση παιδοφιλίας δεν εκδικάστηκε ποτέ. Έκλεισε γρήγορα και μπήκε κατ’ ευθείαν στο αρχείο. Μετά από λίγο καιρό εγώ ο παιδόφιλος βιαστής βρέθηκα μέσα στο κελί μου απαγχονισμένος με σκοινί γύρω απ’ το λαιμό. Δεν αποδείχθηκε αν ήταν αυτοκτονία ή δολοφονία. Ούτε βρέθηκε κάποιο σημείωμα που ίσως θα εξηγούσε τους λόγους της απονενοημένης μου πράξης.  Η αποτρόπαιη φωτογραφία μου φιγουράρισε ξανά στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και στα τηλεοπτικά δελτία των ειδήσεων. Κρεμάστηκε απ’ τις τύψεις είπαν οι σοφοί δημοσιογράφοι που τα ξέρουν όλα και οι αρμόδιες αρχές βιάστηκαν να συμφωνήσουν επαυξάνοντας. Στην μικρή πόλη κανείς από όσους με γνώριζαν δεν βγήκε να μιλήσει ούτε για τα θετικά μου ούτε για τα αρνητικά μου μάλλον από σεβασμό στο νεκρό μου. Μόνο μια γριούλα γειτόνισσα ενενήντα χρονών με οργωμένο πρόσωπο και καμπουριασμένη πλάτη που γνώριζε την οικογένειά μου κι εμένα τον ίδιο από μικρό. Ήταν καλό παιδί αλλά άτυχο είπε. Θεός σχωρέστον. Τουλάχιστον εκείνη μου έδωσε κάποια ελαφρυντικά.  

Το άψυχο σώμα το ταλαίπωρο κορμί το θλιβερό σαρκίο πετάχτηκε στα αζήτητα του νεκροτομείου και κανείς δεν έμαθε ποιος το πήρε από εκεί.  Δεν έγινε τελετή ταφής ούτε κλάφτηκα από κανέναν. Απλά πετάχτηκα στον μεγάλο  κοινόχρηστο λάκκο και σκεπάστηκα απ’ το σκληρό χώμα. Θάφτηκα χωρίς κόσμο ψαλμωδίες και παπάδες. Και ούτε μαθεύτηκε ποτέ ποιος δημοσίευσε την αγγελία του θανάτου μου στην προτελευταία σελίδα των τοπικών εφημερίδων μαζί με τη φωτογραφία μου. Να τους κοιτάζω όλους αυστηρός βλοσυρός και θυμωμένος. Στα εξήντα μου χρόνια.  

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

ΔΕΥΤΕΡΗ ΖΩΗ

Συχνά στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη και παρατηρούσα τον εαυτό μου. Ήταν ολοφάνερο ότι είχα αρχίσει να της μοιάζω. Έτσι γινόμασταν πάλι δύο μέσα στο άδειο σπίτι. Μάλιστα καμιά φορά πιάναμε και την κουβέντα. Όπως κι όταν ερχόταν στα όνειρά μου και γλύκαινε τον ύπνο μου. Όμως η πραγματική παρηγοριά ήταν οι αναμνήσεις μου. Τώρα μπορεί να γερνούσα ολομόναχος μα δεν είχα παράπονο. Περάσαμε οι δυο μας μια πολύ όμορφη ζωή. Πάνω από πενήντα χρόνια μαζί ήμασταν αχώριστοι χωρίς ζηλοτυπίες και ανώφελους περισπασμούς από τρίτους.

Γνωριζόμασταν από μικρά παιδιά και μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Πήγαμε στο ίδιο σχολείο κι έπειτα στο ίδιο πανεπιστήμιο. Παντού οι δυο μας κι απέναντί μας είχαμε τον κόσμο ολόκληρο. Φιλία πόθος έρωτας αγάπη. Ανεβήκαμε με επιτυχία όλα τα σκαλοπάτια της ευτυχίας. Σκαρφαλώσαμε στην κορυφή του βουνού δίχως πολλές αναποδιές και δυσκολίες. Αργήσαμε να παντρευτούμε γιατί δεν μας ένοιαζε. Για τους γονείς μας πιο πολύ το κάναμε. Ούτε αποκτήσαμε παιδιά. Δεν θέλαμε ή δεν μπορέσαμε. Δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Έτσι κι αλλιώς οι καιροί είναι δύσκολοι για να φέρνεις ανθρώπους στον κόσμο και να αυξάνεις την δυστυχία του. Είναι σαν να τους ρίχνεις σε κάδο σκουπιδιών.

Μα είχαμε ο ένας τον άλλο. Αυτό μονάχα αρκούσε για να γεμίσει τη ζωή μας και να δώσει νόημα στον κοινό μας βίο. Ερωτευμένοι για μια ολόκληρη ζωή. Κουταβάκι μου με φώναζε εκείνη πάνω στις αγκαλιές και τα χάδια. Μπουμπουκάκι μου εγώ. Παίζαμε και χαιρόμασταν σαν τα τρελά παιδιά. Όμως το λουλούδι μαράθηκε και σάπισε πρόωρα. Εκείνη έφυγε πρώτη. Τώρα έπρεπε να ζήσω μια δεύτερη ζωή δύσκολη μοναξιασμένη και θλιβερή κι όσο αντέξω. Περνάει κατάθλιψη ο έρμος κι όπως πάει στο τέλος θα τρελαθεί. Τέτοια ψιθύριζαν οι φίλοι κι οι γνωστοί όποτε με έβλεπαν να μιλάω μόνος μου στο δρόμο και νόμιζαν ότι δεν τους ακούω. Τους καταλάβαινα. Με λυπόντουσαν μα δεν μπορούσαν και να με βοηθήσουν. Βέβαια πιο πολύ δεν ήθελαν να μπλέξουν μαζί μου. Είχα πλέον απομακρυνθεί απ’ όλους κι απ’ όλα. Είχα γίνει παράξενος μισάνθρωπος δύσκολος. Είχα παραιτηθεί απ’ τη ζωή. Δεν έβρισκα πλέον κανένα νόημα στην ύπαρξή μου.

Ξαφνικά ένα πρωινό καθώς περπατούσα στο δρόμο άκουσα κλαψουρίσματα. Πήγα να δω. Ήταν ένα μικρό μαύρο σκυλάκι σχεδόν νεογέννητο που το ‘χαν πετάξει στον κάδο των απορριμμάτων ανάμεσα σε χαρτόκουτα και πλαστικές σακούλες. Το λυπήθηκα. Το έπιασα προσεκτικά το σκούπισα το καθάρισα από τις βρωμιές και το έβγαλα έξω. Μου σπάραζε την καρδιά το μικρό αυτό πλασματάκι που με κοιτούσε ικετευτικά με τα μικρά λυπημένα του ματάκια. Όταν το χάιδεψα απαλά στη ράχη σταμάτησε να κλαίει κι άρχισε να κουνάει χαρούμενα την ουρά του πέρα δώθε. Γρήγορα είχε παρηγορηθεί. Μα ήταν και πονηρούλης και ήθελε να ζήσει. Χαμογέλασα. Χωρίς πολλή σκέψη αποφάσισα να το κρατήσω και να το υιοθετήσω. Δεν με ένοιαζε αν ήτανε μπάσταρδο ή ράτσας. Πάντως ήταν ομορφούλικο. Έτσι κι αλλιώς δεν ήξερα πολλά πράγματα από σκυλιά ούτε είχα ποτέ μου επαφές με ζώα. Ανέκαθεν ήμουν άνθρωπος της πόλης μα ποτέ δεν είναι αργά. Θα μάθαινα. Πήρα το κουταβάκι αγκαλιά και τράβηξα για το κτηνιατρείο της γειτονιάς. Εκείνη την ώρα περνούσε το σκουπιδιάρικο του δήμου και άδειαζε με κρότο τους πλαστικούς κάδους με τα αποφάγια τα χαρτόκουτα και τις σακούλες των σκουπιδιών.

Από τότε γίναμε αχώριστοι και άρχισε για μένα μια δεύτερη ζωή γεμάτη ομορφιά και αγάπη. Ζήσαμε και γεράσαμε μαζί δίχως πολλές κουβέντες και πάρε δώσε με τα υπόλοιπα πλάσματα του κόσμου. Πλέον δεν μιλούσα μόνος μου στον δρόμο. Είχα μια συντροφιά και κάποιον να φροντίζω. Σε κάποιον να απευθύνομαι για να μην με περνούν οι καλοθελητές για παλαβό. Ένα σκοπό για να σηκώνομαι το πρωί απ’ το κρεβάτι μου και να βγαίνω έξω. Και πάλι η ζωή μου είχε αποκτήσει ένα νόημα. Μα μία μέρα βρήκα τον σκύλο μου πεθαμένο. Όταν τον είδα έβγαλα μία απρόσμενη κραυγή. Μετά άρχισα να κλαίω και να ουρλιάζω σαν μικρό παιδί. Τρόμαξα με τον εαυτό μου. Ούτε στον χαμό της γυναίκας μου δεν είχα κάνει έτσι. Έφυγε στον ύπνο του με τα μάτια κλειστά. Από φυσικά αίτια είπε η κτηνίατρος. Από γεράματα στα δεκαεπτά του χρόνια. Φυσιολογικά θα γινόταν κάποτε. Δεν μπορούσα να το αποφύγω. Εγώ ήμουν ογδόντα ετών πια. Ποτέ δεν είναι αργά για να παρθεί η απόφαση.

Έπρεπε να κάνω κουράγιο και να ξεπεράσω και τούτη την απώλεια μα δεν μπόρεσα. Δεν τα κατάφερα. Για μένα πλέον τίποτα δεν είχε σημασία και ήταν πολύ αργά για να ξεκινήσει την ζωή μου και πάλι από την αρχή. Να μηδενίσω για δεύτερη φορά το κοντέρ. Δεν είχα το κουράγιο και το σθένος που χρειαζόταν. Δεν άντεχα άλλο. Ένιωθα κουρασμένος εξαντλημένος σωστό κουρέλι. Μπήκα στο ασανσέρ κι ανέβηκα στην ταράτσα της εξαώροφης πολυκατοικίας. Με δυσκολία σκαρφάλωσα πάνω στο πεζούλι. Ήταν η τελευταία μου δοκιμασία μα τα κατάφερα. Σύρθηκα μέχρι την άκρη κι έπεσα στο κενό.  

 

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

ΓΙΑ ΚΑΦΕ ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ

Εκείνη έμενε στον πρώτο όροφο στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας κι εγώ στο υπόγειο. Ας το πούμε έτσι αφού είχα το πλεονέκτημα να βγαίνω στον ακάλυπτο από ολόδικιά μου ξεχωριστή πόρτα και να τον έχω για αυλή. Το κομμάτι που μου αναλογούσε το είχα οριοθετήσει αυστηρά με λουλούδια φυτά και γλάστρες. Είχα φτιάξει ένα μικρό κήπο. Ανάμεσά τους οι γάτες και τα ποντίκια κυνηγιόντουσαν παίζοντας κλέφτες κι αστυνόμους με τις γνωστές πάντα τραγικές όσο και ολέθριες συνέπειες. Καμιά φορά εμφανιζόταν και κάνα περιστέρι. Ξεκουραζόταν για λίγο έτρωγε σπόρια απ’ το τσιμέντο και μετά χανόταν ξανά ψηλά στον ουρανό. Όλο το ζωικό βασίλειο της πόλης βρισκόταν στα πόδια μου.

Είχα βγάλει έξω και ένα τραπεζάκι με δύο καρέκλες. Αν και τις περισσότερες φορές σχεδόν πάντα καθόμουν μόνος με το φόβο να μου πέσουν κατακέφαλα απ’ τα μπαλκόνια των επάνω ορόφων ρούχα μπάλες παιχνίδια κιλότες σουτιέν και ότι άλλο ζαρζαβατικό μπορεί κανείς να φανταστεί. Μια φορά είχε σκάσει ακριβώς δίπλα μου ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι γεμάτο με νερό και παραλίγο να μου ανοίξει το κεφάλι. Τους γαμοσταύρισα κανονικά με μπινελίκια και χριστοπαναγίες. Αν και δεν είδα από πού μου ‘ρθε. Πρόλαβαν και κρύφτηκαν οι ξεφτίλες και ούτε μια συγνώμη δεν ζήτησαν. Πάντως από κείνο το απόγευμα όλοι τους γίνανε πιο προσεκτικοί. Υπήρχε άνθρωπος από κάτω. Πλέον το γνώριζαν καλά. Οι καταραμένοι οι γειτόνοι μου. Είμαι ήρεμος άνθρωπος. Μόνο μην πάρω ανάποδες.

Όποτε έβγαινε στο μπαλκόνι της με χαιρετούσε. Συμπαθητική γυναίκα αν και σπασμένη γύρω στα εξηνταπέντε την έκανα μα δούλευε ακόμα σκληρά παλεύοντας για τον επιούσιο. Συναντιόμασταν συχνά στο διάδρομο και στην είσοδο της πολυκατοικίας και αλλάζαμε καλημέρες. Εκείνη πάντα με το ξεσκονόπανο τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα στο χέρι τα σύνεργα της εργασίας και του μεροκάματου. Κάθε τόσο έβγαινε και καθάριζε και τον ακάλυπτο από σκουπίδια και πεσμένα φύλα έπλενε με το λάστιχο το τσιμέντο πότιζε τις γλάστρες. Αν και αυτό ήταν πέρα από τα καθήκοντά της. Όμως αγαπούσε πολύ τα φυτά και τα λουλούδια αλλά και τις γάτες που τάιζε. Έμενε μόνη της όπως κι εγώ. Δεν είχα αντιληφθεί κάποιο άλλο πρόσωπο στη ζωή της ή να δέχεται επισκέψεις από συγγενείς φίλους  και γνωστούς.

Συνήθως το μπαλκόνι της στον πρώτο όροφο έμενε σκοτεινό και έρημο. Ίσως πάλι να είχε κάποια δεύτερη μυστική ζωή και απλά δεν ήθελε να δίνει λαβές για κουτσομπολιά και για σχόλια από τους γείτονες και τους περίοικους. Ποιος ξέρει. Πάντως δεν ήξερα τίποτα για κείνη. Δυο τυπικές κουβέντες είχαμε ανταλλάξει όλες κι όλες πιο πολύ από ευγένεια. Από την άλλη ντρεπόμουν να ρωτήσω τον διαχειριστή μας ένα ξερακιανό καλόβολο και κοτσονάτο γεροντάκι μη μπουν περίεργες και πονηρές ιδέες στο έμπειρο μυαλουδάκι του. Βέβαια ήταν σοβαρός και μετρημένος άνθρωπος μικροαστός παλαιάς κοπής. Δεν φαινόταν για κουτσομπόλης μα πλέον η ζωή με είχε διδάξει να φυλάγομαι απ’ τις κακοτοπιές να προσέχω και να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα. Είχα γίνει με όλους πολύ καχύποπτος σε βαθμό παράνοιας μα δεν είχα κι άδικο. Κάθε στιγμή μπορεί να σου την φέρουν πισώπλατα.

Τελευταία η κυρία κατέβαινε συχνά στον ακάλυπτο και φρόντιζε ένα μικρό ολομόναχο ασπρόμαυρο γατάκι που το είχε παρατήσει η μάνα του. Το κακόμοιρο φαινόταν άρρωστο δίχως ζωντάνια και κέφι για παιχνίδι και ζωή. Του έβαζε νερό και τροφή και του χάιδευε στοργικά το κεφαλάκι. Μια πραγματική συμπόνια φαινόταν στο κουρασμένο και ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Του είχε φτιάξει και ένα μικρό σπιτάκι από σκληρό χαρτόνι για να προστατεύεται από τη βροχή και το κρύο. Του είχε βάλει μέσα και μια μικρή κουβέρτα. Με τον καιρό το πλασματάκι πήγαινε καλύτερα κι έπαιρνε τα πάνω του. Η υγεία του βελτιωνόταν όπως και η διάθεσή του για αταξίες και ζαβολιές. Η καθαρίστρια το έβλεπε και χαιρόταν. Μου είχε πει να έχω κι εγώ το νου μου. Να προσέχω μη το πειράξει καμιά μεγαλύτερη γάτα. Ήταν εύκολος στόχος. Το είχα έγνοια μέχρι που μια μέρα το γατάκι εξαφανίστηκε και δεν ξαναφάνηκε.

Εκείνη ήταν απαρηγόρητη. Το μυαλό της πήγε αμέσως στο κακό. Ότι το έρμο ψόφησε ή με κάποιο τρόπο βγήκε στο δρόμο και το πάτησε κάποιο αυτοκίνητο. Μάταια το αναζήτησε στη γειτονιά και τη γύρω περιοχή. Έψαξε και στους κάδους απορριμμάτων μα δεν το βρήκε πουθενά ούτε ζωντανό ούτε πεθαμένο. Αν το έβλεπε κάπου σίγουρα θα το αναγνώριζε. Έπρεπε να το είχε πάρει στο διαμέρισμά της μονολογούσε. Εκεί θα ήταν πιο ασφαλές. Ή να το πάει στον κτηνίατρο μα δεν τις περίσσευαν τα χρήματα. Την λυπήθηκα την κακομοίρα. Φαινόταν πολύ στενοχωρημένη. Προσπάθησα να την παρηγορήσω. Να τις δώσω ελπίδες ότι ζει. Ότι είναι μια χαρά και έχει επιστρέψει στους δικούς του. Διαφορετικά κάπου θα το είχε πετύχει. Πάντως εκείνη είχε κάνει το καθήκον της και ότι καλύτερο μπορούσε. Γι’ αυτό και έπρεπε να έχει τη συνείδησή της ήσυχη. Με ευχαρίστησε για τα καλά μου λόγια και μου έπιασε το χέρι σφιχτά. Τα μάτια της ήταν υγρά και κόκκινα. Σίγουρα το αγαπούσε πολύ. Σαν παιδί της.

Από τότε κατέβαινε συχνά τα απογεύματα στον ακάλυπτο. Τάιζε τις άλλες γάτες και κατόπιν της έφτιαχνα καφέ και κουβεντιάζαμε. Όμως το μάτι της ήταν πάντα ανήσυχο γεμάτο αγωνία κοιτάζοντας τριγύρω μη και φανεί το μικρό γατάκι. Δεν μπορούσε να το ξεχάσει. Να το βγάλει απ’ το μυαλό της. Συνήθως λέγαμε χαζομάρες για να περάσει η ώρα. Συνηθισμένα πράγματα για τον καιρό την πολιτική και την ακρίβεια της αγοράς. Σχολιάζαμε την επικαιρότητα μέχρι να σκοτεινιάσει να κουραστούμε και απ’ την πάρλα και να πάμε στα σπίτια μας να κοιμηθούμε. Ειδικά εγώ που ήμουν αργόσχολος και βαριόμουνα τη ζωή μου κι εκείνη την εποχή έκανα τις κλειστές μου απέχοντας από τσάρκες και νυχτοπερπατήματα. Είχα σταματήσει τις βραδινές εξόδους και την κοινωνική ζωή γενικότερα. Είχα γίνει σπιτόγατος. Είχα βαρεθεί τα πάντα και δεν είχα όρεξη για τίποτα. Πιο πολύ μιλούσε εκείνη. Εγώ απλώς άκουγα. Φαινόταν έξυπνη και καπάτσα γυναίκα περπατημένη στη ζωή που δύσκολα μπορούσες να την γελάσεις. Διαβόλου κάλτσα.

Είχε και την πλάκα της όταν γινόταν πολύ παραστατική κουτσομπολεύοντας τους γειτόνους και τους άλλους ένοικους της πολυκατοικίας πάντα καλοπροαίρετα. Γνώριζε πρόσωπα και πράγματα με λεπτομέρειες αν και συνήθως δεν ήθελε να τους εκθέτει. Άγνωστο πώς τα ήξερε όλα αυτά. Υπήρχαν και στιγμές που γελούσαμε με την ψυχή μας. Πάντως φαινόταν καλή ψυχή. Για μένα και για τα προσωπικά μου δεν με είχε ρωτήσει τίποτα. Αν δουλεύω ή αν έχω οικογένεια. Το γεγονός αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ίσως φοβόταν μη την παρεξηγήσω. Μα κι εγώ απέναντί της ήμουν εξίσου προσεχτικός και πολύ διακριτικός. Δεν τις έκανα δύσκολες ερωτήσεις παρόλο που με έτρωγε η περιέργεια. Ας μέναμε δυο γνωστοί άγνωστοι. Άλλη μια ρηχή και επιφανειακή γνωριμία όπως τόσες άλλες  και μάλιστα οι περισσότερες. Και τι έγινε. Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. Μέχρι που ένα σαββατιάτικο απόγευμα ποιος ξέρει γιατί τι την έπιασε και τι έπαθε μου τα ξεφούρνισε η ίδια χωρίς να την προκαλέσω και να την τσιγκλήσω.

Η καταγωγή της ήταν από ένα χωριό της περιοχής μα έφυγε από μικρή για να αναζητήσει τη μοίρα της αρχικά εδώ στη μικρή μας επαρχιακή πόλη κι ύστερα στην πρωτεύουσα όπου έμενε μια ξαδέρφη της μάνας της. Ήταν δραστήρια κοπέλα και δεν την χωρούσε ο τόπος μα δεν είχε τα κατάλληλα εφόδια να προκόψει. Κουτσά στραβά κατάφερε να τελειώσει το δημοτικό αν και ήταν ξύπνια και τα έπαιρνε τα γράμματα μα δεν βοηθούσαν οι περιστάσεις να συνεχίσει. Να σπούδαζε και να γινόταν τουλάχιστον δασκάλα ή νοσοκόμα. Αυτά ήταν τα όνειρά της τότε. Δούλεψε σαν κλωστηρού σε διάφορα εργοστάσια αλλά και σαν υπηρέτρια σε σπίτια με τις τραγικές και ολέθριες πάντα συνέπειες. Όλοι ήθελαν να την εκμεταλλευτούν και να κάνουν τη δουλειά τους. Την έβλεπαν απλά σαν μια τρύπα περιωπής και τίποτα περισσότερο. Ήταν πολύ όμορφη στα νιάτα της. Από παντού αναγκαζόταν να φύγει. Ακόμα κι από τη θεια που την είχε περιμαζέψει τον πρώτο καιρό αν και δεν μου εξήγησε το λόγο.

 Αναγκαστικά την τράβηξε η νύχτα που είχε περισσότερα λεφτά. Εκεί τουλάχιστον την γαμούσαν μα και την πλήρωναν καλά. Και ήταν πάντα μόνη και ανεξάρτητη κυρία του εαυτού της δίχως νταβατζήδες αγαπητικούς φοροεισπράκτορες προστάτες τσατσάδες και λοιπούς ενοχλητικούς μεσάζοντες. Δούλεψε στα καμπαρέ και στα μπαρ του μεγάλου λιμανιού με ντόπιους αλλά και με ξένους. Έβγαλε καλά λεφτά που τα κράτησε και αγόρασε αυτό εδώ το διαμέρισμα. Δεν έμπλεξε με ουσίες. Μόνο το κάπνισμα έχει για παρηγοριά. Πίνει και λίγο κρασάκι να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Μια δυο φορές έμεινε έγκυος μα δεν τα κράτησε τα παιδιά και δεν το μετάνιωσε. Δεν έκανε για μάνα και δεν ήθελε να βασανιστούν όπως εκείνη. Τουλάχιστον γνώριζε καλά τον εαυτό της. Είχε αποφασίσει να βγάλει πέρα τη ζωή της ολομόναχη όσο άντεχε και μπορούσε. Κατόπιν όταν μεγάλωσε και πέρασε η μπογιά της ξέπεσε στα μπορντέλα και  στα λαϊκά πορνεία τρίτης και βάλε κατηγορίας. Τώρα έχει αποσυρθεί από όλα αυτά και είναι μία απλή καθαρίστρια. Κανείς δεν γνωρίζει το ύποπτο παρελθόν της. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων μέσα στην πρωτεύουσα. Τούτη την μεγάλη πόλη που όλα τα ρουφά και όλα τα καταπίνει.

Δεν ξέρω γιατί μου τα εξομολογήθηκε όλα αυτά. Πάντως όχι απλά για να περάσει η ώρα. Ίσως να την πνίγανε. Να ήθελε κάπου να τα πει και να ξαλαφρώσει. Να τα βγάλει από μέσα της. Να τα ξεφορτωθεί. Και εμπιστεύτηκε εμένα αν και της ήμουν ένας άγνωστος και δεν ήξερε τίποτα για τη ζωή μου και για το δικό μου ύποπτο και πονηρό παρελθόν. Πήρε το ρίσκο που της αναλογούσε και δεν φοβήθηκε μην την προδώσω. Μη γελάσω με τα χάλια της. Μην την εκβιάσω και εκμεταλλευτώ την στιγμιαία αδυναμία της. Φταίει που όταν σουρουπώνει η μοναξιά και η απελπισία φουσκώνει και γίνεται τσουνάμι και σε πνίγει. Τότε που όλες οι ματαιωμένες ελπίδες και προσδοκίες σου επιστρέφουν σε βαραίνουν και πλακώνουν το στήθος σου μέχρι ασφυξίας κι είσαι έτοιμος να σκάσεις. Τότε είσαι ευάλωτος και απροστάτευτος και η ζωή σε πάει εκεί που θέλει αυτή χωρίς να σε ρωτήσει. Είσαι απλά ένα πεσμένο κίτρινο φυλλαράκι έρμαιο του παλιόκαιρου των βροχών και των ανέμων. Του άγριου χειμώνα που έρχεται. Μέχρι να θρυμματιστείς και να λιώσεις ή να σε σαρώσει η σκούπα κάποιου ευσυνείδητου οδοκαθαριστή με κίτρινο γιλέκο. Η μοίρα σου είναι προδιαγεγραμμένη. Αποκλείεται να γλυτώσεις. Είσαι ένα άχρηστο σκουπιδάκι του δρόμου. Μάταια ελπίζεις και απορείς.     

Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Μου πρότεινε να ανέβουμε στο διαμέρισμά της να μου κάνει το τραπέζι με ότι πρόχειρο βρισκόταν απ’ το μεσημέρι. Ένιωθε υποχρεωμένη για τους τόσους καφέδες που της είχα φτιάξει και είχαμε πιει. Ήθελε να ανταποδώσει είπε. Ίσως και γιατί κάθισα και την άκουσα με τόση υπομονή και κατανόηση. Που με φόρτωσε με τα δικά της βάσανα τα περασμένα μα όχι και λησμονημένα. Δέχτηκα. Δεν ήθελα να της χαλάσω το χατίρι. Ανεβήκαμε πάνω. Το σπίτι της ήταν ένα μικρό δυαράκι ζεστό λιτό και τακτοποιημένο μόνο με τα απαραίτητα. Παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν καθόλου φωτογραφίες. Μόνο κάποια κάδρα στους τοίχους. Ήταν χαρούμενη. Χαμογελούσε κι έλαμπε το πρόσωπό της που μετά από πολύ καιρό έμπαινε ένας άνθρωπος στο σπίτι της. Έστρωσε το τραπέζι και φάγαμε. Ήπιαμε κρασί και καπνίσαμε. Χαζέψαμε στην τηλεόραση μια κεφλίδικη εκπομπή με τραγούδια. Κουρασμένοι και ζαλισμένοι πέσαμε για ύπνο και κοιμηθήκαμε μαζί. Εκείνη μου το ζήτησε. Θα ήταν αγένεια ανανδρία και απανθρωπιά να της το αρνηθώ. Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε πρώτη. Έφτιαξε καφέ και μου τον έφερε στο κρεβάτι μαζί με μια ζεστή καλημέρα.   

Συνεχίσαμε κάθε τόσο να βρισκόμαστε στο σπίτι της συνήθως τα σαββατόβραδα γιατί την άλλη μέρα δεν δούλευε και δεν είχε να ξυπνήσει νωρίς. Μια δυο φορές την κατέβασα και της έδειξα και το δικό μου υπόγειο κελί. Παραδόξως της άρεσε. Κάθε απόγευμα συνεχίσαμε να πίνουμε ήσυχα τον καφέ μας στον ακάλυπτο ανάμεσα στα φυτά τις γλάστρες και τα λουλούδια. Είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που εξαφανίστηκε το μικρό ασπρόμαυρο γατάκι. Το είχαμε σχεδόν ξεχάσει όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μας σαν φάντης μπαστούνι. Είχε μεγαλώσει και είχε γίνει μια όμορφη γατούλα. Σαν να μας αναγνώρισε ήρθε κοντά μας και άρχισε να τρίβεται στα πόδια μας. Η καθαρίστρια το πήρε στην αγκαλιά της κόλλησε το πρόσωπό της στη μούρη του και άρχισε να το χαϊδεύει.    

 

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Χτύπησε το κουδούνι μια φορά μόνο και μετά σιωπή. Μόλις είχα βγει απ’ το μπάνιο και ασχολιόμουν με τις τρίχες μου. Περιποίηση μανικιούρ πεντικιούρ που λένε και οι κυρίες. Φόρεσα κάτι πάνω μου και άνοιξα την πόρτα. Ήταν η διπλανή. Το αριστερό της μάτι κοιτούσε στο Θεό και χαμογελούσε. Ήθελε λίγη ζάχαρη. Αυτή την ώρα η γιαγιά έχει φάει για μεσημέρι έχει πάρει τα χάπια της και κοιμάται. Έτσι ξεκλέβει λίγο χρόνο για μια επίσκεψη στο γείτονα. Η ζάχαρη είναι συνήθως η πρόφαση. Μάλλον με συμπαθεί. Έτσι κι αλλιώς τον καφέ της σκέτο τον πίνει. Την άφησα να περάσει. Δεν δέχομαι επισκέψεις στο χώρο μου. Αποτελεί άβατο. Για αυτήν κάνω μία εξαίρεση. Εδώ μέσα η σκόνη πάει σύννεφο μα τουλάχιστον υπάρχει τάξη και οργάνωση. Συμφωνεί και μου προτείνει να το καθαρίσει. Δεν θέλω λεφτά ούτε να πληρωθώ σε είδος λέει και λιγώνεται στα γέλια. Της αρνούμαι ευγενικά. Μου αρέσει έτσι όπως είναι. Επιπλέον δεν θέλω να αποκτήσει και δικαιώματα.

Έφτιαξα καφέ ανάψαμε τσιγάρο και καθίσαμε στο μπαλκόνι μήπως και ακούσει κάνα περίεργο θόρυβο από δίπλα. Έχει την έγνοια της ηλικιωμένης που φροντίζει. Από κάτω ο πεζόδρομος είναι άδειος και τα μαγαζιά κλειστά. Τέτοια ώρα μόνο οι καφετέριες είναι ανοικτές και το περίπτερο στη γωνία. Ανησυχεί. Η γριούλα δεν πάει καλά. Κοντεύει τα ενενήντα βέβαια. Έχει και χίλια δυο προβλήματα. Φοβάται ότι θα τα κακαρώσει και θα μείνει πάλι χωρίς δουλειά. Παίρνει καλό μηνιάτικο. Επιπλέον τρώει και κοιμάται τσάμπα. Δεν έχει παράπονο. Η γριά δεν είναι περίεργη. Δεν έχει ιδιοτροπίες. Καλόβολος και γλυκός άνθρωπος. Μην ανησυχείς. Αν χρειαστεί σε φιλοξενώ εγώ. Της το είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου και γελάσαμε. Πάντως είναι γεγονός ότι μεγαλώνω και χρειάζομαι έναν άνθρωπο δίπλα μου. Καλή και άγια η ελευθερία αλλά έρχονται και γεράματα. Αρρώστιες ανημπόριες και ανασφάλειες πλησιάζουν επικίνδυνα με βήμα ταχύ. Κι ο φόβος του έρημου θανάτου δίχως ένα χέρι να σε κρατάει. Αυτή μάλλον είναι λίγο μικρότερή μου. Εντάξει. Δεν είναι όμορφη αλλά και τι έγινε. Λίγο γκαβή  και κοκαλιάρα. Πίνει και καπνίζει πολύ μα είναι καλή πονεμένη και συμπονετικιά. Ότι πρέπει για νοσοκόμα. Πάντα χρειάζεσαι μια γυναίκα για να σε γεννήσει και μια άλλη να σου κλείσει τα μάτια. Ενδιάμεσα βολοδέρνεις μέσα στο χάος.

Την πρώτη φορά που την αντίκρισα ήρθα σε δύσκολη θέση. Ήταν στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς που με είδε να χώνω στην τσέπη ένα κουτί με καπότες. Όχι ότι δεν είχα χρήματα ούτε και τις είχα απόλυτη ανάγκη.  Έτσι κι αλλιώς σπάνια έβαζα προφυλαχτικό γιατί μου ‘πεφτε αμέσως. Εξυπηρετούσα όμως άλλους. Κάνα γνωστό  κάνα φίλο κάνα γκόμενο. Ευτυχώς μέχρι σήμερα την είχα βγάλει καθαρή. Ούτε έιτζ ούτε ηπατίτιδες μόνο κάτι βλεννόρροιες και κάτι ουρηθρίτιδες είχα κολλήσει. Ψιλοπράγματα δηλαδή. Έπαιρνα μια αντιβίωση και σε καμιά βδομάδα ήμουνα και πάλι περδίκι ενεργός έτοιμος για νέες περιπέτειες και ξανά προς τη δόξα τραβούσα.  Έτσι κι αλλιώς κόντευα πλέον τα εξήντα και είχα ηρεμήσει κάπως. Όταν βγήκαμε απ’ το κατάστημα με πλησίασε και μου χαμογέλασε. Κλέβουμε λοιπόν τους καπιτάλες ρώτησε πονηρά και μου ‘κλεισε το μάτι. Θρασύτατη η μαντάμ λες και μ’ ήξερε κι από χτες. Όμως τι να ‘κανα. Της χαμογέλασα κι εγώ κάπως ένοχα. Πρώτη φορά με πιάνανε στα πράσα. Δεν ήταν αυτό που φανταζόταν. Μου άρεσε που και που να κλέβω μαγαζιά. Δεν φοβόμουν τις κάμερες και τους σεκιουριτάδες μα δεν το έκανα ούτε από ιδεολογία ούτε και από σύστημα.

Δεν ήμουν κλεπτομανής ούτε αντιεξουσιαστής. Απλά μου την έδινε έτσι απότομα χωρίς να το έχω προσχεδιάσει απλά και μόνο για παιχνίδι και το σασπένς. Έτσι κι αλλιώς πάντα έπαιρνα και άλλα πράγματα. Περνούσα κανονικά απ’ το ταμείο και πλήρωνα και οι υπάλληλοι μ’ ευχαριστούσαν ευγενικά. Κατά βάθος λοιπόν ήμουν ένας συνηθισμένος πελάτης. Μόνο λίγο ζιζάνιο. Ένα σκανταλιάρικο παιδί που του άρεσε κάθε τόσο να κάνει και μια αταξία έτσι για πλάκα. Και κάπως θαρραλέο βέβαια που δεν φοβόταν μην το πιάσουν και ρεζιλευτεί. Όμως εκείνη τη φορά είχα σοβαρή δικαιολογία. Μου είχαν φανεί κάπως ακριβές οι καπότες. Τσιμπημένη τιμή για έξι πλαστικά σακουλάκια. Η αδικία έπρεπε να αποκατασταθεί αμέσως. Όμως δεν της το είπα. Τις χρειάζομαι γιατί είμαι σεξομανής δικαιολογήθηκα και γελάσαμε δυνατά. Δεν πειράζει. Κι γω τους κλέβω καμιά φορά. Δεν έχουν ανάγκη αυτοί. Βγάζουν λεφτά με τη σέσουλα. Δεν θα τους λείψουν. Σωστή και φιλοσοφημένη η κυρία και πάντα με το δίκιο του αδύναμου. Δεν είχε πιάσει ακόμα δουλειά στη γριά. Μετά από μια βδομάδα μου χτύπησε την πόρτα για λίγη ζάχαρη. Κοιταχτήκαμε με έκπληξή και βάλαμε τα γέλια ξανά.

Είχε δίκιο. Η γριούλα μετά από ένα μήνα τα κακάρωσε. Τα τίναξε τα πέταλα και η κόρη της είπε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει το διαμέρισμα. Δεν την χρειαζότανε πια. Της πλήρωσε το τελευταίο μηνιάτικο και της έδωσε ένα μήνα προθεσμία να της αδειάσει τη γωνιά. Δεν είχα πρόβλημα να την φιλοξενήσω. Τουλάχιστον μέχρι να βρει μια λύση. Το διαμέρισμα ήταν δυάρι. Θα βολευότανε στον καναπέ του σαλονιού. Καθάρισε σκούπισε σφουγγάρισε και γίνανε όλα λαμπίκο. Ακόμα και το μπαλκόνι έπλυνε και άστραψε. Μάλιστα αγόρασε τρεις γλάστρες και μια ζαρντινιέρα να το ομορφύνει κάπως. Φύτεψε κάλες ορχιδέες και μαύρα τριαντάφυλλα. Ολόκληρο κήπο έφτιαξε. Της άρεσαν τα φυτά και τα λουλούδια. Τα αγαπούσε και τα θαύμαζε που μύριζαν τόσο όμορφα κι από πάνω τα ζήλευε που δεν ένιωθαν ούτε πόνο ούτε θάνατο. Πρωί μεσημέρι βράδυ τα πότιζε τα χάιδευε και τους μιλούσε. Εγώ δεν ήξερα απ’ αυτά μα δεν είχα πρόβλημα. Μου άρεσαν όπως τα είχε φτιάξει. Ήταν μαστόρισσα. Έπιαναν τα χέρια της. Μόνο ζώα δεν ήθελα στο σπίτι μα ούτε κι αυτή. Ούτε και τρίτους ανάμεσα στα πόδια μας. Συμφώνησε.  Κι αυτή την ησυχία της ήθελε. Την είχε κουράσει ο κόσμος. Ένα βράδυ χωρίς πολλές εξηγήσεις ήρθε και ξάπλωσε πλάι μου και κάναμε έρωτα. Στο τέλος με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και με αγκάλιασε σφιχτά. Μπορεί και να μ’ αγαπούσε. Εγώ δεν ξέρω. Την πόναγα όμως και την λυπόμουν. Ήταν καλός άνθρωπος και βασανισμένος. Από κείνο το βράδυ κοιμόμασταν μαζί. Δεν ήταν ανάγκη να ψάχνει για άλλο σπίτι της είπα. Μου χαμογέλασε και μου χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά. Όπως έκανε τα πολύ παλιά χρόνια η μάνα μου.

Εδώ και πολύ καιρό είχαν τελειώσει τα έτοιμα και τα ‘φερνα δύσκολα πέρα. Δεν τα είχα υπολογίσει καλά. Αποδείχτηκα επιρρεπής στη ντόλτσε βίτα και τη χλίδα μα και ψυχοπονιάρης κάνοντας κάποιες γενναίες πάσες σε φίλους και γνωστούς που είχανε ανάγκη. Δανεικά και αγύριστα που λένε. Εντάξει. Για ένα διάστημα είχα μπλέξει και με το τζόγο. Όχι χοντρά πράγματα μα δεν είχα την εύνοια της τύχης κι έχασα αρκετά. Και μ’ όλα αυτά μια μέρα ξύπνησα και ήμουν άφραγκος. Ταπί και ψύχραιμος. Μα δεν μ’ ένοιαζε. Είχα περάσει ζωή χαρισάμενη.  Αναγκάστηκα να δουλέψω πάλι υπάλληλος από δω κι από κει με τρεις κι εξήντα που άλλοτε μου τις δίνανε κι άλλοτε όχι. Μα κι εγώ δεν καθόμουνα με σταυρωμένα χέρια. Τους έκλεβα κανονικά και με τον νόμο.  Όσο μπορούσα. Μέχρι που το παίρνανε χαμπάρι. Κάτι ψυλλιαζόντουσαν και με ‘διωχναν με τις κλωτσιές. Δεν μ’ ένοιαζε. Ούτε τύψεις ούτε ενοχές είχα. Όπως μου φερόντουσαν τους φερόμουνα. Δίκαια πράγματα.

Και το καταχάρηκα όταν ένα βράδυ στο βενζινάδικο που δούλευα τρεις μασκοφόροι μου πήρανε όλες τις εισπράξεις. Δεν έφερα καμιά αντίσταση. Μάλιστα τους χαμογέλασα και τους έκλεισα συνωμοτικά το μάτι. Πρέπει να χάρηκαν και να με θεώρησαν δικό τους γιατί φεύγοντας μου έχωσαν στην τσέπη ένα καλό πουρμπουάρ στα κρυφά μην μας πάρουν είδηση οι κάμερες. Τους ευχαρίστησα και τους είπα να προσέχουν. Δεν τους ήξερα ούτε αναγνώρισα κάποιον απ’ αυτούς. Μπορεί να ήταν τα μεγαλύτερα καθάρματα και οι πιο στυγνοί εγκληματίες. Εμένα όμως του κακόμοιρου και ταλαίπωρου υπάλληλου μου φερθήκανε σπαθί. Όταν το έμαθε το αφεντικό πήγε να πάθει συγκοπή απ’ το κακό του. Ήταν ένα κάθαρμα που δεν ήξερε τι είχε. Την άλλη μέρα με απέλυσε λες κι εγώ έφταιγα για την κακοτυχία του. Έπρεπε λέει να αντισταθώ και να φωνάξω βοήθεια. Να κάνω κάτι. Μουρλός ήταν. Δεν σφάξανε. Τρεις κάννες με σημάδευαν. Ίσως πάλι να με υποψιαζόταν για συνεργάτη τους. Ποιος ξέρει. Τον έβρισα τον έφτυσα κι έφυγα. Όμως το είχα καταχαρεί και μπράβο στα παιδιά. Του άξιζε του παλιόπουστα.

Όταν ήρθε εκείνη στο σπίτι ήμουν πάλι χωρίς δουλειά. Όμως με τάιζε πλουσιοπάροχα το ταμείο ανεργίας. Και όταν με το καλό θα τελείωνε κι αυτό είχα να λαμβάνω το μικρό κοινωνικό επίδομα του τεμπέλη του αχαΐρευτου και του ακαμάτη. Κάτι ήταν κι αυτό. Ευτυχώς μετά από λίγο καιρό μεσολάβησε ο καλός μας διαχειριστής και βρήκε δουλειά ως καθαρίστρια σε μια πολυκατοικία λίγο παρακάτω. Έπλενε σκάλες σφουγγάριζε πατώματα καθάριζε και κάνα διαμέρισμα. Της έφευγε ο πάτος και γύριζε αργά το απόγευμα πτώμα. Της είπα να μην κουράζεται μα δεν είχε πρόβλημα. Άντεχε ακόμα. Δεν την είχαν πάρει δα και τα χρόνια. Χρειαζόμασταν χρήματα μου είπε. Το βράδυ βγαίναμε στη γειτονιά για κάνα ποτό. Αυτή γύριζε σπίτι κι εγώ πήγαινα να περπατήσω για να ξεμουδιάσω λιγάκι. Επέστρεφα αργά τη νύχτα κατάκοπος. Γδυνόμουν και ξάπλωνα πλάι της. Μας άρεσε να κοιμόμαστε ολόγυμνοι και αθώοι όπως μας γέννησε η μάνα μας. Ήταν γυναίκα έξυπνη και περπατημένη. Ίσως κάτι να είχε καταλάβει. Μύριζε το κορμί μου κι έβλεπε τα σημάδια του λαιμού και τα γδαρσίματα στην πλάτη. Τις δαγκωματιές στο μπράτσο και στα κωλομέρια. Όποτε μου δινόταν η πόρνη νύχτα την άρπαζα απ’ τα μαλλιά και το σώμα  μιλούσε. Μαρτυρούσε πάντα την αλήθεια. Μα κείνη έκανε πως δεν άκουγε. Ποτέ δεν με ρώτησε που πήγα και τι έκανα. Της αρκούσε που κάθε φορά επέστρεφα και ξάπλωνα πλάι της. Όταν ξύπναγα την άλλη μέρα αυτή έλειπε. Πάνω στο μαξιλάρι της έβρισκα ένα μαύρο τριαντάφυλλο να μοσχοβολά. 

Ένα βράδυ την είχα ρωτήσει τι έπαθε το μάτι της. Δεν ήταν εκ γενετής βλαμμένο μου είπε. Παλιά είχε μπλέξει με ουσίες και άλλα καργιόλια και πάνω σε ένα καβγά ο τότε γκόμενός της πήγε να της χαρακώσει τη μουσούδα. Αυτή ενστικτωδώς τραβήχτηκε και την πέτυχε στο μάτι. Απ’ αυτό δεν έβλεπε καθόλου μα μικρό το κακό. Είχε συνηθίσει. Δεν την ένοιαζε η εμφάνισή της. Ήταν αυτή που ήταν και σ’ όποιον άρεσε. Μόνο απόφευγε να κοιτάζεται στους καθρέπτες. Στα νιάτα της προτού μπλέξει ήταν πολύ όμορφη σκέτη κούκλα. Μου έδειξε και κάποιες φωτογραφίες. Βέβαια δεν ήθελε να τρομάζει τους ανθρώπους μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Μου μιλούσε βουρκωμένη και έπινε ούζο κατ’ ευθείαν απ’ το μπουκάλι. Απ’ την αρχή είχα καταλάβει ότι είναι αλκοολικιά. Έπινε πολύ και τα μπέρδευε μα ευτυχώς μόνο το βράδυ. Καμιά φορά έπαιρνε και κάνα χάπι. Ήταν ο δικός της τρόπος για να μπορεί να κοιμάται και ν’ αντέχει τις δύσκολες νύχτες. Την πρέζα την είχε κόψει εδώ και πολύ καιρό. Και τις κακές παρέες. Είχε μπει φυλακή για λίγο. Μετά πήγε σε κέντρο αποτοξίνωσης και καθάρισε μα τη μοναξιά πώς να την αντέξεις. Μου χρώσταγε μεγάλη χάρη είπε και μ’ αγκάλιασε σφιχτά.

Ένα πρωί δεν ξύπνησε. Με μάτια ορθάνοιχτα μου χαμογελούσε σφίγγοντας  μέσα στις χούφτες της το χέρι μου μαζί μ’ ένα μαύρο τριαντάφυλλο. Το γυμνό ταλαιπωρημένο της κορμί ήταν ζεστό ακόμα. Και το αριστερό της μάτι ασάλευτο κοιτούσε ψηλά τον ουρανό.  

 

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Η ΠΤΩΣΗ

Το έμαθα απ’ τον νεκροθάφτη. Κατακαλόκαιρο ντάλα ο ήλιος οι δρόμοι άδειοι τα τσιμέντα ζεμάταγαν. Πήγαινα στο καφενείο από την άκρη αργά και βαριεστημένα. Έψαχνα  ίσκιους και σκιές. Λίγη δροσιά μα δεν φυσούσε καθόλου. Ο μουρλός  στη μέση της πλατείας δεν χαμπάριαζε από  καύσωνες. Πλάι στο μπρούτζινο άγαλμα με το παλτό ορθάνοιχτο κατουρούσε τραγουδώντας. Τέτοια χαρά για το ξαλάφρωμα. Και στο χέρι κρατούσε σφιχτά μια μαύρη σακούλα. Έδειχνε κεφάτος. Γελούσε δυνατά και χοροπηδούσε.

  Όμως ήτανε μπελάς και  ήθελα να τον αποφύγω. Χωρίς αποτέλεσμα. Με είδε. Μα κι εμένα τα θέλει ο κώλος μου. Τραβάτε με κι ας κλαίω. Είχε κάνει την ανάγκη του και κουμπωνόταν μέχρι πάνω το λαιμό. Μου φώναξε δυνατά. Κούνησε και τα χέρια του πέρα δώθε.  Προχώρησα προς το κέντρο της πλατείας. Το χέρι μου ασυναίσθητα χώθηκε στη τσέπη ψάχνοντας για τίποτα ψιλά. Ο ήλιος έκαιγε τον σβέρκο μου. Το σκληρό φως με ζάλιζε. Για πολλές κουβέντες δεν είχα όρεξη. Μόλις  πού ‘χα ξυπνήσει και ούτε καφέ δεν είχα πιει  ακόμα. Πήρα μια βαθειά ανάσα κι έβρισα από μέσα μου για την γκαντεμιά που με έδερνε μεσημεριάτικα.

Την έκανε. Φουντάρισε. Φώναζε μες στην τρελή χαρά. Ο φίλος μας έπεσε απ’ τον έκτο όροφο πάνω στο παρκαρισμένο περιπολικό σαν μπόμπα. Η οροφή του οχήματος βούλιαξε και οι μπάτσοι μέσα χεστήκαν απ’ το φόβο τους. Άρχισαν τους χριστούς και τις παναγίες. Μετά κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Τα είχε δει όλα μπροστά στα μάτια του καθαρά και ξάστερα σαν ταινία. Είχε ανέβει στο λόφο και καθόταν δίπλα στο εκκλησάκι. Μασούλαγε πασατέμπους  και χάζευε την πόλη. Ξαφνικά άκουσε κραυγές και ουρλιαχτά. Γύρισε προς τα κει για να δει. Ήταν ωραία κατάδυση. Σκοτεινή ευθύγραμμη και καλοζυγισμένη. Τα χέρια ανοιχτά με το κεφάλι κάτω. Μα πιο πολύ χάρηκε για τους μπάτσους. Το άξιζαν τα μουνόπονα της κοινωνίας.

Τον άκουγα σκεφτικός κι αμίλητος. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον πιστέψω ή όχι. Του ξέφευγαν  συχνά παλαβομάρες του τρελού. Παραμύθια για μεγάλους και διάφορες   ιστορίες του μυαλού. Όμως αυτή τη φορά μου φαινόταν διαφορετικός και πολύ πιστευτός ακόμη και για την κατάστασή του. Θεόμουρλο φρικιό αλλόκοτο πέραν του κόσμου τούτου. Όμως φαινόταν λες και ξαφνικά είχε ξαναβρεί τα λογικά του. Δεν τον ρώτησα λεπτομέρειες. Άναψα δυο τσιγάρα και του έδωσα το ένα. Το πήρε με λαχτάρα και το ρούφηξε μονομιάς. Μου ζήτησε αν έχω και λίγα σπόρια. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου λίγα κέρματα και του τα ‘δωσα. Του άφησα και  το πακέτο με τα τσιγάρα. Το μάτι μου έπεσε στη σακούλα του.  Δυο τσαλαπατημένα περιστέρια κι ένα κατάμαυρο γατάκι με λιωμένο το κεφάλι. Πήγαινε να τα θάψει μου είπε κανονικά με κεριά και με λιβάνια. Είχε μαζί του όλα τα απαραίτητα συμπράγκαλα. Ζωντανά ήταν τα καημένα. Ψυχούλες είχανε.  Δεν έπρεπε να πάνε άκλαυτα. Στο καλό και να μας γράφεις. Μπαμπάκι ο δρόμος σου και να μου την φιλήσεις. Το είπε ψιθυριστά και κάπως βούρκωσε. Μα και σαν να κατάλαβε πού θα πήγαινα. Δεν τον άκουσα. Είχα ήδη πάρει τον ανήφορο για το σπίτι της.

Η πολυκατοικία βρισκόταν ψηλά στον περιφερειακό. Έφτασα μούσκεμα στον ιδρώτα. Το περιπολικό με το βαθούλωμα στην οροφή βρισκόταν ακόμα εκεί έξω από την είσοδο. Ο φρουρός μου ζήτησε ταυτότητα και σημείωσε τα στοιχεία μου. Με ρώτησε πού πηγαίνω και όταν του είπα με κοίταξε περίεργα. Όμως με άφησε να περάσω. Παρ’ όλα τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Στο ρετιρέ πάνω απ’ το διαμέρισμα του φίλου μου έμενε ένας σημαντικός άνθρωπος του τόπου τέως υπουργός  και υψηλόβαθμος δικαστικός. Κάποια νεόκοπη τρομοκρατική οργάνωση ανασκαλεύοντας το ύποπτο παρελθόν του  τον είχε καταδικάσει σε θάνατο. Είχε έρθει και η δική του σειρά. Για τις σημαντικές υπηρεσίες που πρόσφερε στην πατρίδα και στο έθνος  έπρεπε να τιμηθεί κι αυτός  με μια σφαίρα στο κεφάλι έγραφε μεταξύ άλλων η προκήρυξη. Είχε ήδη γίνει μια αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του. Τον φύλαγαν μέρα και νύχτα συνέχεια. Πλησίαζε τα ενενήντα με πολλά προβλήματα υγείας μα γι’ αυτούς ήταν ζήτημα τιμής. Ο επίτιμος αρεοπαγίτης  και πάλαι ποτέ βασικό στέλεχος της ένδοξης χουντικής κυβερνήσεως έπρεπε να πεθάνει στο κρεβάτι του γαλήνια. Καρφί δεν μου καιγόταν. Εγώ ανέβαινα στο διαμέρισμα του φίλου μου και δεν είχα πάρει μαζί μου ούτε νεροπίστολο. Πήγαινα εντελώς άοπλος.

Είχαμε γνωριστεί πριν από πολλά χρόνια στο στρατό. Ήμασταν ίδια σειρά και ηλικία. Όταν τελειώσαμε τη θητεία μας συνεχίσαμε να βρισκόμαστε.  Κρατήσαμε μια επαφή. Ο φίλος μου ήταν γόνος τραπεζίτη κι έπρεπε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Αυτό κι έκανε.  Πρόσφατα μάλιστα είχε γίνει και διευθυντής σε κάποιο κοντινό υποκατάστημα. Αν ήθελα μπορούσε κι εμένα να με βολέψει κάπου μου είχε πει τότε. Είχε τον τρόπο. Όμως εγώ του αρνήθηκα δίχως να του δώσω και πολλές εξηγήσεις. Απλά είχα άλλα σχέδια στο μυαλό μου. Έτσι του είπα. Εκεί στην τράπεζα είχα γνωρίσει και τον νεκροθάφτη. Ήταν ταμίας την περίοδο εκείνη. Έστεκε ακόμα στα καλά του κι έμενε με την μάνα. Μάλιστα πρόσφατα είχε και αρραβωνιαστεί.  Βγαίναμε οι τρεις μας καμιά βόλτα. Παίρναμε και τις κοπέλες μας μαζί. Κάναμε καλή παρέα και γελούσαμε με την ψυχή μας. Είχαμε σχέδια μεγαλόπνοα και όνειρα για το μέλλον. Ήταν ωραία τότε.

Χτύπησα το κουδούνι και εκείνη μου άνοιξε την πόρτα. Κρατούσε στο χέρι το τσιγάρο και τα μάτια της ήταν  κατακόκκινα. Δώσαμε τα χέρια αμήχανα και χλιαρά. Ήτανε μόνη στο σπίτι. Ευτυχώς το παιδί έλειπε  στην αδερφή της για διακοπές. Εκεί περνούσε καλά με τα ξαδέρφια του. Δεν ήξερε ακόμη για τον πατέρα του. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Όλα όπως μου τα είπε ο νεκροθάφτης. Εκείνη δεν ήξερε γιατί το ‘κανε. Ούτε σημείωμα άφησε ούτε όμως και ατύχημα ήταν. Σε ανύποπτη στιγμή μόλις είχε βγει απ’ το μπάνιο τον είδε. Σκαρφαλωμένος στα κάγκελα κοίταζε κάτω το κενό. Του φώναξε ξαφνιασμένη τι πάει να κάνει. Αυτός γύρισε ήρεμα το κεφάλι και της χαμογέλασε. Μετά έπεσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε της είχε δείξει κάποια σημάδια. Αν και είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό δεν μιλούσαν πολύ. Η επικοινωνία τους περιοριζόταν στα απολύτως αναγκαία και πιο πολύ γύρω απ’ το παιδί. Έτσι κι αλλιώς αυτός έλειπε συνέχεια απ’ το σπίτι. Εργαζόταν πολλές ώρες ειδικά από τότε που έγινε διευθυντής. Ούτε έρωτα κάνανε πια καιρό τώρα. Μιλούσε διακεκομμένα με αναφιλητά και σφιγμένες γροθιές.  Κάθε τόσο μ’ ένα χαρτομάντιλο σκούπιζε τη μύτη της. Εγώ καθόμουν απέναντί της και άκουγα με προσοχή. Δεν μιλούσα καθόλου. Και τι να της έλεγα. Κάθε τόσο κουνούσα με συγκατάβαση το κεφάλι μου. Είχα χρόνια να την δω μα δεν είχε αλλάξει πολύ από τότε. Ήταν όμορφη ακόμα.

Η παρέα διαλύθηκε μόλις εκδηλώθηκε το πρόβλημα του νεκροθάφτη. Τον διώξανε απ’ την τράπεζα και μετά από λίγο έχασε και την μάνα του. Τότε η κατάστασή του χειροτέρεψε δραματικά. Εκείνη χωρίς πολλές εξηγήσεις τον παράτησε και σχεδόν αμέσως μετά από τρεις μήνες  παντρεύτηκε τον άλλον. Κι ήταν ήδη έγκυος. Ανέκαθεν οι πέφτουλες μου ‘φερναν αναγούλα κι ήμουν έτοιμος να ξεράσω πάνω στα μούτρα τους. Με απωθούσαν και πιο συγκεκριμένα τους σιχαινόμουνα. Φίλος να σου πετύχει. Του έριξα μια ροχάλα στα μούτρα και δεν τον ξαναείδα. Έκοψα μαζί του κάθε παρτίδα. Και μια δυο φορές που τρακάραμε τυχαία στο δρόμο δεν μιλήσαμε.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνεται πίσω απ’ τον πράσινο λόφο. Στο μπαλκόνι εκεί ψηλά στον έκτο φύσαγε δροσερό αεράκι. Στην διπλανή πολυκατοικία ένας νεαρός γύρω στα είκοσι πότιζε τις γλάστρες. Κάποια στιγμή μας χαμογέλασε και είπε καλησπέρα. Του ανταποδώσαμε. Εγώ κάπνιζα και έπινα τον δεύτερο καφέ. Εκείνη ήρεμη πλέον χάζευε μακριά την τσιμεντούπολη. Ξαφνικά με ρώτησε γιατί την απόρριψα τότε και της είπα όχι. Το είπε με παράπονο και της απάντησα αμέσως κάπως τσαντισμένος. Εγώ δεν είμαι πέφτουλας. Σέβομαι τους φίλους και το κρασί που πίνουμε παρέα. Δεν μπερδεύω τα πράγματα. Μου αρέσουν οι καθαρές εξηγήσεις. Ούτε μυστικά ούτε ψέματα ανάμεσά μας. Κι ας μ’ είχε παρατήσει η άλλη κι ας ήμουν μόνος κι ας σε γούσταρα κι ας μου άρεσες. Τι κι αν είχαμε κοιμηθεί μια δυο φορές όλοι μαζί. Τι κι αν το γλυφομούνι που σου έκανα σε τρέλαινε.  Τι κι αν ο φίλος μου τελικά μουρλάθηκε. Σου το ‘χα πει και τότε. Εγώ δεν είμαι πέφτουλας. Δεν τρώω από τα αποφάγια των άλλων. Ούτε ένιωσε ποτέ κάτι ιδιαίτερο για σένα. Το καλό γαμήσι δεν φτάνει ούτε για παρηγοριά.

Εκείνη είχε κολλήσει το κορμί της πάνω στα κάγκελα και με άκουγε τρέμοντας και κοιτάζοντας τον λόφο μπροστά. Σηκώθηκα και την πλησίασα αργά από πίσω. Τότε ένιωσε την καυτή μου ανάσα στον σβέρκο της. Ρίγησε. Με το μικρό μου δαχτυλάκι χάιδεψα την κόκκινη καρδούλα με το σπασμένο βέλος. Το μικρό τατού βρισκόταν ακόμα εκεί στον αριστερό της ώμο στο ίδιο σημείο. Την φίλησα στο λαιμό. Με τα μπράτσα μου έσφιξα δυνατά το τρεμουλιάρικο κορμί της και κόλλησα πίσω της. Ξαφνικά και οι δυο αρπάξαμε φωτιά.  Όση ώρα γαμιόμασταν στο μπαλκόνι ο νεαρός από δίπλα μας έβλεπε και χαϊδευόταν. Δεν μας ένοιαζε. Ούτε που δώσαμε σημασία. Τελειώσαμε κι οι τρεις μαζί.

Όταν έφυγα είχε νυχτώσει για τα καλά. Η κηδεία θα γινόταν αύριο το μεσημέρι στις τέσσερις. Σκέτη ταλαιπωρία μα θα πήγαινα. Θα έπαιρνα και τον νεκροθάφτη μαζί μου για παρέα. Θα βρισκόταν στο στοιχείο του. Να ξεσκάσει κι αυτός λιγάκι. Απ’ έξω ο σκοπός  με καληνύχτισε χαμογελαστός. Δυστυχώς από αύριο η πολυκατοικία θα είναι και πάλι ανασφαλής μου είπε. Πριν κάνα δίωρο ο γέρος τα κακάρωσε. Έφυγε στον ύπνο του γαλήνια. Πραγματικά είναι πολύ κρίμα. Δυο κηδειόχαρτα κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο στην ίδια πολυκατοικία πάει πολύ. Όμως ανήφορος και κατήφορος δεν είναι πάντα ο ίδιος δρόμος.

Χαιρέτησα τον μπάτσο στρατιωτικά και ξαλαφρωμένος και αέρινος σε τρία λεπτά βρισκόμουν και πάλι στην πλατεία. Ο νεκροθάφτης ήταν ακόμα εκεί χωμένος μέσα σ’ ένα παρτέρι και δίπλα υπήρχαν όρθια του δύο αναμμένα κεράκια. Προσευχόταν γονατιστός για όλες τις αδικοχαμένες ψυχές του μάταιου τούτου κόσμου. Στο καλό και να μας γράφεις. Μπαμπάκι ο δρόμος σου ευχόταν μέσα από τα βάθη της ψυχής του. Μα ήταν μπελάς κι ήθελα να τον αποφύγω. Αν κι εμένα τα ‘θελε ο κώλος μου. Τραβάτε με κι ας κλαίω είχα καταντήσει.