Με
ραμμένες τις τσέπες στο ξύλινο παλτό μου.
Περπατώ
επαναληπτικά. Επαναληπτικά περπατάω.
Δεν
κουβαλάω τίποτα. Δεν έχω να κρύψω τίποτα
δεν
έχω να χώσω τα χέρια.
Κατερίνα Γώγου
Δεν ζητούσα πολλά ο δόλιος
και ο έρμος. Πλέον δεν είχα μεγάλες απαιτήσεις από τη ζωή. Μόνο να μ’ αφήσουν
να πεθάνω ολομόναχος στην ησυχία μου και ολόγυμνος όπως κάποτε με είχε γεννήσει
η μάνα μου. Ακριβώς πριν από έναν αιώνα. Και η γιορτή να τελειώσει με τον δικό
μου ιδανικό τρόπο παρ’ όλο που ανασαίνω με δυσκολία βαριά και άρρυθμα. Κάποιοι
περίεργοι γνωστοί συνωστίζονται στο σαλόνι. Οι συγγενείς τσακώνονται για τα
κληρονομικά. Χα χα έχουν μαύρα μεσάνυχτα. Τους έχω όλους αποκληρώσει γιατί
υπήρξαν μεγάλοι μαλάκες παρτάκηδες και φιλοτομαριστές αφήνοντας τα υπάρχοντά μου
σε μια φιλοζωική εταιρεία. Μόνο που δεν το ξέρουν. Ήθελα να τους κάνω έκπληξη.
Δεν επιθυμώ καν να τους δω για να με αποχαιρετήσουν. Για να μου ευχηθούν καλό
ταξίδι και καλή αντάμωση στο πουθενά. Αν μπορούσα να μιλήσω θα έλεγα στη νοσοκόμα
που με φροντίζει να τους διώξει όλους. Να πάνε στα τσακίδια στον αγύριστο και
στο διάολο. Για να πετάξω από πάνω μου την σκουριασμένη πανοπλία και να προβάρω
ολομόναχος το αστραφτερό και ολοκαίνουργιο ξύλινο παλτό με τις ραμμένες τσέπες.
Σαν ξεπεσμένος ιππότης του κακού.
Είμαι μόνος στο κρεβάτι και
κοιτάζω το ταβάνι. Ξαφνικά ακούω νιαούρισμα. Είναι το μαύρο γατάκι. Δεν ξέρω
πώς χώθηκε εδώ μέσα. Ανεβαίνει πάνω μου και ακουμπάμε τις μυτούλες μας σαν έναν
τελευταίο αποχαιρετισμό. Το γουργουρητό του συντονίζεται με τον επιθανάτιο
ρόγχο μου. Με τα χίλια ζόρια καταφέρνω να το χαϊδέψω απαλά στη ράχη και κείνο
κουλουριάζεται πάνω στο στήθος μου. Είναι τυφλό. Πριν από λίγο καιρό το είχα
βρει άρρωστο πεταμένο και ταλαιπωρημένο έξω από την πόρτα μου και το περιμάζεψα.
Το φρόντισα όσο μπορούσα. Μετά αρρώστησα βαριά μπαίνοντας στην τελική ευθεία
για τον δρόμο χωρίς επιστροφή. Όμως εκείνο δυνάμωσε για τα καλά και πήρε τα
πάνω του μα τα μάτια του δεν θα γινόντουσαν καλά. Θα έμενε τυφλό για όλη του τη
ζωή. Δεν θα ξανάβλεπε το φως του ήλιου. Ίσως μόνο κάποιες σκιές. Κι όμως είμαι
απολύτως βέβαιος ότι αυτό το πλασματάκι με αγαπά αληθινά.
Ήταν βλέπεις οι τύψεις μιας
σάπιας και χαλασμένης συνείδησης κι όχι μόνο που με έκαναν φιλόζωο τώρα στα
γεροντάματα. Φορτώθηκα οικειοθελώς όλη την ενοχή της βάναυσης ανθρωπότητας
απέναντι στα άλλα ζώα. Μικρός σκότωνα γατάκια και κοτοπουλάκια που οι τσιρίδες
τους ενοχλούσαν τα ευαίσθητα νεύρα μου. Αργότερα που μεγάλωσα άρχισα να παίρνω
χάπια. Ο εγκέφαλός μου έγινε σμπαράλια και το κρανίο μου έτοιμο να εκραγεί. Μου
φαίνεται σαν θαύμα που κατάφερα να επιβιώσω και να ζήσω για τόσα πολλά χρόνια
έστω και δυστυχισμένα με πολλές λύπες και λιγοστές χαρές. Πάντως όσο μπορούσα
μακριά απ’ τους ανθρώπους. Τους απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι. Έζησα σαν το
στρείδι θωρακισμένος μέσα στο ατσάλινο καβούκι μου αυτάρκης και πλήρης. Σύμφωνα
με τον εαυτό μου. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας μου και παρ’ όλο που δεν τον επέλεξα
αυτός με έσωσε. Εσωστρεφής και μοναχικός. Σημαδιακός και αταίριαστος. Δεν τους
είχα ανάγκη. Κι ούτε νοιάστηκα ποτέ για τη γνώμη τους. Πάντως δεν τα πήγα κι
άσχημα. Σε γενικές γραμμές καλά τα κατάφερα. Στο τέλος μένει πάντα η μεγάλη
εικόνα. Οι λεπτομέρειες ξεχνιούνται. Υπήρξα γενναίος πολεμιστής. Προσπάθησα
πολύ. Έκανα ότι μπορούσα. Είμαι ικανοποιημένος από τον εαυτό μου. Δεν έχω
κανένα παράπονο από μένα τον σκοτεινό ιππότη του κακού.
Στην κηδεία μου δεν θέλω να
δω κανέναν τους. Ούτε κάποιος τραγόπαπας να με ψάλει να με συγχωρέσει και να μ’
αγιάσει. Να πάει να αραδιάσει σε άλλους τα ψέματά του. Τα έχω όλα κανονίσει ο
ίδιος. Δεν θέλω τα ψεύτικα δάκρυά τους ούτε τα κουτσομπολιά και τις κατάρες
τους. Χα χα. Τους έχω γράψει από καιρό όλους στα αρχίδια μου και να πάνε να
γαμηθούν. Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία πριν μου φορέσουν το ολοκαίνουργιο
ξύλινο παλτό με τις ραμμένες τσέπες. Μόνο αυτό το γατάκι αγαπώ και το θέλω λαθρεπιβάτη
δίπλα μου μέσα στο γυαλιστερό φέρετρο να ζεσταίνει το παγωμένο μου κορμί και την
τελευταία στιγμή λίγο πριν κλείσει το καπάκι και σκεπαστεί η γούβα απ’ τον
σκαφτιά του νεκροταφείου να πετάγεται έξω και να κατουρά στα μούτρα μου το
ευωδιαστό μυρωμένο του άρωμα και κατόπιν να χέζει πάνω στο μαλακό σκαμμένο χώμα
και να το σκεπάζει με τα ποδαράκια του. Για το καλό κατευόδιο. Έστω και χωρίς
αντάμωση.
Αυτά σκεφτόμουν εγώ ο
μοναχικός γέρος λίγο πριν πεθάνω όταν ξαφνικά μου ήρθε μια αναλαμπή απ’ το
παρελθόν και με τάραξε. Ήταν ένα ξεχασμένο όνειρο ή μια παλιά ανάμνηση. Δεν
μπορώ να θυμηθώ ακριβώς μα τώρα πια δεν έχει και μεγάλη σημασία. Λίγο πριν τη
μεγάλη βδομάδα έχω βγει για περπάτημα. Ρίχνει απριλιάτικη ψιλή βροχή. Κοντά
στις γραμμές του τρένου ο μαύρος μεγαλόσωμος σκύλος έχει πιάσει τον άσπρο κόκορα
απ’ τη φτερούγα και τον τινάζει με λύσσα στο τσιμέντο. Λίγο παραπέρα ένα άλλο
σκυλί κόβει βόλτες και αλυχτάει περιμένοντας τη σειρά του. Κάποια στιγμή το
άτυχο πουλί κοιτάζει απελπισμένο προς το μέρος μου. Το μάτι του είναι καθαρό
και γυαλιστερό. Ζει ακόμα. Ο αγριεμένος σκύλος συνεχίζει να του ρίχνει
δαγκωματιές στο ψαχνό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τον βοηθήσω. Φοβάμαι και
τρέμω μήπως τα σκυλιά ορμήσουν και σε μένα. Απ’ την άλλη δεν θέλω να επέμβω
στις διαδικασίες της φύσης. Απλά κάθομαι και παρατηρώ. Ο κόκορας ήταν απρόσεχτος.
Λάλησε για τελευταία φορά. Είπε το κικιρίκου. Ξεμάκρυνε απ’ το κοτέτσι που κει μέσα ήταν βασιλιάς και μονοκράτορας
και την πάτησε. Φεύγω συνεχίζοντας τη βόλτα του. Μετά από λίγο επιστρέφοντας
ξαναπερνώ απ’ το ίδιο σημείο του άγριου φονικού. Βρέχει ακόμα. Ο κόκορας είναι
πεσμένος στο δρόμο παρατημένος μέσα σε μια μικρή λιμνούλα τσουρομαδημένος και
ακίνητος με το μάτι θολό να με κοιτάζει. Δεν τρέχουν αίματα από πάνω του μα
είναι φανερό ότι έχει ψοφήσει. Το μαρτύριό του τελείωσε. Έτσι κι αλλιώς ο
προορισμός του ήταν να φαγωθεί. Αν και όχι τόσο βίαια. Με τόση αγωνία.
Μα πλέον τίποτα δεν έχει σημασία.
Εγώ ο αιωνόβιος εσχατόγερος έφυγα. Έβγαλα μία τελευταία κραυγή θριάμβου και
πήγα στον αγύριστο. Ησύχασα ολοκληρωτικά. Σταμάτησα να αναπνέω και να χτυπάει η
καρδιά μου και το μυαλό μου να θυμάται να πονάει και να σκέφτεται. Το παραμύθι
τελείωσε. Τότε η νοσοκόμα σαν να κατάλαβε μπήκε στο δωμάτιο κι έβαλε τα
κλάματα. Στο σαλόνι οι συγγενείς κι οι φίλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και
άγριους πανηγυρισμούς. Τους άκουγα καθαρά. Παραέξω κανείς δεν νοιάστηκε. Η ζωή
συνέχισε να κυλάει μέσα στην κανονικότητά της και η γη να περιστρέφεται γύρω
από τον ήλιο. Σίγουρα η κηδεία μου δεν θα γινόταν με δημόσια δαπάνη ούτε θα μάζευα
πολλά στεφάνια. Μόνο το τυφλό γατάκι από ευγνωμοσύνη συνέχισε να γουργουρίζει
και να ζεσταίνει το παγωμένο στήθος του σωτήρα του. Μέχρι να μου βγάλουν την
σαπισμένη πανοπλία και να μου φορέσουν το γυαλιστερό και ολοκαίνουργιο ξύλινο
παλτό με τις ραμμένες τσέπες. Εμένα του σκοτεινού ιππότη του κακού που έζησα
και πέθανα ανειρήνευτος.










