Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

ΜΙΚΡΟ ΑΥΤΟ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκα όταν ο πόλεμος τελείωνε από γενιά ανδρείων. Περίμεναν να τους φέρω την νίκη μα δε μπόρεσα. Έστω λίγη τύχη από το βρέφος. Και δεν έφταιγα ο ίδιος. Καθώς μεγάλωνα με κρέμαγαν από συκιές ανάποδα και με έδερναν για να με κάνουν καλό και χρήσιμο άνθρωπο στην κοινωνία. Έτσι μου είπαν μα δεν τους πίστεψα και τράβηξα τον δικό μου λοξό δρόμο. Σχολείο δεν πήγα ούτε έμαθα κάποια τέχνη. Μόνο δυο χρόνια φυλακή έκανα (ακούστηκε πως με κατέδωσε η ίδια μου η μάνα από αγάπη κι από τρέλα) και ένα στα καράβια. Κι απ’ το στρατό τούς ξέφυγα νωρίς. Μ’ ένα τρελόχαρτο στο χέρι μ’ αμολήσανε και για παράσημο κονόμησα μια άσπρη τούφα στα μαλλιά. Τις νύχτες άκουγα κραυγές και ουρλιαχτά που με άφηναν άυπνο. Στο πατρικό δεν ξαναγύρισα. Ο πατέρας αναρωτιόταν το γιατί. Τη μάνα πλέον δεν την ένοιαζε. Με είχε πάντα δίπλα της και μιλούσαμε.

Στην πόλη πρωτοδούλεψα γκαρσόνι και παιδί για όλες τις δουλειές. Κατόπιν πρόκοψα και άνοιξα δικό μου μαγαζί για ξέμπαρκους λαθρεπιβάτες ανέστιους και πλάνητες. Και για μοναχικές ψυχές όπως κι εγώ. Για ανθρώπους που ήταν καμωμένοι σαν κι εμένα από το ίδιο υλικό. Μα οι  μέρες ήταν ξέσυκιες κι αργούσαν να τελειώσουν. Και οι νύχτες κασαβέτιες προάγγελοι θανάτου κι αυτές περνούσαν δύσκολα με σφιγμένα δόντια. Όπως μπορούσα. Με γκόμενες ποτά σκονάκια και τσιγάρα. Παντρεύτηκα δύο φορές γυναίκες της δουλειάς που τις ήθελα και στο σπίτι. Έκανα και παιδιά μα δεν πρόφτασα να τα φτιάξω. Με φάγανε μπαμπέσικα  νέο και ωραίο στα σαράντα μου χρόνια έξω από το μαγαζί μ’ ένα καδρόνι στο κεφάλι. Για έναν αλμυρό λογαριασμό είπαν ή για μια όμορφη κυρία. Ούτε εγώ δεν ήξερα. Διαθήκη δεν σκέφτηκα να κάνω. Άφησα μόνο ένα κορίτσι στην άσπρη του χαρά και ένα αγόρι που πήρε τ’ όνομά μου. Περίμεναν να με φέρει πίσω μα δε μπόρεσε και δεν έφταιγε εκείνο.

Με γύρισαν τέσσερις στο πατρικό. Οι γυναίκες μαυροφορέθηκαν. Τ’ αδέρφια τσάκισαν. Γνωστοί και φίλοι έκλαψαν πολύ. Ήμουν σε όλους πολύ αγαπητός. Μάγκας είπαν και το πιο καλό παιδί στις ταβέρνες στα μπουζούκια πια κανείς δεν θα τον δει. Οι γονείς κοιτούσαν αμίλητοι το φέρετρο. Ο πατέρας αναρωτιόταν το γιατί. Την μάνα πλέον δεν την ένοιαζε. Με είχε πάντα δίπλα και μιλούσαμε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου