Σάββατο 24 Μαΐου 2025

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝ' ΑΡΓΑ

Ήμουν ένας μικρός και ασήμαντος άνθρωπος δίχως μεγαλεπήβολα σχέδια ούτε ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη ζωή. Σχολείο πήγα με το ζόρι μέχρι το δημοτικό. Δεν έπαιρνα τα γράμματα. Ούτε κάποια τέχνη έμαθα. Βγήκα ανειδίκευτος στο μεροκάματο σε αγγαρείες και δουλειές του ποδαριού. Οικοδομές ασφαλτοστρώσεις φορτοεκφορτώσεις και άλλες χειρωνακτικές. Χαμάλης για τον επιούσιο. Έμεινα στην μικρή πόλη μαζί με τους γονείς μου μέχρι που πέθαναν. Ήμουν μοναχοπαίδι μα τουλάχιστον μου έμεινε το σπιτάκι. Στα νιάτα μου δυο τρεις φορές παραλίγο να παντρευτώ μα την τελευταία στιγμή πάντα κάτι γινόταν και το συνοικέσιο χάλαγε. Ήμουν άτυχος αν και όμορφος άντρας. Ξανθός με γαλανά μάτια μα ελαφρούτσικος στη σκέψη και κάπως κενός και άτσαλος ανεκπαίδευτος στα συναισθήματα. Έτσι τουλάχιστον λέγανε οι άλλοι. Τελικά η έμπειρη προξενήτρα φίλη της μητέρας μου σήκωσε τα χέρια ψηλά και παραιτήθηκε από κάθε άλλη προσπάθεια.

Απ’ τον καημό τους για τον ανεπρόκοπο πήγαν οι δικοί μου είπαν οι συγγενείς και κάποιοι γνωστοί. Εκείνοι δεν κινδύνευαν να τους βρει το κακό. Ήταν καλοί νοικοκυραίοι και τα παιδιά τους συνετά και μετρημένα. Τους έμοιαζαν. Έτσι πέρασαν τα χρόνια μοναχικά απλά και μονότονα. Χαμαλοδουλειά καφενείο και ταβέρνα. Και η ερωτική μου ζωή ανύπαρκτη ή σκοτεινή για τους άλλους. Θαμμένη στο ημίφως. Πολλά ακούγονταν και λέγονταν μα λίγα γνώριζε ο κόσμος. Δεν το είχα δει ούτε ζωγραφιστό κουτσομπόλευαν οι κακές γλώσσες. Πάντως εγώ είχα κάνει κάποιες προσπάθειες. Μια δυο φορές είχα ανέβει τις απότομες σκάλες των μπουρδέλων. Εκεί τουλάχιστον με ανέχονταν. Όμως τα αποτελέσματα ήταν οικτρά. Ούτε εκεί τα κατάφερα. Αυτή η βρώμα είχε κυκλοφορήσει. Τζίφος λοιπόν και η υπόθεση του σεξουαλικού.

Μέχρι που καβάλησα τα εξήντα και ξαφνικά η φάτσα μου αυστηρή βλοσυρή και θυμωμένη μοστράρισε στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων αλλά και στα τηλεοπτικά δελτία των ειδήσεων. Για πολλές μέρες έγινα το πρώτο θέμα της επικαιρότητας. Ήμουν για πρώτη φορά διάσημος. Ποτέ δεν ειν’ αργά. Με είχανε πιάσει στα πράσα με έναν ανήλικο να επιδίδομαι σε ασελγείς πράξεις. Είχα παιδοφιλικές τάσεις είπαν. Ήμουν διεστραμμένος ανώμαλος και κίναιδος. Το παιδί ήταν μόλις εννιά χρονών. Το είχα ξεμοναχιάσει σε μια ερημική τοποθεσία στην άκρη της πόλης μέσα σε κάτι ψηλές καλαμιές δίνοντάς του καραμέλες και σοκολάτες. Όμως ήμουν άπειρος και απρόσεχτος. Αρχάριος και πρωτάρης. Δεν είχα ξανακάνει τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω εκείνη τη φορά πώς μού ‘ρθε παρ’ όλο που γνώριζα ότι δεν πρέπει και είναι κακό. Με τα πρώτα χάδια και τις αγκαλιές το αγόρι τρόμαξε και έβαλε τις φωνές. Το άκουσαν κάποιοι περαστικοί έτρεξαν και κάλεσαν την αστυνομία αφού πρώτα πήραν τον νόμο στα χέρια τους και με ξυλοφόρτωσαν για να μου γίνει από δω και στο εξής μάθημα.

Παρόλο που δεν είχα προλάβει να κάνω κάτι. Ίσως μόνο κάποιες ελαφριές και ασήμαντες θωπείες. Ούτε παλιότερα υπήρξαν άλλες καταγγελίες. Ήταν η πρώτη μου φορά και η τελευταία. Προφυλακίστηκα μα στο δικαστήριο θα έπεφτα στα μαλακά μου είπε ο δικηγόρος εφόσον είχα καθαρό ποινικό μητρώο και το αγόρι βρέθηκε ανέγγιχτο. Δεν το είχα πειράξει. Ήταν η κακιά στιγμή. Ο δαίμονας εαυτός που με καβάλησε. Ο διάβολος μέσα μου. Αυτά θα έλεγα στους δικαστές εισαγγελείς και γραμματείς στα όργανα του νόμου και της τάξης και θα ζητούσα από όλους συγνώμη. Δεν θα το ξανάκανα δείχνοντας ειλικρινή μεταμέλεια. Έτσι θα έτρωγα το πολύ δυο τρία χρονάκια με αναστολή και θα έβγαινα ελεύθερος στην κοινωνία μεταμελημένος και πιο προσεκτικός. Κι ας με κοιτούσαν πλέον όλοι στην πόλη με μισό μάτι. Ίσως και να πήγαινα για λίγο να μείνω κάπου αλλού άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Να χαθούν τα ίχνη μου μέχρι να ξεχαστεί το θέμα.

Αυτά υπολόγιζα να κάνω. Όμως οι τρόφιμοι των φυλακών είναι ηθικά στοιχεία και δεν συγχωρούν τόσο σοβαρά παραπτώματα. Όχι. Στους ανώμαλους δεν χωράει καμία επιείκεια. Στα αποτρόπαια τέρατα της φύσης που είναι τα χειρότερα αποβράσματα της κοινωνίας. Σκέψου να γινόταν στο δικό σου παιδί λένε κι ας έχουν καταδικαστεί για χειρότερα εγκλήματα. Ούτε όμως  έχουν εμπιστοσύνη και στην επίσημη δικαιοσύνη στους νόμους και στα ψηφίσματα του κράτους. Γι’ αυτό και κάποιες φορές παίρνουν οι ίδιοι τον νόμο στα χέρια τους. Μόνο αυτοί που έχουν φάει τη ζωή με το κουτάλι ξέρουν να δικάζουν και να τιμωρούν. Με λίντσαραν και με σοδόμισαν με βαναυσότητα για συμμόρφωση και παραδειγματισμό. Οι δεσμοφύλακες καθόντουσαν παραδίπλα κι έκαναν τα στραβά μάτια. Για να συνέλθω έμεινα κάμποσο καιρό στο νοσοκομείο. Το θέμα δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις ούτε καν στα ψιλά των εφημερίδων. Φήμες μόνο κυκλοφόρησαν από άλλους κρατούμενους ανυπόστατες και αδιευκρίνιστες που όμως ουδέποτε επαληθεύτηκαν. Όταν ρωτήθηκε σχετικά ο διευθυντής των φυλακών διέψευσε το γεγονός. Ήταν κατηγορηματικός. Δεν βρισκόμαστε πλέον στον μεσαίωνα. Δεν γίνονται τέτοια βάρβαρα βασανιστήρια σήμερα. Είναι όλα συκοφαντίες και ψέματα. Στις φυλακές μας επικρατεί πλήρης τάξη και πειθαρχία. Ούτε καν ένορκη διοικητική εξέταση δεν διατάχθηκε να γίνει. Όχι ότι θα έβγαζε κάποιο πόρισμα της προκοπής. Έστω μόνο για τα μάτια του κόσμου.  

Δυστυχώς η συγκεκριμένη υπόθεση παιδοφιλίας δεν εκδικάστηκε ποτέ. Έκλεισε γρήγορα και μπήκε κατ’ ευθείαν στο αρχείο. Μετά από λίγο καιρό εγώ ο παιδόφιλος βιαστής βρέθηκα μέσα στο κελί μου απαγχονισμένος με σκοινί γύρω απ’ το λαιμό. Δεν αποδείχθηκε αν ήταν αυτοκτονία ή δολοφονία. Ούτε βρέθηκε κάποιο σημείωμα που ίσως θα εξηγούσε τους λόγους της απονενοημένης μου πράξης.  Η αποτρόπαιη φωτογραφία μου φιγουράρισε ξανά στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και στα τηλεοπτικά δελτία των ειδήσεων. Κρεμάστηκε απ’ τις τύψεις είπαν οι σοφοί δημοσιογράφοι που τα ξέρουν όλα και οι αρμόδιες αρχές βιάστηκαν να συμφωνήσουν επαυξάνοντας. Στην μικρή πόλη κανείς από όσους με γνώριζαν δεν βγήκε να μιλήσει ούτε για τα θετικά μου ούτε για τα αρνητικά μου μάλλον από σεβασμό στο νεκρό μου. Μόνο μια γριούλα γειτόνισσα ενενήντα χρονών με οργωμένο πρόσωπο και καμπουριασμένη πλάτη που γνώριζε την οικογένειά μου κι εμένα τον ίδιο από μικρό. Ήταν καλό παιδί αλλά άτυχο είπε. Θεός σχωρέστον. Τουλάχιστον εκείνη μου έδωσε κάποια ελαφρυντικά.  

Το άψυχο σώμα το ταλαίπωρο κορμί το θλιβερό σαρκίο πετάχτηκε στα αζήτητα του νεκροτομείου και κανείς δεν έμαθε ποιος το πήρε από εκεί.  Δεν έγινε τελετή ταφής ούτε κλάφτηκα από κανέναν. Απλά πετάχτηκα στον μεγάλο  κοινόχρηστο λάκκο και σκεπάστηκα απ’ το σκληρό χώμα. Θάφτηκα χωρίς κόσμο ψαλμωδίες και παπάδες. Και ούτε μαθεύτηκε ποτέ ποιος δημοσίευσε την αγγελία του θανάτου μου στην προτελευταία σελίδα των τοπικών εφημερίδων μαζί με τη φωτογραφία μου. Να τους κοιτάζω όλους αυστηρός βλοσυρός και θυμωμένος. Στα εξήντα μου χρόνια.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου