Συχνά στεκόμουν μπροστά στον
καθρέφτη και παρατηρούσα τον εαυτό μου. Ήταν ολοφάνερο ότι είχα αρχίσει να της μοιάζω.
Έτσι γινόμασταν πάλι δύο μέσα στο άδειο σπίτι. Μάλιστα καμιά φορά πιάναμε και
την κουβέντα. Όπως κι όταν ερχόταν στα όνειρά μου και γλύκαινε τον ύπνο μου. Όμως
η πραγματική παρηγοριά ήταν οι αναμνήσεις μου. Τώρα μπορεί να γερνούσα ολομόναχος
μα δεν είχα παράπονο. Περάσαμε οι δυο μας μια πολύ όμορφη ζωή. Πάνω από πενήντα
χρόνια μαζί ήμασταν αχώριστοι χωρίς ζηλοτυπίες και ανώφελους περισπασμούς από
τρίτους.
Γνωριζόμασταν από μικρά
παιδιά και μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Πήγαμε στο ίδιο σχολείο κι έπειτα στο
ίδιο πανεπιστήμιο. Παντού οι δυο μας κι απέναντί μας είχαμε τον κόσμο ολόκληρο.
Φιλία πόθος έρωτας αγάπη. Ανεβήκαμε με επιτυχία όλα τα σκαλοπάτια της ευτυχίας.
Σκαρφαλώσαμε στην κορυφή του βουνού δίχως πολλές αναποδιές και δυσκολίες.
Αργήσαμε να παντρευτούμε γιατί δεν μας ένοιαζε. Για τους γονείς μας πιο πολύ το
κάναμε. Ούτε αποκτήσαμε παιδιά. Δεν θέλαμε ή δεν μπορέσαμε. Δεν έχει και πολύ
μεγάλη σημασία. Έτσι κι αλλιώς οι καιροί είναι δύσκολοι για να φέρνεις
ανθρώπους στον κόσμο και να αυξάνεις την δυστυχία του. Είναι σαν να τους ρίχνεις
σε κάδο σκουπιδιών.
Μα είχαμε ο ένας τον άλλο. Αυτό
μονάχα αρκούσε για να γεμίσει τη ζωή μας και να δώσει νόημα στον κοινό μας βίο.
Ερωτευμένοι για μια ολόκληρη ζωή. Κουταβάκι μου με φώναζε εκείνη πάνω στις
αγκαλιές και τα χάδια. Μπουμπουκάκι μου εγώ. Παίζαμε και χαιρόμασταν σαν τα τρελά
παιδιά. Όμως το λουλούδι μαράθηκε και σάπισε πρόωρα. Εκείνη έφυγε πρώτη. Τώρα έπρεπε
να ζήσω μια δεύτερη ζωή δύσκολη μοναξιασμένη και θλιβερή κι όσο αντέξω. Περνάει
κατάθλιψη ο έρμος κι όπως πάει στο τέλος θα τρελαθεί. Τέτοια ψιθύριζαν οι φίλοι
κι οι γνωστοί όποτε με έβλεπαν να μιλάω μόνος μου στο δρόμο και νόμιζαν ότι δεν
τους ακούω. Τους καταλάβαινα. Με λυπόντουσαν μα δεν μπορούσαν και να με βοηθήσουν.
Βέβαια πιο πολύ δεν ήθελαν να μπλέξουν μαζί μου. Είχα πλέον απομακρυνθεί απ’ όλους
κι απ’ όλα. Είχα γίνει παράξενος μισάνθρωπος δύσκολος. Είχα παραιτηθεί απ’ τη
ζωή. Δεν έβρισκα πλέον κανένα νόημα στην ύπαρξή μου.
Ξαφνικά ένα πρωινό καθώς
περπατούσα στο δρόμο άκουσα κλαψουρίσματα. Πήγα να δω. Ήταν ένα μικρό μαύρο
σκυλάκι σχεδόν νεογέννητο που το ‘χαν πετάξει στον κάδο των απορριμμάτων
ανάμεσα σε χαρτόκουτα και πλαστικές σακούλες. Το λυπήθηκα. Το έπιασα προσεκτικά
το σκούπισα το καθάρισα από τις βρωμιές και το έβγαλα έξω. Μου σπάραζε την
καρδιά το μικρό αυτό πλασματάκι που με κοιτούσε ικετευτικά με τα μικρά λυπημένα
του ματάκια. Όταν το χάιδεψα απαλά στη ράχη σταμάτησε να κλαίει κι άρχισε να
κουνάει χαρούμενα την ουρά του πέρα δώθε. Γρήγορα είχε παρηγορηθεί. Μα ήταν και
πονηρούλης και ήθελε να ζήσει. Χαμογέλασα. Χωρίς πολλή σκέψη αποφάσισα να το κρατήσω
και να το υιοθετήσω. Δεν με ένοιαζε αν ήτανε μπάσταρδο ή ράτσας. Πάντως ήταν
ομορφούλικο. Έτσι κι αλλιώς δεν ήξερα πολλά πράγματα από σκυλιά ούτε είχα ποτέ
μου επαφές με ζώα. Ανέκαθεν ήμουν άνθρωπος της πόλης μα ποτέ δεν είναι αργά. Θα
μάθαινα. Πήρα το κουταβάκι αγκαλιά και τράβηξα για το κτηνιατρείο της
γειτονιάς. Εκείνη την ώρα περνούσε το σκουπιδιάρικο του δήμου και άδειαζε με
κρότο τους πλαστικούς κάδους με τα αποφάγια τα χαρτόκουτα και τις σακούλες των
σκουπιδιών.
Από τότε γίναμε αχώριστοι
και άρχισε για μένα μια δεύτερη ζωή γεμάτη ομορφιά και αγάπη. Ζήσαμε και
γεράσαμε μαζί δίχως πολλές κουβέντες και πάρε δώσε με τα υπόλοιπα πλάσματα του
κόσμου. Πλέον δεν μιλούσα μόνος μου στον δρόμο. Είχα μια συντροφιά και κάποιον
να φροντίζω. Σε κάποιον να απευθύνομαι για να μην με περνούν οι καλοθελητές για
παλαβό. Ένα σκοπό για να σηκώνομαι το πρωί απ’ το κρεβάτι μου και να βγαίνω έξω.
Και πάλι η ζωή μου είχε αποκτήσει ένα νόημα. Μα μία μέρα βρήκα τον σκύλο μου
πεθαμένο. Όταν τον είδα έβγαλα μία απρόσμενη κραυγή. Μετά άρχισα να κλαίω και να
ουρλιάζω σαν μικρό παιδί. Τρόμαξα με τον εαυτό μου. Ούτε στον χαμό της γυναίκας
μου δεν είχα κάνει έτσι. Έφυγε στον ύπνο του με τα μάτια κλειστά. Από φυσικά αίτια
είπε η κτηνίατρος. Από γεράματα στα δεκαεπτά του χρόνια. Φυσιολογικά θα γινόταν
κάποτε. Δεν μπορούσα να το αποφύγω. Εγώ ήμουν ογδόντα ετών πια. Ποτέ δεν είναι
αργά για να παρθεί η απόφαση.
Έπρεπε να κάνω κουράγιο και
να ξεπεράσω και τούτη την απώλεια μα δεν μπόρεσα. Δεν τα κατάφερα. Για μένα πλέον
τίποτα δεν είχε σημασία και ήταν πολύ αργά για να ξεκινήσει την ζωή μου και πάλι
από την αρχή. Να μηδενίσω για δεύτερη φορά το κοντέρ. Δεν είχα το κουράγιο και
το σθένος που χρειαζόταν. Δεν άντεχα άλλο. Ένιωθα κουρασμένος εξαντλημένος
σωστό κουρέλι. Μπήκα στο ασανσέρ κι ανέβηκα στην ταράτσα της εξαώροφης
πολυκατοικίας. Με δυσκολία σκαρφάλωσα πάνω στο πεζούλι. Ήταν η τελευταία μου δοκιμασία
μα τα κατάφερα. Σύρθηκα μέχρι την άκρη κι έπεσα στο κενό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου