Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Χτύπησε το κουδούνι μια φορά μόνο και μετά σιωπή. Μόλις είχα βγει απ’ το μπάνιο και ασχολιόμουν με τις τρίχες μου. Περιποίηση μανικιούρ πεντικιούρ που λένε και οι κυρίες. Φόρεσα κάτι πάνω μου και άνοιξα την πόρτα. Ήταν η διπλανή. Το αριστερό της μάτι κοιτούσε στο Θεό και χαμογελούσε. Ήθελε λίγη ζάχαρη. Αυτή την ώρα η γιαγιά έχει φάει για μεσημέρι έχει πάρει τα χάπια της και κοιμάται. Έτσι ξεκλέβει λίγο χρόνο για μια επίσκεψη στο γείτονα. Η ζάχαρη είναι συνήθως η πρόφαση. Μάλλον με συμπαθεί. Έτσι κι αλλιώς τον καφέ της σκέτο τον πίνει. Την άφησα να περάσει. Δεν δέχομαι επισκέψεις στο χώρο μου. Αποτελεί άβατο. Για αυτήν κάνω μία εξαίρεση. Εδώ μέσα η σκόνη πάει σύννεφο μα τουλάχιστον υπάρχει τάξη και οργάνωση. Συμφωνεί και μου προτείνει να το καθαρίσει. Δεν θέλω λεφτά ούτε να πληρωθώ σε είδος λέει και λιγώνεται στα γέλια. Της αρνούμαι ευγενικά. Μου αρέσει έτσι όπως είναι. Επιπλέον δεν θέλω να αποκτήσει και δικαιώματα.

Έφτιαξα καφέ ανάψαμε τσιγάρο και καθίσαμε στο μπαλκόνι μήπως και ακούσει κάνα περίεργο θόρυβο από δίπλα. Έχει την έγνοια της ηλικιωμένης που φροντίζει. Από κάτω ο πεζόδρομος είναι άδειος και τα μαγαζιά κλειστά. Τέτοια ώρα μόνο οι καφετέριες είναι ανοικτές και το περίπτερο στη γωνία. Ανησυχεί. Η γριούλα δεν πάει καλά. Κοντεύει τα ενενήντα βέβαια. Έχει και χίλια δυο προβλήματα. Φοβάται ότι θα τα κακαρώσει και θα μείνει πάλι χωρίς δουλειά. Παίρνει καλό μηνιάτικο. Επιπλέον τρώει και κοιμάται τσάμπα. Δεν έχει παράπονο. Η γριά δεν είναι περίεργη. Δεν έχει ιδιοτροπίες. Καλόβολος και γλυκός άνθρωπος. Μην ανησυχείς. Αν χρειαστεί σε φιλοξενώ εγώ. Της το είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου και γελάσαμε. Πάντως είναι γεγονός ότι μεγαλώνω και χρειάζομαι έναν άνθρωπο δίπλα μου. Καλή και άγια η ελευθερία αλλά έρχονται και γεράματα. Αρρώστιες ανημπόριες και ανασφάλειες πλησιάζουν επικίνδυνα με βήμα ταχύ. Κι ο φόβος του έρημου θανάτου δίχως ένα χέρι να σε κρατάει. Αυτή μάλλον είναι λίγο μικρότερή μου. Εντάξει. Δεν είναι όμορφη αλλά και τι έγινε. Λίγο γκαβή  και κοκαλιάρα. Πίνει και καπνίζει πολύ μα είναι καλή πονεμένη και συμπονετικιά. Ότι πρέπει για νοσοκόμα. Πάντα χρειάζεσαι μια γυναίκα για να σε γεννήσει και μια άλλη να σου κλείσει τα μάτια. Ενδιάμεσα βολοδέρνεις μέσα στο χάος.

Την πρώτη φορά που την αντίκρισα ήρθα σε δύσκολη θέση. Ήταν στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς που με είδε να χώνω στην τσέπη ένα κουτί με καπότες. Όχι ότι δεν είχα χρήματα ούτε και τις είχα απόλυτη ανάγκη.  Έτσι κι αλλιώς σπάνια έβαζα προφυλαχτικό γιατί μου ‘πεφτε αμέσως. Εξυπηρετούσα όμως άλλους. Κάνα γνωστό  κάνα φίλο κάνα γκόμενο. Ευτυχώς μέχρι σήμερα την είχα βγάλει καθαρή. Ούτε έιτζ ούτε ηπατίτιδες μόνο κάτι βλεννόρροιες και κάτι ουρηθρίτιδες είχα κολλήσει. Ψιλοπράγματα δηλαδή. Έπαιρνα μια αντιβίωση και σε καμιά βδομάδα ήμουνα και πάλι περδίκι ενεργός έτοιμος για νέες περιπέτειες και ξανά προς τη δόξα τραβούσα.  Έτσι κι αλλιώς κόντευα πλέον τα εξήντα και είχα ηρεμήσει κάπως. Όταν βγήκαμε απ’ το κατάστημα με πλησίασε και μου χαμογέλασε. Κλέβουμε λοιπόν τους καπιτάλες ρώτησε πονηρά και μου ‘κλεισε το μάτι. Θρασύτατη η μαντάμ λες και μ’ ήξερε κι από χτες. Όμως τι να ‘κανα. Της χαμογέλασα κι εγώ κάπως ένοχα. Πρώτη φορά με πιάνανε στα πράσα. Δεν ήταν αυτό που φανταζόταν. Μου άρεσε που και που να κλέβω μαγαζιά. Δεν φοβόμουν τις κάμερες και τους σεκιουριτάδες μα δεν το έκανα ούτε από ιδεολογία ούτε και από σύστημα.

Δεν ήμουν κλεπτομανής ούτε αντιεξουσιαστής. Απλά μου την έδινε έτσι απότομα χωρίς να το έχω προσχεδιάσει απλά και μόνο για παιχνίδι και το σασπένς. Έτσι κι αλλιώς πάντα έπαιρνα και άλλα πράγματα. Περνούσα κανονικά απ’ το ταμείο και πλήρωνα και οι υπάλληλοι μ’ ευχαριστούσαν ευγενικά. Κατά βάθος λοιπόν ήμουν ένας συνηθισμένος πελάτης. Μόνο λίγο ζιζάνιο. Ένα σκανταλιάρικο παιδί που του άρεσε κάθε τόσο να κάνει και μια αταξία έτσι για πλάκα. Και κάπως θαρραλέο βέβαια που δεν φοβόταν μην το πιάσουν και ρεζιλευτεί. Όμως εκείνη τη φορά είχα σοβαρή δικαιολογία. Μου είχαν φανεί κάπως ακριβές οι καπότες. Τσιμπημένη τιμή για έξι πλαστικά σακουλάκια. Η αδικία έπρεπε να αποκατασταθεί αμέσως. Όμως δεν της το είπα. Τις χρειάζομαι γιατί είμαι σεξομανής δικαιολογήθηκα και γελάσαμε δυνατά. Δεν πειράζει. Κι γω τους κλέβω καμιά φορά. Δεν έχουν ανάγκη αυτοί. Βγάζουν λεφτά με τη σέσουλα. Δεν θα τους λείψουν. Σωστή και φιλοσοφημένη η κυρία και πάντα με το δίκιο του αδύναμου. Δεν είχε πιάσει ακόμα δουλειά στη γριά. Μετά από μια βδομάδα μου χτύπησε την πόρτα για λίγη ζάχαρη. Κοιταχτήκαμε με έκπληξή και βάλαμε τα γέλια ξανά.

Είχε δίκιο. Η γριούλα μετά από ένα μήνα τα κακάρωσε. Τα τίναξε τα πέταλα και η κόρη της είπε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει το διαμέρισμα. Δεν την χρειαζότανε πια. Της πλήρωσε το τελευταίο μηνιάτικο και της έδωσε ένα μήνα προθεσμία να της αδειάσει τη γωνιά. Δεν είχα πρόβλημα να την φιλοξενήσω. Τουλάχιστον μέχρι να βρει μια λύση. Το διαμέρισμα ήταν δυάρι. Θα βολευότανε στον καναπέ του σαλονιού. Καθάρισε σκούπισε σφουγγάρισε και γίνανε όλα λαμπίκο. Ακόμα και το μπαλκόνι έπλυνε και άστραψε. Μάλιστα αγόρασε τρεις γλάστρες και μια ζαρντινιέρα να το ομορφύνει κάπως. Φύτεψε κάλες ορχιδέες και μαύρα τριαντάφυλλα. Ολόκληρο κήπο έφτιαξε. Της άρεσαν τα φυτά και τα λουλούδια. Τα αγαπούσε και τα θαύμαζε που μύριζαν τόσο όμορφα κι από πάνω τα ζήλευε που δεν ένιωθαν ούτε πόνο ούτε θάνατο. Πρωί μεσημέρι βράδυ τα πότιζε τα χάιδευε και τους μιλούσε. Εγώ δεν ήξερα απ’ αυτά μα δεν είχα πρόβλημα. Μου άρεσαν όπως τα είχε φτιάξει. Ήταν μαστόρισσα. Έπιαναν τα χέρια της. Μόνο ζώα δεν ήθελα στο σπίτι μα ούτε κι αυτή. Ούτε και τρίτους ανάμεσα στα πόδια μας. Συμφώνησε.  Κι αυτή την ησυχία της ήθελε. Την είχε κουράσει ο κόσμος. Ένα βράδυ χωρίς πολλές εξηγήσεις ήρθε και ξάπλωσε πλάι μου και κάναμε έρωτα. Στο τέλος με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και με αγκάλιασε σφιχτά. Μπορεί και να μ’ αγαπούσε. Εγώ δεν ξέρω. Την πόναγα όμως και την λυπόμουν. Ήταν καλός άνθρωπος και βασανισμένος. Από κείνο το βράδυ κοιμόμασταν μαζί. Δεν ήταν ανάγκη να ψάχνει για άλλο σπίτι της είπα. Μου χαμογέλασε και μου χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά. Όπως έκανε τα πολύ παλιά χρόνια η μάνα μου.

Εδώ και πολύ καιρό είχαν τελειώσει τα έτοιμα και τα ‘φερνα δύσκολα πέρα. Δεν τα είχα υπολογίσει καλά. Αποδείχτηκα επιρρεπής στη ντόλτσε βίτα και τη χλίδα μα και ψυχοπονιάρης κάνοντας κάποιες γενναίες πάσες σε φίλους και γνωστούς που είχανε ανάγκη. Δανεικά και αγύριστα που λένε. Εντάξει. Για ένα διάστημα είχα μπλέξει και με το τζόγο. Όχι χοντρά πράγματα μα δεν είχα την εύνοια της τύχης κι έχασα αρκετά. Και μ’ όλα αυτά μια μέρα ξύπνησα και ήμουν άφραγκος. Ταπί και ψύχραιμος. Μα δεν μ’ ένοιαζε. Είχα περάσει ζωή χαρισάμενη.  Αναγκάστηκα να δουλέψω πάλι υπάλληλος από δω κι από κει με τρεις κι εξήντα που άλλοτε μου τις δίνανε κι άλλοτε όχι. Μα κι εγώ δεν καθόμουνα με σταυρωμένα χέρια. Τους έκλεβα κανονικά και με τον νόμο.  Όσο μπορούσα. Μέχρι που το παίρνανε χαμπάρι. Κάτι ψυλλιαζόντουσαν και με ‘διωχναν με τις κλωτσιές. Δεν μ’ ένοιαζε. Ούτε τύψεις ούτε ενοχές είχα. Όπως μου φερόντουσαν τους φερόμουνα. Δίκαια πράγματα.

Και το καταχάρηκα όταν ένα βράδυ στο βενζινάδικο που δούλευα τρεις μασκοφόροι μου πήρανε όλες τις εισπράξεις. Δεν έφερα καμιά αντίσταση. Μάλιστα τους χαμογέλασα και τους έκλεισα συνωμοτικά το μάτι. Πρέπει να χάρηκαν και να με θεώρησαν δικό τους γιατί φεύγοντας μου έχωσαν στην τσέπη ένα καλό πουρμπουάρ στα κρυφά μην μας πάρουν είδηση οι κάμερες. Τους ευχαρίστησα και τους είπα να προσέχουν. Δεν τους ήξερα ούτε αναγνώρισα κάποιον απ’ αυτούς. Μπορεί να ήταν τα μεγαλύτερα καθάρματα και οι πιο στυγνοί εγκληματίες. Εμένα όμως του κακόμοιρου και ταλαίπωρου υπάλληλου μου φερθήκανε σπαθί. Όταν το έμαθε το αφεντικό πήγε να πάθει συγκοπή απ’ το κακό του. Ήταν ένα κάθαρμα που δεν ήξερε τι είχε. Την άλλη μέρα με απέλυσε λες κι εγώ έφταιγα για την κακοτυχία του. Έπρεπε λέει να αντισταθώ και να φωνάξω βοήθεια. Να κάνω κάτι. Μουρλός ήταν. Δεν σφάξανε. Τρεις κάννες με σημάδευαν. Ίσως πάλι να με υποψιαζόταν για συνεργάτη τους. Ποιος ξέρει. Τον έβρισα τον έφτυσα κι έφυγα. Όμως το είχα καταχαρεί και μπράβο στα παιδιά. Του άξιζε του παλιόπουστα.

Όταν ήρθε εκείνη στο σπίτι ήμουν πάλι χωρίς δουλειά. Όμως με τάιζε πλουσιοπάροχα το ταμείο ανεργίας. Και όταν με το καλό θα τελείωνε κι αυτό είχα να λαμβάνω το μικρό κοινωνικό επίδομα του τεμπέλη του αχαΐρευτου και του ακαμάτη. Κάτι ήταν κι αυτό. Ευτυχώς μετά από λίγο καιρό μεσολάβησε ο καλός μας διαχειριστής και βρήκε δουλειά ως καθαρίστρια σε μια πολυκατοικία λίγο παρακάτω. Έπλενε σκάλες σφουγγάριζε πατώματα καθάριζε και κάνα διαμέρισμα. Της έφευγε ο πάτος και γύριζε αργά το απόγευμα πτώμα. Της είπα να μην κουράζεται μα δεν είχε πρόβλημα. Άντεχε ακόμα. Δεν την είχαν πάρει δα και τα χρόνια. Χρειαζόμασταν χρήματα μου είπε. Το βράδυ βγαίναμε στη γειτονιά για κάνα ποτό. Αυτή γύριζε σπίτι κι εγώ πήγαινα να περπατήσω για να ξεμουδιάσω λιγάκι. Επέστρεφα αργά τη νύχτα κατάκοπος. Γδυνόμουν και ξάπλωνα πλάι της. Μας άρεσε να κοιμόμαστε ολόγυμνοι και αθώοι όπως μας γέννησε η μάνα μας. Ήταν γυναίκα έξυπνη και περπατημένη. Ίσως κάτι να είχε καταλάβει. Μύριζε το κορμί μου κι έβλεπε τα σημάδια του λαιμού και τα γδαρσίματα στην πλάτη. Τις δαγκωματιές στο μπράτσο και στα κωλομέρια. Όποτε μου δινόταν η πόρνη νύχτα την άρπαζα απ’ τα μαλλιά και το σώμα  μιλούσε. Μαρτυρούσε πάντα την αλήθεια. Μα κείνη έκανε πως δεν άκουγε. Ποτέ δεν με ρώτησε που πήγα και τι έκανα. Της αρκούσε που κάθε φορά επέστρεφα και ξάπλωνα πλάι της. Όταν ξύπναγα την άλλη μέρα αυτή έλειπε. Πάνω στο μαξιλάρι της έβρισκα ένα μαύρο τριαντάφυλλο να μοσχοβολά. 

Ένα βράδυ την είχα ρωτήσει τι έπαθε το μάτι της. Δεν ήταν εκ γενετής βλαμμένο μου είπε. Παλιά είχε μπλέξει με ουσίες και άλλα καργιόλια και πάνω σε ένα καβγά ο τότε γκόμενός της πήγε να της χαρακώσει τη μουσούδα. Αυτή ενστικτωδώς τραβήχτηκε και την πέτυχε στο μάτι. Απ’ αυτό δεν έβλεπε καθόλου μα μικρό το κακό. Είχε συνηθίσει. Δεν την ένοιαζε η εμφάνισή της. Ήταν αυτή που ήταν και σ’ όποιον άρεσε. Μόνο απόφευγε να κοιτάζεται στους καθρέπτες. Στα νιάτα της προτού μπλέξει ήταν πολύ όμορφη σκέτη κούκλα. Μου έδειξε και κάποιες φωτογραφίες. Βέβαια δεν ήθελε να τρομάζει τους ανθρώπους μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Μου μιλούσε βουρκωμένη και έπινε ούζο κατ’ ευθείαν απ’ το μπουκάλι. Απ’ την αρχή είχα καταλάβει ότι είναι αλκοολικιά. Έπινε πολύ και τα μπέρδευε μα ευτυχώς μόνο το βράδυ. Καμιά φορά έπαιρνε και κάνα χάπι. Ήταν ο δικός της τρόπος για να μπορεί να κοιμάται και ν’ αντέχει τις δύσκολες νύχτες. Την πρέζα την είχε κόψει εδώ και πολύ καιρό. Και τις κακές παρέες. Είχε μπει φυλακή για λίγο. Μετά πήγε σε κέντρο αποτοξίνωσης και καθάρισε μα τη μοναξιά πώς να την αντέξεις. Μου χρώσταγε μεγάλη χάρη είπε και μ’ αγκάλιασε σφιχτά.

Ένα πρωί δεν ξύπνησε. Με μάτια ορθάνοιχτα μου χαμογελούσε σφίγγοντας  μέσα στις χούφτες της το χέρι μου μαζί μ’ ένα μαύρο τριαντάφυλλο. Το γυμνό ταλαιπωρημένο της κορμί ήταν ζεστό ακόμα. Και το αριστερό της μάτι ασάλευτο κοιτούσε ψηλά τον ουρανό.  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου