Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Ο ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΟΣ


Το ταξί με άφησε στην πλατεία βουδ κοντά στο περίπτερο. Σήκωσα το κεφάλι ψηλά και τον είδα. Καθόταν έξω στο μπαλκόνι του δίπατου νεοκλασικού καθηλωμένος στο αναπηρικό καροτσάκι και στα πόδια του μια μάλλινη κουβέρτα για να τα ζεσταίνει.  Κοιτάζει μόνο τον ουρανό πέρα μακριά. Πλέον η ζωή στην πλατεία δεν τον ενδιαφέρει. Δεν βγαίνει από το σπίτι. Δεν κοιτάζει κάτω. Δεν λέει πολλές κουβέντες. Δεν γελάει. Μα είναι τυχερός. Τον φροντίζει η κόρη του. Μένει μαζί με την οικογένειά της. Την ώρα αυτή ο άντρας της δουλεύει και η μικρή έχει φροντιστήριο. Φέτος τελειώνει το σχολείο και θα δώσει εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Διαβάζει πολύ και είναι καλή μαθήτρια.

Ο γέρος κάθεται μόνος στο μπαλκόνι και κοιτάζει τον ουρανό συννεφιασμένο και βαρύ έτοιμο να βρέξει. Μέσα η κόρη του κάνει δουλειές. Τον παρατηρώ έτσι γερασμένο κι ανήμπορο αλλά δεν τον λυπάμαι. Δεν φαίνεται το σημάδι στο μάγουλο. Αν υπάρχει ακόμα. Δεν ξέρω καν πως αποφάσισα μετά από τόσα χρόνια να γυρίσω πίσω. Το έχω ήδη μετανιώσει μα είναι πλέον αργά. Στέκομαι ακίνητος και αναποφάσιστος. Ο περιπτεράς μου ρίχνει κλεφτές ματιές. Να περάσω το δρόμο ή να κάνω μεταβολή και όπισθεν. Για το εγκεφαλικό έμαθα απ’ το τηλέφωνο πριν από δύο χρόνια. Ούτε τότε είχα έρθει να τον δω. Και κείνη τη φορά ήτανε βαρύ. Όλοι περιμένανε από τη μια στιγμή στην άλλη να τα τινάξει τα πέταλα. Μα τη σκαπούλαρε πάλι. Είναι σκληρό καρύδι ο γέρος. Τελικά περνώ στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εδώ που φτάσαμε δεν έχει γυρισμό.

Χτυπώ το κουδούνι ανοίγει η πόρτα και μπαίνω μέσα. Η ξύλινη σκάλα με τα σαράντα δύο σκαλοπάτια ακριβώς. Ακούω τη φωνή της να ρωτάει ποιος είναι. Δεν της απαντάω. Ανεβαίνω αργά και  με δυσκολία. Νιώθω τα γόνατά μου βαριά. Ξαναμετράω τα σκαλιά για να σιγουρευτώ. Και πάλι ακούω τη φωνή της. Πάλι δεν απαντάω. Την βλέπω στο κεφαλόσκαλο ξαφνιασμένη. Δεν πιστεύει στα μάτια της. Αγκαλιαζόμαστε σφιχτά. Βουρκώνει και τρέμει. Είναι  έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Εγώ παραμένω ψύχραιμος. Την κοιτάζω βαθειά μέσα στα μάτια και χαμογελώ. Την χαϊδεύω στο μάγουλο και στα μακριά της μαλλιά που έχουν αρχίσει να ασημίζουν εδώ και κει. Φιλιόμαστε και αγκαλιαζόμαστε ξανά για να το χορτάσουμε. Ακόμα πιο σφιχτά και πιο παρατεταμένα. Συνερχόμαστε από την φωνή του. Ζητάει νερό. Είναι ξέπνοη βραχνή κι ασθματική. Κουρασμένη και τσακισμένη μα την αναγνωρίζω και με πιάνει σύγκρυο. Πηγαίνουμε μαζί προς την κουζίνα. Δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στο σπίτι. Ίσως πάλι και να μην θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες. Είκοσι πέντε χρόνια πέρασαν. Όταν περνώ απ’ το σαλόνι κοντοστέκομαι. Διακρίνω αχνά τον καμπουριαστό σκελετό. Η πλάτη γυρτή οι ώμοι σκυμμένοι και το κεφάλι ξεφλουδισμένο. Μα δεν τον λυπάμαι. 

Δεν ήμουνα μπροστά στο συμβάν. Είχα βγει βόλτα με τους φίλους και τα ‘μαθα την άλλη μέρα. Είχε γυρίσει στο σπίτι πιωμένος  αργά το βράδυ κι άρχισε χωρίς λόγο να την βρίζει και να την κοπανάει. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Όμως τον τελευταίο καιρό το κακό είχε παραγίνει. Η μάνα κάθε φορά έκανε υπομονή περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Η αδερφή του πάλι δεν τολμούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της και να μπει στη μέση για να τη βοηθήσει κάπως. Ήταν μικρή ακόμα. Μα κι εγώ που ήμουν μεγαλύτερος τον φοβόμουν. Όσο μπορούσα έλειπα απ’ το σπίτι ειδικά τα βράδια. Έψαχνα για δουλειά. Το είχα στο μυαλό μου να τις πάρω και να φύγουμε απ’ το σπίτι. Δεν πρόλαβα. Την βρήκα πρώτος χαράματα που γύρισα στο σπίτι. Οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα. Εκείνος μάλιστα ροχάλιζε του καλού καιρού. Ξημέρωνε Κυριακή. Ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού ήρεμη με τα μάτια κλειστά. Δεν ξαναξύπνησε. Είχε πάρει ολόκληρο το κουτί με τα υπνωτικά. Είκοσι χάπια.   

Η αδελφή μου τον έπιασε απαλά απ’ την πλάτη και τον ανασήκωσε να πιει. Είχαν επισκέψεις του είπε χαρούμενη. Κάποιος είχε έρθει να τον δει. Ο γέρος παραξενεύτηκε.  Είχε καιρό να ενδιαφερθεί κάποιος για κείνον. Όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί τον είχανε ξεχάσει. Έστριψε το καροτσάκι προς τα μέσα. Πλησίασα κοντά του και μετά από πολύ καιρό πατέρας και γιος κοιταζόμασταν ξανά στα μάτια επίμονα βαθιά και τρομαγμένα. Αναμετριόμασταν. Η αδελφή μου μας  άφησε μόνους και πήγε στην κουζίνα. Δεν αλλάξαμε κουβέντα. Μόνο κοιταζόμασταν. Κάποια στιγμή τα μάτια του βούρκωσαν. Σαν να προσπάθησε να σηκωθεί  κι απ’ το  καρότσι μα γρήγορα παράτησε κάθε προσπάθεια.

Άναψα τσιγάρο χωρίς να τραβήξω το βλέμμα από πάνω του. Κάποια στιγμή ο γέρος λύγισε κι έβαλε τα κλάματα. Λυγμοί ξεθυμασμένοι και παράτονοι με ενδιάμεσα βογγητά μα συνέχισε κι αυτός να με κοιτάζει. Δεν ντράπηκε ούτε νευρίασε. Ίσως να ήταν κι η πρώτη φορά που έκλαιγε στην ογδοντάχρονη ζωή του. Μπορεί κι η τελευταία. Άφησα το τσιγάρο στο τασάκι και πλησίασα κοντά του. Έπιασα απαλά τα μαραμένα του χέρια. Αναστέναξα και χάιδεψα τρυφερά το δεξί μάγουλο το σημαδεμένο. Κατόπιν και το ξεφλουδισμένο του κεφάλι. Η αδελφή μου στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας και μας παρακολουθούσε. Έκλαιγε και κείνη βουβά.

Εγώ ήμουν που ειδοποίησα το γιατρό και το ασθενοφόρο. Μόνος μου χωρίς να ξυπνήσω κανέναν. Όταν έφτασαν άκουσαν την καρδιά της και είπαν ότι η μαμά είχε πεθάνει. Τότε ξέσπασα σε κραυγές και ο πατέρας ξύπνησε. Όταν τον είδα έτρεξα στην κουζίνα και έπιασα το πρώτο μαχαίρι που βρέθηκε μπροστά μου. Και πριν προλάβουν να με σταματήσουν κατάφερα να του ανοίξω το μάγουλο στα δύο από πάνω στο αυτί μέχρι κάτω στο στόμα. Τον σημάδεψα ανεξίτηλα για το υπόλοιπο της ζωής του. Μετά έφυγα απ’ το σπίτι και μπαρκάρισα στα καράβια.

Όταν κατέβαινα τις σκάλες είχε πλέον νυχτώσει. Στην εξώπορτα συναντήθηκα με την μικρή. Δεν με ήξερε και δεν με είχε ξαναδεί ούτε καν σε φωτογραφία. Στην αρχή τρόμαξε κουρασμένη και ζαλισμένη από τα μαθήματα της ημέρας. Μετά ίσως να πήγε το μυαλό της και στο πονηρό. Ο πατέρας της δεν είχε γυρίσει ακόμα. Για λίγο σταμάτησα και της χαμογέλασα. Ήταν ψηλή λεπτή πανέμορφη φτυστή η γιαγιά της. Είχε πάρει και τα μάτια της και τ’ όνομά της. Ύστερα βγήκα βιαστικά στο δρόμο.

(Μετά από λίγο καιρό ήταν Μεγάλη Παρασκευή που έμαθα πως ο πατέρας πέθανε με τρόπο αναπάντεχο την ώρα που περνούσε από την πλατεία ο επιτάφιος μπροστά απ’ το σπίτι μας. Τότε ο γέρος ξαφνικά σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα τινάχτηκε πάνω. Στάθηκε για λίγο όρθιος και κοίταξε για τελευταία φορά το ολόγιομο φεγγάρι. Έπειτα φουντάρισε στο κενό ανάμεσα στο έντρομο πλήθος που ακολουθούσε τους παπάδες. Η κηδεία του θα γινόταν μετά την Ανάσταση είπε η αδερφή μου στο τηλέφωνο.)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου