Περπατούσα
τρέχοντας για τη δουλειά μου. Είχα αργήσει. Σήμερα δεν λειτουργούσε τίποτα. Τα
ταξί και τα λεωφορεία σε απεργία. Οι δρόμοι πνιγμένοι στα αυτοκίνητα. Ουρές
ολόκληρες. Μποτιλιαρίσματα και σπασμένα
νεύρα. Βρισιές και κόρνες. Τους προσπερνούσα με την τσάντα παραμάσχαλα γεμάτη
με χαρτιά βιβλία και σημειώσεις. Όσα χρειαζόμουν για το μάθημα. Δεν είχα
κοιμηθεί καλά. Ο ύπνος είχε αργήσει να έρθει και η νύχτα ήταν πάλι μεγάλη. Τελικά
κατά τα ξημερώματα κατάφερα να ξεκλέψω ένα δίωρο και κάπως συνήλθα. Μα τώρα
τρέχω και δεν φτάνω. Και καλά να πάθω για να μάθω άλλη φορά να ανοίγω και καμιά
τηλεόραση. Να διαβάζω εφημερίδες και να παρακολουθώ τις ειδήσεις. Να ξέρω τι μου
γίνεται και τι με περιμένει. Τι μου ξημερώνει για να παίρνω τα μέτρα του. Να
φυλάγομαι μη μου την φέρουν πισώπλατα. Αν γνώριζα τι θα γινόταν απ’ το μεσημέρι
θα στηνόμουν στο σχολείο και θα περίμενα. Τώρα ποιος τον ακούει πάλι τον διευθυντή.
Τον τελευταίο καιρό έχω δώσει αρκετά δικαιώματα.
Πάντως
δεν ήταν ποτέ στα όνειρά μου να διδάσκω βαριεστημένους μαθητές του νυχτερινού. Πήρα
με άριστα το πτυχίο μου και κάμποσες υποτροφίες. Όταν τέλειωσα και το διδακτορικό
δούλεψα για δυο χρόνια σε κάποιο ερευνητικό κέντρο του εξωτερικού και παράλληλα
βοηθός στο κοντινό πανεπιστήμιο. Έκανα δυο τρεις σημαντικές δημοσιεύσεις. Πήρα μέρος και
σε συνέδρια. Όλοι με θεωρούσαν ανερχόμενο αστέρι στον τομέα μου. Διεθνούς
βεληνεκούς λέγανε. Έπρεπε να γυρίσω πίσω. Να με φέρουν με κάθε κόστος οι
αρμόδιοι γιατί είχα πολλά να προσφέρω στην πατρίδα μου. Τελικά επέστρεψα μα για
άλλους πιο προσωπικούς λόγους.
Είχε
πέσει ο ήλιος κι εγώ περπατούσα ακόμα. Έπρεπε να πάω στη δουλειά μου. Η πορεία
των εργαζομένων και των ανέργων εδώ και ώρα είχε τελειώσει. Φτάσανε μέχρι τη
βουλή κρατώντας ψηλά τα πανό τους και ανεμίζοντας τις πολύχρωμες σημαίες τους.
Διαδήλωσαν με σθένος τα δίκαια αιτήματά τους. Φάγανε κάμποσα δακρυγόνα στο κεφάλι.
Τους σπρώξανε με τις ασπίδες και τα γκλομπάκια και τους κλώτσησαν με μανία και λύσσα.
Με βαναυσότητα. Στο τέλος το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε και γύρισαν σπίτι. Τώρα είχε
αρχίσει ο κλεφτοπόλεμος με τους κουκουλοφόρους. Τους έβλεπα στα στενά γύρω απ’
την πλατεία των εξαρχείων να πετροβολάνε βιτρίνες και αμάξια. Να βάζουνε φωτιές
σε κάδους σκουπιδιών και να στήνουν αυτοσχέδια οδοφράγματα. Να βρίζουν τους μπάτσους
και κείνοι να τους παίρνουν στο κυνήγι. Σαν τα μικρά παιδιά παίζανε τους κλέφτες
κι αστυνόμους κι εγώ δεν ήξερα από πού να πάω και πού να κρυφτώ. Έτσι κι αλλιώς
δεν ήμουν με κανέναν μα χωρίς να το θέλω είχα βρεθεί στο στόμα του λύκου. Παντού
φασαρίες και συμπλοκές. Το κέντρο είχε μετατραπεί σε κόλαση. Κοβόταν η ανάσα μου
από τα δακρυγόνα. Τα μάτια μου έκλαιγαν πονούσαν και έκαιγαν. Τέτοιο πράγμα δεν
το ‘χα ξαναπάθει.
Πήγα σαν
πρόβατο στη σφαγή. Ήμουν ο άμαχος πληθυσμός και οι παράπλευρες απώλειες όπως θα
λέγανε εκ των υστέρων τα κανάλια της τηλεόρασης και τα υπόλοιπα κοράκια. Άοπλος
και εντελώς ανύποπτος. Ακίνδυνος για όλους. Με το σκυφτό μου σουλούπι το
καμπουριαστό και το αθώο ύφος το λυπημένο. Και τον τρόμο μέσα από τα μάτια μου.
Όμως όλα αυτά δεν μου εξασφάλιζαν τίποτα απολύτως. Και πάνω από όλα ότι θα φτάσω
σώος κι αβλαβής στην εργασία μου. Γιατί καμιά όρεξη δεν είχα νυχτιάτικα να μου
ανοίξουν με καμιά κοτρόνα το κεφάλι και να τρέχω στα νοσοκομεία. Ή ακόμα χειρότερα
να πιαστώ στα δόκανα του νόμου και της τάξης ως αναρχικός τρομοκράτης και συνήθης
ύποπτος. Απ’ το τίποτα δηλαδή κατευθείαν στην μέγγενη της εξουσίας. Και να με
κάνουν οι ηλίθιοι ήρωα κατά λάθος και ίνδαλμα της επαναστατημένης νεολαίας με
το ζόρι. Τρελά και ανήκουστα πράγματα. Να ψαχουλεύουν στην τσάντα και πάνω μου
για εκρηκτικά και βόμβες μολότοφ. Να με βρίζουν και να με ξεφτιλίζουν κι εγώ
από πάνω να πρέπει να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Θα έχανα και το μάθημα.
Και τα κουρασμένα παλικάρια μου σίγουρα θα ανησυχούσαν. Κάποιοι από αυτούς
τουλάχιστον. Μα κανένας άλλος.
Όταν
πέθανε η μάνα μου έπρεπε να γυρίσω πίσω. Ήταν η δικαιολογία που περίμενα. Είχα
μπουχτίσει από βαρβαρικές κραυγές και λέξεις χωρίς συναίσθημα. Από ψυχρές
συνομιλίες της δουλειάς και της έρευνας. Είχα κουραστεί από δογματικούς προϊσταμένους.
Από την φανατίλα και την αυθεντία τους. Από το ύφος τους το περισπούδαστο και
σοβαροφανές. Από αυτούς που ξέρανε την αλήθεια και είχανε βέβαια πάντα δίκιο.
Είχα βαρεθεί τις άσκοπες συνεργασίες και τις βαρετές συναναστροφές. Τις
κουβέντες για τα μεγάλα ζητήματα της επιστήμης που εδώ και αιώνες εκκρεμούσαν
και έπρεπε επειγόντως να λυθούν. Για τα στριφνά μαθηματικά και τις καινούργιες εξωτικές
ιδέες που κάθε τόσο ανακάλυπταν. Τις δύσπεπτες διαφορικές εξισώσεις των άπειρων
μεταβλητών που θα με οδηγούσαν κάποτε στη θεωρία των πάντων. Στο άγιο
δισκοπότηρο των ερευνητών. Εκεί μακριά στους άγνωστους κόσμους του αχανούς σύμπαντος
και στα ένδοξα νόμπελ του μακρινού μέλλοντος.
Χα χα. Σίγουρα
κάποτε όλα αυτά θα με οδηγούσαν στην αθανασία. Αυτά που σφράγισαν την άχαρη αποστειρωμένη
και μοναξιασμένη μου νιότη. Εκπλήσσομαι και συγχρόνως εξοργίζομαι με εκείνον
τον μακρινό ανώριμο και ενθουσιώδη εαυτό μου. Πώς τα άντεξα όλα αυτά και πώς
εξαρχής δεν τα βρόντηξα κάτω. Πώς έχασα τόσο πολύτιμο χρόνο. Πώς πέταξα τα
νιάτα και την ομορφιά μου στα σκουπίδια. Μα πλέον τα είχα όλα βαρεθεί. Με
είχανε κουράσει. Τώρα η ζωή μου θα έμπαινε σε άλλη φάση. Θα γυρνούσα στην πατρίδα.
Εκεί που με περίμενε η μόνη μου κληρονομιά. Ένας παράλυτος αδερφός πάνω στο αναπηρικό του καροτσάκι. Κανένας
άλλος.
Είχε
μαζευτεί κόσμος πολύς γύρω απ’ το πεσμένο αγόρι. Κάποιοι προσπαθούσαν να δώσουν
τις πρώτες βοήθειες. Είχαν ειδοποιήσει και για ασθενοφόρο. Βρέθηκε κι ένας περαστικός
γιατρός από το πουθενά. Εξέτασε το παιδί στα γρήγορα και είπε πως είχε πεθάνει.
Ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων. Η κουκούλα του παρατημένη πιο κει κολύμπαγε στο αίμα. Τα ξανθά του μαλλιά είχανε γίνει πορτοκαλένια
προς το κόκκινο. Στο μέτωπό καταμεσής τον
είχε πλέον σημαδέψει ανεξίτηλα μια ολοστρόγγυλη τρύπα των εννέα χιλιοστών από
περίστροφο. Πρέπει να πυροβολήθηκε εξ επαφής ψιθύρισε κάποιος έμπειρος στα
πολεμικά. Πλησίασα πιο κοντά να δω καλύτερα. Δυο αθώα γαλανά μάτια με κοίταζαν ήρεμα
και συγκαταβατικά. Δάσκαλε δεν είναι πολύς ένας χρόνος ημιζωής με ρωτούσε και
πάλι. Πόσο κρατάει. Σίγουρα δεν τελειώνει γρήγορα. Μα ήδη μέσα στα αυτιά μου
βούιζαν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά της δύστυχης μάνας του όταν σε λίγο θα της
πήγαιναν το μαντάτο.
Ήταν
μαθητής μου. Φέτος θα τέλειωνε το σχολείο. Ήθελε να δώσει και πανελλήνιες για
ηλεκτρονικός. Ήδη τα πρωινά δούλευε σαν βοηθός. Ας μην πληρωνόταν. Μάθαινε όμως
την τέχνη. Ήταν ο καλύτερος της τάξης. Απ’ τους λίγους που έδειχναν ενδιαφέρον
χωρίς απουσίες και εξυπνάδες. Δίχως φασαρίες. Ειδικά στο μάθημά μου. Είχε
όνειρα για το μέλλον μα τον ενοχλούσε η βρωμιά και η αδικία αυτού του κόσμου. Ήθελε
να τον αλλάξει έλεγε. Τουλάχιστον θα
προσπαθούσε. Στο χέρι μας είναι ένας καλύτερος κόσμος πιο δίκαιος ειρηνικός και
ελεύθερος αρκεί να το πιστέψουμε και να αγωνιστούμε για τις ιδέες μας και τον
άνθρωπο. Για τον πλανήτη ολόκληρο. Άκουγα με συγκατάβαση τα φλογισμένα του
λόγια και του χαμογελούσα. Δεν είχα κάτι να του πω και να τον συμβουλέψω ως
μεγαλύτερος. Πείρα ζωής και κουραφέξαλα. Έτσι κι αλλιώς δίκιο είχε. Και τι έχει
να πει ένας κουρασμένος πενηντάρης σε έναν εικοσάχρονο που είναι γεμάτος ορμή
και δύναμη. Ακόμα κι ένας πατέρας στο γιο του.
Τίποτα.
Μόνο προχώρα. Κάνε ότι νομίζεις καλύτερο και πρόσεχε. Όχι μόνο γκάζι. Θέλει και
φρένο η ζωή ειδικά στις επικίνδυνες στροφές τις λακκούβες και στις κατηφόρες. Αυτά
σκεφτόμουνα όταν τον άκουγα μα δεν έβγαζα μιλιά. Μόνο τον θαύμαζα και χαμογελούσα.
Χτες μόλις είχαμε μάθημα για τη ραδιενέργεια τα άτομα και τους πυρήνες. Για τις
βλαβερές συνέπειες της ακτινοβολίας και τον κίνδυνο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος
και μιας παγκόσμιας καταστροφής. Ο μικρός άκουγε με ενδιαφέρον. Κρατούσε σημειώσεις
και ρώταγε. Είναι κάποια στοιχεία που μας μοιάζουν φίλε μου του είχα απαντήσει.
Δεν είναι αιώνια. Πεθαίνουν και μετασχηματίζονται σε άλλα και ο χρόνος ημιζωής
τους είναι ένας περίεργος λογάριθμος που τα καθορίζει. Όχι η μισή τους ζωή
ακριβώς αλλά λίγο παραπάνω του είχα απαντήσει. Ναι αγόρι μου είναι πολύς χρόνος
που φτάνει και περισσεύει. Και αυτός άκουγε και σημείωνε. Σκεφτόταν και έγραφε.
Σε λίγο έφτασε το ασθενοφόρο και οι νοσοκόμοι σκέπασαν τον νεκρό μαθητή με τα
πορτοκαλένια μαλλιά.
Όταν
επέστρεψα στην πατρίδα έψαξα αμέσως για εργασία πάνω στην ειδικότητά μου και
στην έρευνα. Έστειλα κάποια βιογραφικά εδώ κι εκεί και πέρασα από κάμποσες συνεντεύξεις. Όμως ξαφνικά κατάλαβα πως το ανερχόμενο
αστέρι της θεωρητικής φυσικής του διεθνούς βεληνεκούς είχε αρχίσει να σβήνει
όχι τόσο από τις κλίκες και τις κουμπαριές των ντόπιων πανεπιστημίων αλλά γιατί
είχα χάσει όλο μου το ενδιαφέρον για την επιστήμη. Ναι καρφί δεν μου καιγόταν
να μάθω την αλήθεια. Δεν πίστευα πλέον πουθενά. Έτσι γρήγορα έκανα στροφή
εκατόν ογδόντα μοιρών και προσανατολίστηκα προς την μέση εκπαίδευση. Αρχικά δούλεψα
σε κάποια φροντιστήρια και κατόπιν μέσω ενός γνωστού στο υπουργείο κατάφερα να
βολευτώ σε μια ταπεινή θεσούλα καθηγητή νυχτερινού σχολείου με έναν μικρό μισθό και
λίγες ώρες απασχόλησης χωρίς πολλές απαιτήσεις
και βάσανα. Μου ήταν αρκετά.
Στην
πλατεία επικρατούσε αναβρασμός και γενικός ξεσηκωμός. Το άσχημο νέο είχε ταξιδέψει
με την ταχύτητα του φωτός. Οι σύντροφοι οπλίζονταν με στυλιάρια και μολότοφ κι
ετοιμάζονταν για μάχη. Ζητούσαν εκδίκηση και κείνο το βράδυ θα καιγόταν ολόκληρη
η πόλη. Την άλλη μέρα η κυβέρνηση έντρομη θα εφάρμοζε στρατιωτικό νόμο με
μαζικές συλλήψεις βασανιστήρια μέτρα εκτάκτου ανάγκης και εκτοπίσεις που θύμιζαν
άλλες εποχές και θα γύριζαν την χώρα πολλά χρόνια πίσω. Είχαν σοβαρή δικαιολογία
πλέον. Υπήρχαν δυο αστυνομικοί νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Επικρατούσε χάος
και αναρχία. Μα εγώ για την ώρα έτρεχα να προλάβω. Αναγκαστικά πέρασα και μέσα
από την πλατεία. Τρόμαξα από τον χαμό. Έξω από μια καφετέρια το μάτι μου πήρε
τον γυμναστή του σχολείου. Καθόταν ολομόναχος μπροστά από μία σκακιέρα. Τον
χαιρέτησα βιαστικά μα εκείνος απορροφημένος από την παρτίδα δεν πρέπει να με
πρόσεξε. Ούτε φαινόταν να τον ενοχλεί η κατάσταση γύρω του. Μπορεί και να
χάζευε αμέριμνα και αδιάφορα. Πάντως ήταν στον δικό του κόσμο ταξιδεύοντας
μακριά.
Με τους
συναδέλφους στο σχολείο δεν είχα πολλά πάρε δώσε παρά μόνο τα τυπικά. Ο
γυμναστής αποτελούσε εξαίρεση. Τον συμπαθούσα και λέγαμε δυο κουβέντες. Έπαιζα
μαζί του και κάνα μπάσκετ για να ξεμουδιάσω. Οι περισσότεροι μαθητές δεν
συμμετείχαν. Στεκόντουσαν στην άκρη παρακολουθώντας αδιάφορα και κάπνιζαν. Στα
διαλλείματα παίζαμε και κάνα σκάκι σε ένα μαγνητικό τσέπης που κουβαλούσα μαζί
μου. Όλες οι παρτίδες μας έμεναν ανολοκλήρωτες δίχως νικητή. Κι εκείνος ήταν
κλειστός άνθρωπος και δεν είχε πολλές κουβέντες. Σε λίγο θα ‘βγαινε στη σύνταξη.
Ήταν από χρόνια χωρισμένος και είχε ένα γιο. Πριν δέκα μέρες που πέθανε ο
αδερφός μου ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς πέρασε απ’ τον σπίτι για να με
συλλυπηθεί. Μας έβλεπε καμιά φορά στην πλατεία μαζί να κάνουμε βόλτα και να
πίνουμε καφέ και μας χαιρετούσε.
Το
καροτσάκι βρισκόταν ακόμα στη θέση του στο σαλόνι απέναντι απ’ την τηλεόραση μα
τώρα ήτανε άδειο. Δίπλα βρισκόταν ακόμα απείραχτη η σκακιέρα από την τελευταία
μας παρτίδα. Ήξερε λίγο σκάκι ο αδερφός μου και παίζαμε για να περνάει η ώρα. Καμιά
φορά τον άφηνα να κερδίζει και τότε απ’ την χαρά του έκανε σαν μικρό παιδί. Ο
καλός μου συνάδελφος κοίταξε με περιέργεια την θέση. Ήταν η σειρά του λευκού να
παίξει. Το βρήκε αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήταν και τίποτα δύσκολο. Ο
ίππος στο ζήτα εφτά και ματ του αποκλεισμού φορσέ. Ναι μια κίνηση ήθελε ακόμη ο
αδερφός μου για να με νικήσει μα δεν πρόλαβε. Γύρω στο εικοσάλεπτο κράτησε η
επίσκεψη του γυμναστή. Δεν αλλάξαμε πολλές κουβέντες.
Όταν επιτέλους
έφτασα στο σχολείο κατάκοπος και κάθιδρος το βρήκα κλειστό και έρημο. Δεν
μπορεί. Ήταν δέκα ακόμα. Ώρα για το τελευταίο διάλειμμα. Μα πού πήγανε όλοι
τους. Η καγκελόπορτα ήταν κλειδωμένη.
Την χτύπησα δυνατά. Φώναξα να με ακούσουν και να ανοίξουν. Μετά από λίγο φάνηκε
ο φύλακας με το βαρύ νυσταγμένο του βήμα. Όταν του ζήτησα να μπω μέσα για να
πάω στο μάθημά μου εκείνος παραξενεύτηκε. Σήμερα είναι Σάββατο κύριε καθηγητά
και το σχολείο είναι κλειστό μου είπε και συνέχισε να με κοιτάζει περίεργα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου