Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ

Έμπαινα στο στρατόπεδο αργοπορημένος. Ο υπεύθυνος της πύλης στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε με συγκατάβαση. Το έγραφε το πρόσωπό μου. Ερχόμουν από κακιά νύχτα ταλαιπωρημένος και άυπνος. Μα η σημερινή μέρα ήταν ξεχωριστή για την Μονάδα και δεν σήκωνε αργοπορίες. Παρ’ όλα αυτά εγώ δεν βιαζόμουν. Βάδιζα πάνω στην μεγάλη ευθεία προς το Διοικητήριο αργά και με σκυμμένο το κεφάλι.

Όλο το στρατόπεδο ήταν ανάστατο. Φαντάροι και αξιωματικοί  υπάλληλοι και ένστολοι έτρεχαν πανικόβλητοι για τις αγγαρείες της τελευταίας στιγμής. Καθαριότητες τακτοποιήσεις κάποιες ενημερώσεις των προϊσταμένων όλα έπρεπε να γίνουν στην εντέλεια. Ακόμα και ο διοικητής ήταν αγχωμένος. Φορούσε την επίσημη στολή του και ο ιδρώτας έτρεχε ρυάκι στο κούτελό του. Τα γυαλιά του είχαν θαμπώσει. Παρ’ όλο το τρέξιμο του τελευταίου μήνα οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ και εχθρός του καλού είναι πάντα το καλύτερο συνήθιζε να μας λέει με έμφαση. Τέτοιες μαλακίες. Όμως όλα έπρεπε να είναι στην εντέλεια και άψογα. Σε λίγο θα έφτανε ο στρατηγός για την επιθεώρηση.

Όταν με είδε να περπατάω με το πάσο μου έγινε πυρ και μανία. Κατακόκκινος απ’ το κακό του. Φοβήθηκα μην πάθει κάνα εγκεφαλικό εξαιτίας μου. Με ρώτησε τι ώρα είναι αυτή που έρχομαι. Τα χάλια μου έχω. Είμαι και αξύριστος. Εγώ με ψύχραιμη και σιγανή φωνή του είπα ότι έπρεπε να φύγω αμέσως για την πόλη μου.  Πέθανε χτες  ένας καλός μου φίλος και η κηδεία θα γινόταν σήμερα το μεσημέρι στις τρεις. Ίσα που προλάβαινα να πάω. Ο διοικητής γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια του. Λοχαγέ αυτό αποκλείεται είπε. Ειδικά σήμερα που έχουμε επιθεώρηση. Το πόστο σου είναι κρίσιμο και δεν θα μπορούσες να λείψεις. Αν τουλάχιστον ήταν κάποιος στενός συγγενής σου ίσως δικαιολογιόταν η απουσία μου. Δεν επέμεινα ούτε είπα κάτι άλλο. Έστω ένα μάλιστα κύριε διοικητά ότι διατάξτε που θα ταίριαζε στην περίσταση.

Ήταν καλός φίλος μα άτυχος. Μια παλιά πνευμονία κι ένα μικρόβιο στα νεφρά είπαν οι γιατροί ότι έφταιγε. Εξετάσεις αιμοκαθάρσεις ταλαιπωρίες μα δεν το ‘βαζε κάτω. Χωρίς κλάψες και πάντα με  το χαμόγελο. Πέθανε στον ύπνο του από ανακοπή. Τουλάχιστον δεν κατάλαβε τίποτα. Είχε ωραίο θάνατο. Και δεν ήταν ούτε σαράντα πέντε χρόνων.

Ανέβηκα στο Διοικητήριο. Τους έβλεπα απ’ το παράθυρο του γραφείου μου σε παράταξη με τα κράνη τις εξαρτήσεις και τα όπλα παραμάσχαλα μούσκεμα στον ιδρώτα να περιμένουν τον στρατηγό. Ο διοικητής περπατούσε νευρικά πέρα δώθε και έριχνε κλεφτές ματιές προς το σιντριβάνι. Ήταν δικό του επίτευγμα κι ένιωθε πολύ περήφανος γι’ αυτό. Ειδικότερα καμάρωνε για το γύψινο αγαλματάκι τον φύλακα άγγελο του στρατοπέδου. Μα η ώρα περνούσε και δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Φόρεσα το τζόκεϊ και βγήκα έξω.

Όταν με είδε  έγινε πάλι έξω φρενών. Πυρ και μανία. Φώναζε να ξεκουμπιστώ αμέσως από μπροστά του και να πάω να κρυφτώ. Εκθέτω όλο το στρατόπεδο και αύριο θα κληθώ σε απολογία για την απείθαρχη συμπεριφορά μου. Και την άδεια που θέλω να την ξεχάσω. Εγώ δεν είπα τίποτα παρά μόνο του χαμογέλασα όπως και στους συναδέλφους μου που με κοιτούσαν τρομαγμένοι. Τους χαιρέτησα στρατιωτικά με το αριστερό μου χέρι και τράβηξα για την πύλη του στρατοπέδου.

Ο διοικητής τα είχε πλέον χαμένα. Με φώναξε ξαφνιασμένος πού πάω και με έπιασε απ’ το μπράτσο για να σταματήσω. Τότε γύρισα προς το μέρος του και του άστραψε δυο χαστούκια. Αλλού βρέθηκαν τα γυαλιά κι αλλού το καπέλο του. Έχασε και την ισορροπία του και βρέθηκε μες στο  σιντριβάνι φαρδύς πλατύς να τον κατουράει γελώντας το όμορφο χερουβείμ. Ο διοικητής είχε ξαφνικά χλομιάσει και  φώναζε βοήθεια. Κάποιος να τον βγάλει από κει μέσα. Μέσα στη γούρνα είχε γίνει λούτσα. Κάποιοι έτρεξαν να τον βοηθήσουν μα εγώ πλέον δεν έδινα σημασία και βάδιζα προς την έξοδο.

Πλησίαζε δώδεκα. Ήταν η ώρα του στρατηγού. Δεν είχα ρολόι μα το ένιωθα. Ο ήλιος βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο πυρώνοντας τα κράσπεδα και τις λαμαρίνες. Είχα μόνο διακόσια μέτρα να διανύσω μα μου φαίνονταν ατέλειωτα. Έβραζα ολόκληρος κι έσταζα σαν κατουρημένος.  Ξεκούμπωσα το χιτώνιο και το πέταξα στο πλάι μέσα στα χορτάρια μαζί με το τζόκεϊ. Οι αρβύλες με βάραιναν. Τις κλότσησα κι αυτές μακριά και οι πατούσες μου τσουρουφλίστηκαν. Μπροστά μου έβλεπα την αφρισμένη θάλασσα με τα πράσινα νερά και μου ερχόταν να βουτήξω μα έκανα υπομονή. Λίγα μέτρα ήθελα ακόμη. Το παντελόνι μου σερνόταν στην καυτή άμμο. Το έβγαλα κι αυτό και έμεινα ολόγυμνος όπως με γέννησε η μάνα μου.

Έφτασα στην κεντρική πύλη και σταμάτησα στη σιδερένια μπάρα. Απ’ την άλλη μεριά επίσημες στολές αστραφτερά  παράσημα και  μαύρες πολυτελείς λιμουζίνες με τύφλωναν. Τόση λάμψη δεν μπορούσα άλλο να την αντέξω. Με κοιτούσαν αμήχανα και  μιλούσαν ψιθυριστά. Κάποιοι χαζογελούσαν μεταξύ τους. Μπορεί και να με κορόιδευαν μα δεν με ένοιαζε. Ήμουν ολόγυμνος ζεσταινόμουν πολύ και ο φίλος μου σε λίγο θα έμπαινε κρύος μέσα στο χώμα. Έβγαλα μια δυνατή κραυγή. Άνοιξα τα χέρια διάπλατα. Τέντωσα το γυμνό μου κορμί και βούτηξα στην παγωμένη θάλασσα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου