Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ

Περίμενα στη διασταύρωση ν’ ανάψει πράσινο ακούγοντας στο ραδιόφωνο λαϊκά. Αυτή στεκόταν λίγο πιο πέρα μετά τα φανάρια και μου έκανε νόημα να σταματήσω. Κούτσαινε ελαφρά και παραπατούσε σαν να είχε ξεχαρβαλωθεί το τακούνι της. Πήγαινε στο λιμάνι σε μια κάθετη μου είπε.  Δρόμος μικρός στενός και ασήμαντος.  Αν δεν τον ήξερα δεν υπήρχε πρόβλημα. Θα με καθοδηγούσε εκείνη. Την κοίταξα αρκετές φορές απ’ τον καθρέφτη με γρήγορες λοξές ματιές. Δεν μπορούσα να κάνω λάθος. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν αυτή. Το βλέμμα ολόιδιο και η φωνή της λίγο πιο βραχνή. Όμως στα υπόλοιπα αγνώριστη. Είχαν περάσει και είκοσι χρόνια και δεν την είχα ξαναδεί από τότε. Είχε μεγαλώσει μα την αναγνώρισα. Ευτυχώς, τα μάτια δεν γερνάνε. Κάποια στιγμή  διασταυρωθήκαμε κι ανταλλάξαμε ματιές. Τις έλειπαν κάμποσα δόντια. Μου χαμογέλασε πρώτη μα δεν πρέπει να με γνώρισε. Έτσι μου φάνηκε γιατί διαφορετικά κάτι θα μου ‘λεγε και θα ρωτούσε. Δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να φρεσκάρει τα χείλη της με το ίδιο πάντα κραγιόν από κεράσι. Και γύρω από τα μάτια οι ίδιες πάντα γαλάζιες ανταύγειες. Απ’ την άλλη κι εγώ είχα αλλάξει πολύ. Αμούστακο παιδί ήμουν τότε. Και το ταξί ίσως κάτι να της θύμιζε μα που να πάει το μυαλό της. Είχαν περάσει και είκοσι χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή.

Όταν οι γονείς μου σκοτώθηκαν και οι δυο μαζί σε τροχαίο πήγα να μείνω στον αδερφό της μάνας μου. Σ’ αυτό τουλάχιστον στάθηκα τυχερός. Έμπαινα στα είκοσι τρία και τελείωνα στο πανεπιστήμιο το μαθηματικό. Με βάση τον νόμο ήμουν ενήλικας και κανένας φιλεύσπλαχνος εισαγγελέας ή κοινωνικός λειτουργός δεν μπορούσε πλέον να μου επιβάλει κηδεμόνα. Δηλαδή εκείνος ο φαλακρός και αγέλαστος  με τα κοκάλινα γυαλιά που χωρίς πολύ σκέψη  αποφάσισε για τα μικρότερα αδέρφια μου ότι θα έμεναν με το σόι του πατέρα μου και δίχως καν να τα ρωτήσει. Αν και νοικοκύρηδες περιωπής και με κάποια κοινωνική επιφάνεια εμένα μου ήταν αχώνευτοι. Έτσι διάλεξα να πάω στον αδερφό της μάνας μου που τον συμπαθούσα περισσότερο. Και φυσικά κι αυτός με ήθελε κοντά του. Ο θείος ήταν ανύπαντρος. Ο χρόνος είναι γιατρός μου είπε. Θα συνηθίσουμε. Μα πιο πριν τη μέρα της κηδείας έκλαψε πολύ πάνω και απ’ τα δύο φέρετρα σαν μικρό παιδί μπροστά σε όλους χωρίς ντροπή δυο μέτρα άντρακλας. Αυτή την είχε γκόμενα. Όταν γυρίσαμε απ’ το νεκροταφείο στο σπίτι μού τη γνώρισε. Η άτιμη ήταν κουκλάρα και πανέμορφη μόνο που από τότε κούτσαινε ελαφρά. Αργότερα έμαθα ότι ένας πρώην την είχε πετάξει απ’ το μπαλκόνι κάποιου ξενοδοχείου μα την είχε γλυτώσει φτηνά. Μόνο που έγινε συναρμολογημένη γεμάτη σίδερα και λαμαρίνες. Η ίδια μου τα ‘λεγε όποτε το ‘φερνε η κουβέντα και ξεραινότανε στα γέλια.

Ο θείος σπάνια γελούσε μα με αγαπούσε με πρόσεχε και με φρόντιζε. Ποτέ δεν τους είχα δει να τσακώνονται εκτός από την τελευταία φορά. Κι αυτός δεν την ζήλευε. Της είχε εμπιστοσύνη παρ’ όλο που συνέχιζε να δουλεύει νύχτα σε μπαρ κάτω στο λιμάνι από τότε. Ξημερώματα πήγαινε και την έπαιρνε απ’ τη δουλειά και γύριζαν μαζί στο σπίτι. Τους άρεσε η νύχτα. Κατά βάθος ήταν δυο ρομαντικοί βρικόλακες μα πρόσεχαν. Όσο μπορούσαν. Και γαμιόντουσαν ωραία και παθιασμένα με μουγκρητά και βρομόλογα της καύλας. Τους άκουγα από το διπλανό δωμάτιο την ώρα που έβγαινε ο ήλιος θέλοντας και μη.  Ένας τοίχος μας χώριζε. Και αναστατωνόμουν και ερεθιζόμουν και βάραγα σερί τις μαλακίες για πάρτη της. Κάποιες φορές τους είχα πάρει και μάτι απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Και μπανιστήρι όταν μετά το γαμήσι έκανε ντους στην τουαλέτα και ο θείος μου ροχάλιζε κατάκοπος του καλού καιρού. Ήταν μουνάρα κι εγώ πάνω στα ντουζένια μου. Μα κι ο θείος θηρίο ανήμερο. Και μέσα σ’ όλη αυτή την παραζάλη και την παραφορά έπρεπε να πενθήσω και τους αδικοχαμένους μου γονείς.  Και τα αδέρφια που δεν θα ξανάβλεπα ποτέ από τότε. Και μαζί μ’ αυτά είχα και τη σχολή.

Το πτυχίο πάντως το πήρα έστω και με τα χίλια ζόρια μόνο για το χατίρι του. Για να νιώσει κι αυτός λίγο περήφανος. Πλέον ήμουν ο γιος του μα του το ξέκοψα αμέσως. Δεν είχα καμία όρεξη να ξυπνάω από τα άγρια χαράματα και να μαθαίνω πρόσθεση κι αφαίρεση σε αδιάφορους κουμπούρες. Είχε αρχίσει και ο ήλιος να με πειράζει στα μάτια. Έτσι του ‘λεγα κι εκείνος έσκαγε κάνα δειλό χαμόγελο. Δεν μου ‘φερε αντίρρηση. Κάνε ότι νομίζεις μου είπε. Εσύ αποφασίζεις για τη ζωή σου. Μετά το φανταρικό έπιασα αμέσως δουλειά. Στην αρχή μαζί του. Με εκπαίδευε στη νύχτα. Με μάθαινε τους δρόμους και τους ανθρώπους. Να αποφεύγω τις λακκούβες και τα σαμαράκια. Με βοήθησε να βγάλω και την άδεια. Μετά μόνος μου. Απόγευμα και βράδυ εναλλάξ και όσο περνούσε ο καιρός εγώ την περισσότερη ώρα για να τον ξεκουράζω. Περνούσαμε κι απ’ το λιμάνι στο μπαρ που δούλευε εκείνη. Ο θείος  ήταν φίλος με το αφεντικό της. Πίναμε κάνα ουίσκι σκέτο με πάγο σε χαμηλό πάντα και το πρωί γυρίζαμε στο σπίτι. Πέντε χρόνια πέρασαν έτσι. Όμορφα χρόνια και για τους τρεις μας.

Στα μισά του δρόμου έβαλα διπλή ταρίφα. Προχωρούσα αργά στη δεξιά λωρίδα. Δεν βιαζόμουν να φτάσω στον προορισμό μου. Αυτή κοιτούσε αφηρημένα έξω. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε πει λέξη. Με έτρωγε να της πιάσω την κουβέντα. Να επιβεβαιώσω την υποψία του. Να την ρωτήσω και να σιγουρευτώ μα την τελευταία στιγμή κάτι με κράταγε. Δίσταζα. Ότι έγινε πάει πέρασε. Ότι έγραψε δεν ξεγράφετε και δεν έχει πλέον σημασία. Ο θείος είχε  συγχωρεθεί. Αυτή κάποιον άλλο θα είχε βρει που μπορεί να είναι και το αφεντικό της. Κι εγώ ήμουν παντρεμένος με δύο κόρες. Ας είναι καλά ο θείος όπου και να ‘ναι που τα άφησε όλα σε μένα. Και το ταξί και το σπίτι και όσα χρήματα είχε στην τράπεζα. Πουθενά στη διαθήκη δεν αναφέρθηκε τ’ όνομά της. Σαν να μην υπήρξε ποτέ για κείνον. Ας έζησαν δέκα ολόκληρα χρόνια μαζί. Δεν ξέω γιατί στο τέλος τα τσούγκρισαν. Ήθελε να τη ρωτήσω και για κείνο το τελευταίο βράδυ που ο θείος έφυγε τρέχοντας από το σπίτι κι εξαφανίστηκε και μείναμε οι δυο μας μόνοι και αμίλητοι και με τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα και γαμηθήκαμε. Χωρίς τύψεις και ενοχές. Για πρώτη και τελευταία φορά.

Εκείνη η μέρα ήταν πεπρωμένη. Με ξύπνησαν φωνές και σπασίματα. Ο θείος βρισκόταν στην κουζίνα κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Όχι αυτός γαμώ το θεό μου. Όχι αυτός. Ούρλιαζε και κάθε τόσο μονολογούσε και χτύπαγε το κεφάλι του πάνω στο ψυγείο. Η κηδεία θα γινόταν την ίδια μέρα το απόγευμα. Φτάσαμε τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Είχε πολύ κόσμο μέχρι το δρόμο έξω και ίσα που καταφέραμε να περάσουμε μέσα. Δεν πλησιάσαμε την εκκλησία. Στριμωχτήκαμε στο υψωματάκι πλάι στον τάφο για να βλέπουμε καλύτερα. Όλοι ήταν στεναχωρημένοι κι έκλαιγαν για να ξεθυμάνουν εκτός από μένα που ένιωθα μόνο ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δίπλα στη ανοιγμένη γούβα που σε λίγο θα χώνανε τον δημοφιλή λαϊκό τραγουδιστή  είχαν παραταχθεί στην πρώτη γραμμή πουτάνες βιζιτούδες και μπαρόβιες και πιο πίσω οι νταβάδες κι οι αγαπητικοί  με τα ρούχα της δουλειάς σφιχτά μπούστα και μίνι λαμέ από την προηγούμενη νύχτα. Η ουρά έφτανε κοντά μου μέχρι τη μάντρα του νεκροταφείου.

Η διπλανή μου τρανταζόταν απ’ το κλάμα ασταμάτητα. Πρέπει να είχε ιδιαίτερη σχέση με τον μακαρίτη. Σιγοψιθύριζε μάλιστα κάπως φάλτσα κι ένα τραγούδι του απ’ τα τελευταία που είχε γίνει μεγάλο σουξέ. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Της χάρισα ένα βλέμμα παρηγοριάς και ένα χαρτομάντιλο. Σκούπισε τα μάτια της και μου χαμογέλασε. Θα μπορούσα να ‘μουνα και γιος της. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε αλλά της χάιδεψα  τα μαλλιά και κείνη μου είπε ευχαριστώ. Παραπατώντας έκανε δυο βήματα πίσω και κόλλησε πάνω μου. Πήρα φωτιά. Μύριζε ακόμα σπέρμα και σάλια αντρικά και το έντονο άρωμα της νύχτας. Άρχισα να τρίβομαι πάνω της. Στο τέλος ξερόχυσα αφήνοντας ένα μεγάλο λεκέ πάνω στο ροζ μίνι. Οι αναστεναγμοί μου ήταν βουβοί και πένθιμοι. Κανείς δεν πήρε είδηση ούτε κι εκείνη ακόμα. Σε λίγο το γυαλιστερό φέρετρο κατέβαινε στον βαθύ λάκκο και το πλήθος ολόγυρα φώναζε αθάνατος. Όλοι χειροκροτούσαν ασταμάτητα και τραγουδούσαν. Κι ακούγονταν όχι τα λόγια των παπάδων αλλά μπαγλαμάδες και μπουζούκια.

Στην επιστροφή δεν είπαμε κουβέντα. Τα μάτια του θείου είχαν στεγνώσει. Γυάλιζαν και κάρφωναν το άπειρο. Μέσα σε μια μέρα είχε γεράσει. Τα μαλλιά του άσπρισαν. Το αριστερό του χέρι άρχισε να τρέμει. Δεν ήξερα ότι ήταν τόσο πολύ φίλοι καρδιακοί. Δεν μου είχε κάνει ποτέ κουβέντα γι’ αυτόν. Το κασετόφωνο έπαιζε τραγούδια του. Τις μέρες μας μετράει βλέπει πως  ήρθε η ώρα μας. Άκουγε ο θείος και προσπαθούσε να σιγοντάρει με τη βραχνή του φωνή μα πνιγόταν. Έγραφε το ρολόι ασταμάτητα κι η σημαία ανεβοκατέβαινε. Ο χρόνος περνούσε και η ζωή μας έφευγε. Πήγαινε στράφι. Στο διάολο. Κι αυτός όλο χρεωμένους μας είχε. 

Μπήκαμε στο σπίτι. Εκείνη μας υποδέχτηκε αμίλητη. Την τράβηξε παραμέσα στο υπνοδωμάτιο και για πρώτη φορά λογομάχησαν. Δεν τους είχα ξαναδεί να τσακώνονται. Φώναζαν δυνατά αλλά βρισκόμουν στο βάθος στην κουζίνα και δεν μπορούσα να καταλάβω τι λένε. Κάποια στιγμή βγήκε αγριεμένος και τράβηξε προς την εξώπορτα. Αυτή πίσω του κλαίγοντας και παρακαλώντας προσπαθούσε να τον σταματήσει. Πόση είναι η ταρίφα σου μωρή καργιόλα. Να. Πάρε τα διπλά. Της φώναξε και της πέταξε στα μούτρα ένα μάτσο χιλιάρικα. Μετά άνοιξε την πόρτα και χάθηκε. Το άλλο πρωί τον βρήκανε μέσα στο ταξί χαμογελαστό με τα μάτια ορθάνοιχτα μες στην άσπρη του χαρά. Το στόμα του ήταν γεμάτο αφρούς. Το ραδιόφωνο έπαιζε ακόμα λαϊκά. Από υπερβολική δόση είπαν.

Όταν φτάσαμε στο λιμάνι είχε νυχτώσει. Σταμάτησα ακριβώς έξω απ’ το μαγαζί. Είχα να περάσω από τότε. Να που με έφερε ο δρόμος ξανά. Δεν είχαν αλλάξει πολλά. Ήταν υποβαθμισμένη συνοικία μα και ποιος να νοιαστεί. Κάποια μαγαζιά είχανε κλείσει. Άλλες εποχές και ήθη. Τώρα αναδουλειές. Η πελατεία είχε περιοριστεί. Με πλήρωσε για την κούρσα δίνοντάς μου σχεδόν τα διπλά. Δεν ήθελε ρέστα μου είπε χαμογελώντας και με κοίταξε επίμονα. Όποτε ήθελα μπορούσα ελεύθερα να περάσω από το μαγαζί για ένα ποτό να τα πούμε κιόλας. Σκέτο με πάγο σε χαμηλό όπως πάντα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου