Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Η ΠΤΩΣΗ

Το έμαθα απ’ τον νεκροθάφτη. Κατακαλόκαιρο ντάλα ο ήλιος οι δρόμοι άδειοι τα τσιμέντα ζεμάταγαν. Πήγαινα στο καφενείο από την άκρη αργά και βαριεστημένα. Έψαχνα  ίσκιους και σκιές. Λίγη δροσιά μα δεν φυσούσε καθόλου. Ο μουρλός  στη μέση της πλατείας δεν χαμπάριαζε από  καύσωνες. Πλάι στο μπρούτζινο άγαλμα με το παλτό ορθάνοιχτο κατουρούσε τραγουδώντας. Τέτοια χαρά για το ξαλάφρωμα. Και στο χέρι κρατούσε σφιχτά μια μαύρη σακούλα. Έδειχνε κεφάτος. Γελούσε δυνατά και χοροπηδούσε.

  Όμως ήτανε μπελάς και  ήθελα να τον αποφύγω. Χωρίς αποτέλεσμα. Με είδε. Μα κι εμένα τα θέλει ο κώλος μου. Τραβάτε με κι ας κλαίω. Είχε κάνει την ανάγκη του και κουμπωνόταν μέχρι πάνω το λαιμό. Μου φώναξε δυνατά. Κούνησε και τα χέρια του πέρα δώθε.  Προχώρησα προς το κέντρο της πλατείας. Το χέρι μου ασυναίσθητα χώθηκε στη τσέπη ψάχνοντας για τίποτα ψιλά. Ο ήλιος έκαιγε τον σβέρκο μου. Το σκληρό φως με ζάλιζε. Για πολλές κουβέντες δεν είχα όρεξη. Μόλις  πού ‘χα ξυπνήσει και ούτε καφέ δεν είχα πιει  ακόμα. Πήρα μια βαθειά ανάσα κι έβρισα από μέσα μου για την γκαντεμιά που με έδερνε μεσημεριάτικα.

Την έκανε. Φουντάρισε. Φώναζε μες στην τρελή χαρά. Ο φίλος μας έπεσε απ’ τον έκτο όροφο πάνω στο παρκαρισμένο περιπολικό σαν μπόμπα. Η οροφή του οχήματος βούλιαξε και οι μπάτσοι μέσα χεστήκαν απ’ το φόβο τους. Άρχισαν τους χριστούς και τις παναγίες. Μετά κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Τα είχε δει όλα μπροστά στα μάτια του καθαρά και ξάστερα σαν ταινία. Είχε ανέβει στο λόφο και καθόταν δίπλα στο εκκλησάκι. Μασούλαγε πασατέμπους  και χάζευε την πόλη. Ξαφνικά άκουσε κραυγές και ουρλιαχτά. Γύρισε προς τα κει για να δει. Ήταν ωραία κατάδυση. Σκοτεινή ευθύγραμμη και καλοζυγισμένη. Τα χέρια ανοιχτά με το κεφάλι κάτω. Μα πιο πολύ χάρηκε για τους μπάτσους. Το άξιζαν τα μουνόπονα της κοινωνίας.

Τον άκουγα σκεφτικός κι αμίλητος. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον πιστέψω ή όχι. Του ξέφευγαν  συχνά παλαβομάρες του τρελού. Παραμύθια για μεγάλους και διάφορες   ιστορίες του μυαλού. Όμως αυτή τη φορά μου φαινόταν διαφορετικός και πολύ πιστευτός ακόμη και για την κατάστασή του. Θεόμουρλο φρικιό αλλόκοτο πέραν του κόσμου τούτου. Όμως φαινόταν λες και ξαφνικά είχε ξαναβρεί τα λογικά του. Δεν τον ρώτησα λεπτομέρειες. Άναψα δυο τσιγάρα και του έδωσα το ένα. Το πήρε με λαχτάρα και το ρούφηξε μονομιάς. Μου ζήτησε αν έχω και λίγα σπόρια. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου λίγα κέρματα και του τα ‘δωσα. Του άφησα και  το πακέτο με τα τσιγάρα. Το μάτι μου έπεσε στη σακούλα του.  Δυο τσαλαπατημένα περιστέρια κι ένα κατάμαυρο γατάκι με λιωμένο το κεφάλι. Πήγαινε να τα θάψει μου είπε κανονικά με κεριά και με λιβάνια. Είχε μαζί του όλα τα απαραίτητα συμπράγκαλα. Ζωντανά ήταν τα καημένα. Ψυχούλες είχανε.  Δεν έπρεπε να πάνε άκλαυτα. Στο καλό και να μας γράφεις. Μπαμπάκι ο δρόμος σου και να μου την φιλήσεις. Το είπε ψιθυριστά και κάπως βούρκωσε. Μα και σαν να κατάλαβε πού θα πήγαινα. Δεν τον άκουσα. Είχα ήδη πάρει τον ανήφορο για το σπίτι της.

Η πολυκατοικία βρισκόταν ψηλά στον περιφερειακό. Έφτασα μούσκεμα στον ιδρώτα. Το περιπολικό με το βαθούλωμα στην οροφή βρισκόταν ακόμα εκεί έξω από την είσοδο. Ο φρουρός μου ζήτησε ταυτότητα και σημείωσε τα στοιχεία μου. Με ρώτησε πού πηγαίνω και όταν του είπα με κοίταξε περίεργα. Όμως με άφησε να περάσω. Παρ’ όλα τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Στο ρετιρέ πάνω απ’ το διαμέρισμα του φίλου μου έμενε ένας σημαντικός άνθρωπος του τόπου τέως υπουργός  και υψηλόβαθμος δικαστικός. Κάποια νεόκοπη τρομοκρατική οργάνωση ανασκαλεύοντας το ύποπτο παρελθόν του  τον είχε καταδικάσει σε θάνατο. Είχε έρθει και η δική του σειρά. Για τις σημαντικές υπηρεσίες που πρόσφερε στην πατρίδα και στο έθνος  έπρεπε να τιμηθεί κι αυτός  με μια σφαίρα στο κεφάλι έγραφε μεταξύ άλλων η προκήρυξη. Είχε ήδη γίνει μια αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του. Τον φύλαγαν μέρα και νύχτα συνέχεια. Πλησίαζε τα ενενήντα με πολλά προβλήματα υγείας μα γι’ αυτούς ήταν ζήτημα τιμής. Ο επίτιμος αρεοπαγίτης  και πάλαι ποτέ βασικό στέλεχος της ένδοξης χουντικής κυβερνήσεως έπρεπε να πεθάνει στο κρεβάτι του γαλήνια. Καρφί δεν μου καιγόταν. Εγώ ανέβαινα στο διαμέρισμα του φίλου μου και δεν είχα πάρει μαζί μου ούτε νεροπίστολο. Πήγαινα εντελώς άοπλος.

Είχαμε γνωριστεί πριν από πολλά χρόνια στο στρατό. Ήμασταν ίδια σειρά και ηλικία. Όταν τελειώσαμε τη θητεία μας συνεχίσαμε να βρισκόμαστε.  Κρατήσαμε μια επαφή. Ο φίλος μου ήταν γόνος τραπεζίτη κι έπρεπε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Αυτό κι έκανε.  Πρόσφατα μάλιστα είχε γίνει και διευθυντής σε κάποιο κοντινό υποκατάστημα. Αν ήθελα μπορούσε κι εμένα να με βολέψει κάπου μου είχε πει τότε. Είχε τον τρόπο. Όμως εγώ του αρνήθηκα δίχως να του δώσω και πολλές εξηγήσεις. Απλά είχα άλλα σχέδια στο μυαλό μου. Έτσι του είπα. Εκεί στην τράπεζα είχα γνωρίσει και τον νεκροθάφτη. Ήταν ταμίας την περίοδο εκείνη. Έστεκε ακόμα στα καλά του κι έμενε με την μάνα. Μάλιστα πρόσφατα είχε και αρραβωνιαστεί.  Βγαίναμε οι τρεις μας καμιά βόλτα. Παίρναμε και τις κοπέλες μας μαζί. Κάναμε καλή παρέα και γελούσαμε με την ψυχή μας. Είχαμε σχέδια μεγαλόπνοα και όνειρα για το μέλλον. Ήταν ωραία τότε.

Χτύπησα το κουδούνι και εκείνη μου άνοιξε την πόρτα. Κρατούσε στο χέρι το τσιγάρο και τα μάτια της ήταν  κατακόκκινα. Δώσαμε τα χέρια αμήχανα και χλιαρά. Ήτανε μόνη στο σπίτι. Ευτυχώς το παιδί έλειπε  στην αδερφή της για διακοπές. Εκεί περνούσε καλά με τα ξαδέρφια του. Δεν ήξερε ακόμη για τον πατέρα του. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Όλα όπως μου τα είπε ο νεκροθάφτης. Εκείνη δεν ήξερε γιατί το ‘κανε. Ούτε σημείωμα άφησε ούτε όμως και ατύχημα ήταν. Σε ανύποπτη στιγμή μόλις είχε βγει απ’ το μπάνιο τον είδε. Σκαρφαλωμένος στα κάγκελα κοίταζε κάτω το κενό. Του φώναξε ξαφνιασμένη τι πάει να κάνει. Αυτός γύρισε ήρεμα το κεφάλι και της χαμογέλασε. Μετά έπεσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε της είχε δείξει κάποια σημάδια. Αν και είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό δεν μιλούσαν πολύ. Η επικοινωνία τους περιοριζόταν στα απολύτως αναγκαία και πιο πολύ γύρω απ’ το παιδί. Έτσι κι αλλιώς αυτός έλειπε συνέχεια απ’ το σπίτι. Εργαζόταν πολλές ώρες ειδικά από τότε που έγινε διευθυντής. Ούτε έρωτα κάνανε πια καιρό τώρα. Μιλούσε διακεκομμένα με αναφιλητά και σφιγμένες γροθιές.  Κάθε τόσο μ’ ένα χαρτομάντιλο σκούπιζε τη μύτη της. Εγώ καθόμουν απέναντί της και άκουγα με προσοχή. Δεν μιλούσα καθόλου. Και τι να της έλεγα. Κάθε τόσο κουνούσα με συγκατάβαση το κεφάλι μου. Είχα χρόνια να την δω μα δεν είχε αλλάξει πολύ από τότε. Ήταν όμορφη ακόμα.

Η παρέα διαλύθηκε μόλις εκδηλώθηκε το πρόβλημα του νεκροθάφτη. Τον διώξανε απ’ την τράπεζα και μετά από λίγο έχασε και την μάνα του. Τότε η κατάστασή του χειροτέρεψε δραματικά. Εκείνη χωρίς πολλές εξηγήσεις τον παράτησε και σχεδόν αμέσως μετά από τρεις μήνες  παντρεύτηκε τον άλλον. Κι ήταν ήδη έγκυος. Ανέκαθεν οι πέφτουλες μου ‘φερναν αναγούλα κι ήμουν έτοιμος να ξεράσω πάνω στα μούτρα τους. Με απωθούσαν και πιο συγκεκριμένα τους σιχαινόμουνα. Φίλος να σου πετύχει. Του έριξα μια ροχάλα στα μούτρα και δεν τον ξαναείδα. Έκοψα μαζί του κάθε παρτίδα. Και μια δυο φορές που τρακάραμε τυχαία στο δρόμο δεν μιλήσαμε.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνεται πίσω απ’ τον πράσινο λόφο. Στο μπαλκόνι εκεί ψηλά στον έκτο φύσαγε δροσερό αεράκι. Στην διπλανή πολυκατοικία ένας νεαρός γύρω στα είκοσι πότιζε τις γλάστρες. Κάποια στιγμή μας χαμογέλασε και είπε καλησπέρα. Του ανταποδώσαμε. Εγώ κάπνιζα και έπινα τον δεύτερο καφέ. Εκείνη ήρεμη πλέον χάζευε μακριά την τσιμεντούπολη. Ξαφνικά με ρώτησε γιατί την απόρριψα τότε και της είπα όχι. Το είπε με παράπονο και της απάντησα αμέσως κάπως τσαντισμένος. Εγώ δεν είμαι πέφτουλας. Σέβομαι τους φίλους και το κρασί που πίνουμε παρέα. Δεν μπερδεύω τα πράγματα. Μου αρέσουν οι καθαρές εξηγήσεις. Ούτε μυστικά ούτε ψέματα ανάμεσά μας. Κι ας μ’ είχε παρατήσει η άλλη κι ας ήμουν μόνος κι ας σε γούσταρα κι ας μου άρεσες. Τι κι αν είχαμε κοιμηθεί μια δυο φορές όλοι μαζί. Τι κι αν το γλυφομούνι που σου έκανα σε τρέλαινε.  Τι κι αν ο φίλος μου τελικά μουρλάθηκε. Σου το ‘χα πει και τότε. Εγώ δεν είμαι πέφτουλας. Δεν τρώω από τα αποφάγια των άλλων. Ούτε ένιωσε ποτέ κάτι ιδιαίτερο για σένα. Το καλό γαμήσι δεν φτάνει ούτε για παρηγοριά.

Εκείνη είχε κολλήσει το κορμί της πάνω στα κάγκελα και με άκουγε τρέμοντας και κοιτάζοντας τον λόφο μπροστά. Σηκώθηκα και την πλησίασα αργά από πίσω. Τότε ένιωσε την καυτή μου ανάσα στον σβέρκο της. Ρίγησε. Με το μικρό μου δαχτυλάκι χάιδεψα την κόκκινη καρδούλα με το σπασμένο βέλος. Το μικρό τατού βρισκόταν ακόμα εκεί στον αριστερό της ώμο στο ίδιο σημείο. Την φίλησα στο λαιμό. Με τα μπράτσα μου έσφιξα δυνατά το τρεμουλιάρικο κορμί της και κόλλησα πίσω της. Ξαφνικά και οι δυο αρπάξαμε φωτιά.  Όση ώρα γαμιόμασταν στο μπαλκόνι ο νεαρός από δίπλα μας έβλεπε και χαϊδευόταν. Δεν μας ένοιαζε. Ούτε που δώσαμε σημασία. Τελειώσαμε κι οι τρεις μαζί.

Όταν έφυγα είχε νυχτώσει για τα καλά. Η κηδεία θα γινόταν αύριο το μεσημέρι στις τέσσερις. Σκέτη ταλαιπωρία μα θα πήγαινα. Θα έπαιρνα και τον νεκροθάφτη μαζί μου για παρέα. Θα βρισκόταν στο στοιχείο του. Να ξεσκάσει κι αυτός λιγάκι. Απ’ έξω ο σκοπός  με καληνύχτισε χαμογελαστός. Δυστυχώς από αύριο η πολυκατοικία θα είναι και πάλι ανασφαλής μου είπε. Πριν κάνα δίωρο ο γέρος τα κακάρωσε. Έφυγε στον ύπνο του γαλήνια. Πραγματικά είναι πολύ κρίμα. Δυο κηδειόχαρτα κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο στην ίδια πολυκατοικία πάει πολύ. Όμως ανήφορος και κατήφορος δεν είναι πάντα ο ίδιος δρόμος.

Χαιρέτησα τον μπάτσο στρατιωτικά και ξαλαφρωμένος και αέρινος σε τρία λεπτά βρισκόμουν και πάλι στην πλατεία. Ο νεκροθάφτης ήταν ακόμα εκεί χωμένος μέσα σ’ ένα παρτέρι και δίπλα υπήρχαν όρθια του δύο αναμμένα κεράκια. Προσευχόταν γονατιστός για όλες τις αδικοχαμένες ψυχές του μάταιου τούτου κόσμου. Στο καλό και να μας γράφεις. Μπαμπάκι ο δρόμος σου ευχόταν μέσα από τα βάθη της ψυχής του. Μα ήταν μπελάς κι ήθελα να τον αποφύγω. Αν κι εμένα τα ‘θελε ο κώλος μου. Τραβάτε με κι ας κλαίω είχα καταντήσει. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου