Περπατούσαμε αργά χωρίς να
μιλάμε. Εκείνο το βράδυ η πάνω πόλη ήταν ήσυχη και σκοτεινή. Μόνο το φωτισμένο κάστρο
μας έδειχνε στην κορυφή το δρόμο. Κάθε τόσο του έριχνα μια λοξή ματιά και
κείνος μου γύριζε πίσω ένα παιδικό χαμόγελο. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα από τότε
που γνωριστήκαμε. Ήταν μια τρύπια σκιά με κάτασπρα μάτια που γυάλιζαν στο κατακόκκινο
σκοτάδι. Είχε σκαρφαλώσει στον κάδο των σκουπιδιών και ψαχούλευε. Στο υπόστεγο
παραδίπλα είχε το σπίτι του φτιαγμένο από χαρτόκουτα και δυο κουβέρτες χάμω στο
πεζοδρόμιο για να κοιμάται. Έξι χρόνια είχε στη χώρα. Ήταν απ’ τους πρώτους πρόσφυγες
που ήρθαν και ζήτησαν άσυλο. Πλέον μιλούσε και τη γλώσσα κάπως έστω και σπαστά
για να συνεννοείται.
Πίσω στην πατρίδα του δεν
είχε κανέναν πια. Γονείς αδέρφια και συγγενείς ήταν όλοι νεκροί. Είχαν σκοτωθεί στον εμφύλιο. Αυτός κατάφερε να γλυτώσει.
Ήταν πολύ μικρός τότε και μάλλον του χάρισαν τη ζωή. Ίσως πάλι πρόλαβε να
κρυφτεί και δεν τον βρήκαν. Ποιος ξέρει. Πάντως είχε άγιο που γλύτωσε. Μα από
παιδί γνώρισε την δύσκολη πλευρά της ζωής. Το αίμα τη βία και τον θάνατο. Του
αρέσει εδώ γιατί βλέπει θάλασσα και δεν έχει πόλεμο. Και οι άνθρωποι είναι καλοί
και τον συμπαθούν. Δεν θέλει να φύγει. Δεν έχει πού αλλού να πάει. Τη μέρα
πλένει τζάμια στα φανάρια. Τα βράδια προσεύχεται στο θεό και στον προφήτη.
Είναι αισιόδοξος και συνέχεια χαμογελά.
Να λοιπόν που υπάρχουν και
χειρότερα σκέφτηκα. Και πάλι να λέω ευχαριστώ. Όχι πως δεν το ήξερα μα το
χαμόγελο αυτού του μικρού αραπάκου αμέσως μου έκανε εντύπωση και κάπως μου
έφτιαξε το κέφι. Πάμε να πιούμε μια μπύρα του πρότεινα έτσι στο ξεκάρφωτο. Εγώ
θα κερνούσα. Αρχικά ο μικρός ξαφνιάστηκε. Θα προτιμούσε να του έδινα κάνα ψιλό να
την βγάλει μα και πάλι δεν είχε τίποτα να χάσει. Έτσι δέχτηκε να μου κάνει
παρέα. Ίσως με συμπόνεσε που με είδε να περπατώ μόνος μου και κάπως λυπημένος.
Παρ’ όλο που την περίοδο εκείνη είχε ραμαζάνι. Θα ερχόταν μα δεν θα έπινε πολύ.
Δεν επιτρεπόταν από τη θρησκεία του.
Έξω από την ταβέρνα μας
υποδέχτηκε η μαύρη σκύλα κουνώντας χαρούμενα την ουρά της. Φοβήθηκε ο μικρός και
τραβήχτηκε πίσω. Δεν δαγκώνει του είπα και την χάιδεψα απαλά στο κεφάλι. Είναι
καλή και όμορφη κοπέλα. Αυτή χαμογελαστή σηκώθηκε όρθια και μας άνοιξε την
πόρτα. Ήταν ευγενέστατη και με καλή ανατροφή. Καθαρόαιμος βελγικός ποιμενικός
όχι παίζουμε. Μπήκαμε μέσα και μας ακολούθησε. Το μαγαζί είχε λίγο κόσμο. Δυο τρεις
παρέες είχαν απομείνει μα οι μουσικοί αν και παράωρα έπαιζαν ακόμα. Καλησπέρισα
γενικά και αόριστα και κάθισα στο μεσαίο τραπέζι πλάι στον τοίχο. Χαιρέτισα και
τον μαγαζάτορα και παράγγειλα ένα καραφάκι τσίπουρο. Ο μικρός μου φίλος δεν
είχε πρόβλημα να δοκιμάσει. Όλα τα έπινε.
Δεν πρέπει να με θυμήθηκε ο
κάπελας τόσοι που έχουν περάσει κατά καιρούς από το μαγαζί του. Δεν ήμουν τακτικός
πελάτης. Πιο πολύ σαν φοιτητής ερχόμουν κι είχα να περάσω πάνω από δέκα χρόνια.
Πριν από τον γάμο μου ακόμα. Μια ολόκληρη ζωή. Αφότου παντρεύτηκα άλλαξα συνήθειες
και γούστα όπως και η γυναίκα μου. Σοβαρέψαμε κάπως και γίναμε πιο μαζεμένοι.
Εγώ τον θυμόμουν καλά. Παρά τα χρόνια που είχαν περάσει δεν είχε αλλάξει πολύ. Μόνο
που είχε ασπρίσει λίγο. Έπινε παρέα με κάτι γνωστούς του. Κάπνιζε κάτι άφιλτρα και κουβέντιαζε
χαμηλόφωνα. Σάββα τον φώναζαν μα δεν θυμόμουν αν αυτό ήταν το όνομα ή το
επώνυμό του. Πάντως κι εμείς τότε έτσι τον λέγαμε.
Τελευταία έχουν μαζευτεί
πολλά ντέρτια και σεκλέτια. Πριν δέκα μέρες ο προϊστάμενος με ενημέρωσε ότι η
επιχείρηση δεν με χρειάζεται πια. Τα τελευταία χρόνια με την οικονομική ύφεση και τον
στασιμοπληθωρισμό η δουλειά έχει πέσει πάρα πολύ. Κάθε χρόνο πάμε απ’ το κακό
στο χειρότερο. Έπρεπε να γίνει και άλλη μείωση του προσωπικού. Είχα δώδεκα
χρόνια στην εταιρία και ήμουν άριστος υπάλληλος με εμπειρία και προσόντα.
Επιπλέον παντρεμένος και με παιδί.
Προαγωγή περίμενα και μου ήρθε κατακέφαλα σαν πυραμίδα η απόλυση. Πλέον δεν
τους ήμουν απαραίτητος. Ο κλάδος μας περνάει μεγάλη κρίση και ο κόσμος έχει
γεμίσει από λογιστές που κανείς πλέον δεν έχει ανάγκη. Δυστυχώς υπάρχει
γενικότερα μεγάλη ανεργία. Έτσι μου είπαν. Μου έδωσαν την αποζημίωση και με
έδιωξαν κακήν κακώς. Σαν το σκυλί με πέταξαν
στο δρόμο.
Κατέβασαν το τσίπουρο
μονοκοπανιά. Παρήγγειλαν και άλλο καραφάκι. Πίναμε και καπνίζαμε χωρίς να
μιλάμε. Ακούγαμε μονάχα τα όργανα και τις μελωδίες τους. Η ώρα είχε πάει
τέσσερις και οι μουσικοί συνέχιζαν να παίζουν με κέφι και ζωντάνια. Δεν
καταλάβαιναν από κούραση και νύστα. Μιλούσαν για έναν βαρκάρη που θα έρθει να
πάρει την όμορφη χανούμισσα μακριά. Γκελ γκελ καϊξή. Γιαβάζ γιαβάζ. Είχα χρόνια να ακούσω αυτό το
τραγούδι. Δίπλα μου ο μικρός άκουγε με προσήλωση. Τον ρώτησα αν του άρεσε ο
χώρος και η μουσική. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Του θύμιζε την χώρα του
είπε. Φαινόταν συγκινημένος. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει.
Δεν είπα τα δυσάρεστα στη
γυναίκα μου μα αυτή είναι γάτα. Δεν άργησε να το καταλάβει. Ευτυχώς εκείνη είχε
μόνιμη δουλειά. Ήταν υπάλληλος του δημοσίου και δεν μπορούσε να την κουνήσει
κανείς απ’ τη θέση της. Μόνο που της
έγινε κάποια μείωση μισθού και ποντάριζε τώρα περισσότερο σε μένα. Δυστυχώς την
απογοήτευσα και δεν μπορούσε να με
ταΐζει και από πάνω. Οι υποχρεώσεις τρέχανε. Ο γιος μας μεγάλωνε. Μαζί και τα
έξοδα. Είχε κουραστεί μου είπε και δεν άντεχε άλλο. Χτες πήρε το παιδί και έφυγαν
απ’ το σπίτι. Πήγε να μείνει για λίγο καιρό στους δικούς της. Ήθελε να σκεφτεί
ψύχραιμα για το μέλλον της. Πλέον δεν μου είχε καμία εμπιστοσύνη. Έτσι μου είπε
ρίχνοντας όλο το φταίξιμο πάνω μου. Εγώ δεν είχα κανέναν για να πάω να πω τον
πόνο μου. Ήρθα εδώ. Στο μαγαζί που την πρωτογνώρισα.
Στο τραπέζι μας έφτασαν
απρόσκλητα άλλα δύο καραφάκια και ο κάπελας από μακριά μας έκανε νόημα ότι ήταν
κερασμένα. Σηκώσαμε τα ποτήρια και τον χαιρετήσαμε. Στην υγειά σου. Το μαγαζί
ήταν πλέον άδειο. Είχαμε μείνει τελευταίοι. Οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν. Η
κιθάρα και το μπουζούκι μπήκαν στις θήκες τους. Σε λίγο φύγανε κι αυτοί. Το
αφεντικό σηκώθηκε βαριεστημένα και έβαλε στο κασετόφωνο να παίζουν κάτι παλιά
μπλουζ προπολεμικά. Η Μαύρα σε μια γωνιά
είχε ακουμπήσει τη μουσούδα στα μπροστινά της πόδια και κοιμόταν. Την θυμόμουν από
κουτάβι σ’ αυτό το μαγαζί. Τώρα είχε γεράσει κι αυτή.
Παρατηρούσα πάνω απ’ το
κεφάλι μου το κάδρο με τη διακήρυξη της παρισινής κομμούνας που ήταν κρεμασμένη
στον τοίχο. Η όμορφη κοπέλα που γνώρισα εκείνο το βράδυ ήξερε γαλλικά και μου
έκανε τη μετάφραση. Ήταν μετά από μια διαδήλωση που πήρε άσχημη τροπή. Έγιναν
επεισόδια κυνηγητά συλλήψεις και τραυματισμοί. Τουλάχιστον δεν είχαμε νεκρούς. Αυτή
σπούδαζε ιστορία τέχνης και ήταν οργανωμένη σε κάποια αριστερή παράταξη. Εκείνο
το βράδυ είχε τα χάλια της. Βομβαρδισμένη και μπαρουτοκαπνισμένη μ’ ένα σκίσιμο στο αριστερό φρύδι. Σωστή
αντάρτισσα ύστερα από τη μεγάλη μάχη των χαρακωμάτων και των οδοφραγμάτων. Ήταν
ταλαιπωρημένη και αναμαλλιασμένη μα
έδειχνε πραγματικά ευτυχισμένη εκπέμποντας στους γύρω της το φως και τη χαρά
της ζωής.
Μιλούσε με την παρέα της για
τους μπάτσους και τα δακρυγόνα που πέσανε και ποιος έφαγε το περισσότερο ξύλο.
Για τον σύντροφο που πιάσανε και θα πέρναγε το πρωί αυτόφωρο κι έπρεπε να πάνε
κι αυτοί στο δικαστήριο για συμπαράσταση. Τέτοια λέγανε και πίνανε κρασιά μπύρες και τσίπουρα και ακούγανε παλιά
ρεμπέτικα και αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν και γελούσαν με την ψυχή τους μέσα σε κείνη
την απόκρημνη ρωγμή του κόσμου. Στην ταβέρνα του Σάββα στην απάνω χώρα. Όλο εκείνο
το βράδυ του χαλασμού τα εικοσάχρονα πεφταστέρια ετοιμάζανε την επόμενη
επανάσταση που θα έφερνε στον κόσμο την παντοτινή ευτυχία. Έτσι νιώθανε κι αυτό
πιστεύανε τότε. Ήταν ακόμα αισιόδοξοι και αγωνιστικοί.
Εγώ καθόμουν παραδίπλα με
τους φίλους μου. Ήμουν πιο πριν και στην πορεία κάπου στη μέση με το μπούγιο. Δεν
με απασχολούσε φανατικά η πολιτική. Πιο πολύ από περιέργεια είχα πάει παρασυρμένος
απ’ τους φίλους και τους συμφοιτητές μου. Ήμουν κάπως απαισιόδοξος. Δεν πολυπίστευα
στις μεγάλες επαναστάσεις και τόσο αίμα το έβρισκα άσκοπο. Την ιστορία δεν
μπορείς να την βιάσεις. Έψαχνα κάποιον άλλο τρόπο εντελώς δικό μου για να αλλάξει ο κόσμος και να γίνει
καλύτερος. Έστω και αργά μετά από χίλια χρόνια. Κι ας μη το προλάβαινα ο ίδιος.
Τόση αδικία πόνος και κακό ήταν απάνθρωπο κι έπρεπε να νικηθεί. Όμως όσο και να
έστυβα το κεφάλι μου δεν κατέβαζε καμία λύση κι έμενα σε πλήρη σύγχυση. Αφημένος
στο ένστικτο. Δίχως βεβαιότητες και αλήθειες. Χωρίς ελπίδα. Μα πάντα με γνώμονα
τη συμπόνια δίπλα στους κατατρεγμένους και τους αδύναμους αυτού του κόσμου.
Εκείνη ήταν κατασταλαγμένη
εξαρχής. Θυελλώδης και παρορμητική και πάντα παθιασμένη και ανυπότακτη κρατούσε
το λάβαρο ψηλά στην πρώτη γραμμή. Την ψέκασαν την ποδοπάτησαν την
στραπατσάρισαν και παραλίγο να την συλλάβουν μα κατάφερε να γλυτώσει. Πάντα
τους κορόιδευε και ξέφευγε η καπετάνισσα. Και κείνο το βράδυ μου εξηγούσε
χαμογελαστή για την παρισινή κομμούνα πίνοντας τσίπουρα και ρακές κι ακούγοντας
παλιά ρεμπέτικα προπολεμικά και δίνοντάς μου λίγο πριν το ξημέρωμα ένα
ατελείωτο φιλί μέσα στο στόμα. Κατόπιν τρέξαμε στα δικαστήρια για να φωνάξουμε μαζί
για την απελευθέρωση του συντρόφου που είχε πιαστεί στη μέγγενη της εξουσίας.
Τώρα όλα αυτά αποτελούσαν ένα
μακρινό παρελθόν σχεδόν λησμονημένο. Η αντάρτισσα είχε παντρευτεί και βολευτεί
καλά σε μια δημόσια θεσούλα. Είχε γίνει μάνα και τελικά είχε κουραστεί. Και
μόνο η ιδέα ότι θα με τάιζε κοτζάμ άντρα της ήταν ανυπόφορη και αποκρουστική. Έτσι
μου πέταξε κατάμουτρα. Λες κι εγώ θα καθόμουν με σταυρωμένα χέρια. Σίγουρα το
ταμείο ανεργίας δεν ήταν και η καλύτερη λύση. Έπρεπε να βρω σύντομα δουλειά και
να ξαναδώ το γιο μου. Είχα αρχίσει να του μαθαίνω σκάκι μα μείναμε στη μέση. Όπως
κάποτε και ο δικός μου πατέρας εμένα κάποια μακρινά καλοκαίρια στην αυλή πλάι
στην ξερασμένη μουσμουλιά.
Του άρεσε και του παιδιού πολύ.
Ήταν έξυπνος και μαχητικός. Είχε πείσμα και γινόταν όλο και καλύτερος. Σε λίγο
θα κατάφερνε να με κερδίζει και θα με ξεπερνούσε. Ίσως μια μέρα να γινόταν και πρωταθλητής.
Ο καλύτερος απ’ όλους. Αυτός. Ο γιος μου. Το καμάρι μου. Που προτιμούσε τα
πολυμήχανα άλογα απ’ τους τρελούς και μεγαλομανείς αξιωματικούς. Που
αντιπαθούσε τις δολοπλόκες βασίλισσες. Που προχωρούσε ατρόμητα το βασιλιά του
στο μέσο της σκακιέρας χωρίς αίσθηση του κινδύνου. Κάποτε θα τους νικούσε όλους
αυτός. Μα πρώτα έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι. Έτσι κι αλλιώς εκείνη δεν ήξερε
σκάκι. Δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε
ένα απότομα τράνταγμα και η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε διάπλτα. Η ταβέρνα γέμισε
μαυροσκούφηδες ζωσμένους με άρματα και φυσεκλίκια. Έμπαιναν μέσα σαν κυνηγημένοι.
Μπροστά ο αρχηγός τους. Κοντός τετράγωνος και στιβαρός. Σπινθηροβόλος και
αποφασισμένος για όλα. Από πίσω ακολουθούσαν οι λεβέντες. Ένας ολόκληρος λόχος από
πολεμιστές. Εδώ είναι τα γουναράδικα λοιπόν. Φώναξε γελώντας δυνατά και σφιχταγκάλιασε
τον κάπελα. Παράγγειλαν πιοτά και κάθισαν στα άδεια τραπέζια να ξεκουραστούν
από τον αγώνα. Το μαγαζί ξαφνικά είχε πάλι γεμίσει. Η σκύλα από τη φασαρία
ζωντάνεψε και άρχισε να γαυγίζει τρομαγμένη. Όταν κατάλαβε πως όλοι αυτοί οι
αγριάνθρωποι ήταν φίλοι ανέβηκε στην καρέκλα του πιάνου και άρχισε να παίζει
ένα κομμάτι τζαζ για να τους ευχαριστήσει. Οι αντάρτες πίνανε και γελούσαν
χαρούμενοι που έστω και στο τσακ
γλύτωσαν και τούτη τη φορά. Παρατρίχα.
Εμένα δεν μου ‘δινε κανείς σημασία
εκεί μέσα. Σαν να μην υπήρχα. Ίσως και να με θεωρούσαν πράκτορα προδότη
ρουφιάνο και χαφιέ του συστήματος. Ύποπτο και ανυπόληπτο πρόσωπο ή έστω εχθρό
του λαού. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς. Μπορεί και επικίνδυνο
προβοκάτορα. Και ήμουν ολομόναχος ανάμεσα σε θηρία ανήμερα. Με είχανε ζώσει τα
φίδια και δεν είχα κανέναν να μου συμπαρασταθεί μέσα σ’ αυτή την ερημιά. Εγώ. Ο
πιο ξένος απ’ όλους. Ο μαυρούλης δίπλα μου φαινόταν να μην ενοχλείται από την
ξαφνική έφοδο μα δεν μπορούσε να με βοηθήσει και να απαλύνει την αγωνία μου. Είχε
ξαπλώσει φαρδιά πλατιά πάνω στο τραπέζι και κοιμόταν του καλού καιρού παραμιλώντας
στη γλώσσα των προγόνων του. Άλλωστε είχε ραμαζάνι και δεν έπρεπε να πιει πολύ.
Στεκόμουν πάνω σε αναμμένα
κάρβουνα μα όλους αυτούς τους ανθρωποφάγους είχα αποφασίσει να μην τους αφήσω
όρθιους σε χλωρό κλαρί. Ένα ζεϊμπέκικο φώναξα στη σκύλα δυνατά για παραγγελιά.
Έτσι για να δείξω ότι είμαι κι εγώ εκεί
και κάτι ξέρω να κάνω. Και στην τελική δεν είμαι εντελώς για πέταμα. Κάτι
αξίζω. Κάποιοι γύρισαν το κεφάλι τους και με αγριοκοίταξαν. Άλλοι χάιδεψαν με
νόημα τα κουμπούρια τους μα δεν πτοήθηκα. Πλέον ήμουν έτοιμος για όλα. Η Μαύρα
κούνησε χαρούμενη την ουρά της και υπάκουσε. Σηκώθηκα όρθιος στη μέση του καπηλειού
και άνοιξα διάπλατα τα χέρια. Προς γενική έκπληξη με ακολούθησε και ο
υπασπιστής του αρχηγού ένα ξανθό αμούστακο αγόρι σκέτος άγγελος. Φαινόταν γύρω
στα δεκαεφτά.
Αχ. Έβγαλα μια παρατεταμένη
δυνατή κραυγή κι άρχισα να στροβιλίζομαι ήρεμα κι αργά. Το παιδί δεν τρόμαξε
αλλά με ακολούθησε από κοντά. Χορεύαμε αντικριστά σαν να παλεύουμε και όλο το
μαγαζί μάς είχε περικυκλώσει. Σφύριζαν με κέφι και χτυπούσαν παλαμάκια. Κάποιοι
άλλοι που ήξεραν το κομμάτι τραγουδούσανε φάλτσα. Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα. Μας κερνούσαν τσίπουρα ατελείωτα και κρασιά
και ούζα και εμείς χορεύαμε για ώρες και μέρες ολόκληρες. Παραπατούσαμε αγκαλιαζόμασταν
φιλιόμασταν και χωρίζαμε. Σκοντάφταμε πάνω σε τραπέζια και καρέκλες. Σπάζαμε
ποτήρια και καράφες Κάποια στιγμή πέφτει και σπάει και το κάδρο της κομμούνας
μα κανείς δεν νοιάστηκε. Είχαμε φτάσει
όλοι στο τσακίρ κέφι και στον απόλυτο διονυσιασμό. Είχαμε βγει έξω από τους
εαυτούς μας. Μόνο ο αρχηγός με τον κάπελα παρακολουθούσαν στην άκρη σιωπηλοί. Ο
μικρούλης μου αράπης συνέχιζε να κοιμάται γαλήνια και να χαμογελά.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε πάλι.
Ήταν εκείνη. Όταν την είδα ξαφνιάστηκα. Δεν την περίμενα. Την κυνηγούσαν οι
κυβερνητικοί είπε. Ούτε αυτή η καβάτζα ήταν πλέον ασφαλής. Το μαγαζί είναι
περικυκλωμένο ούρλιαξε τρομαγμένη. Ανταλλάξαμε σουβλερές ματιές μα εγώ δεν
σταμάτησα να χορεύω. Με πλησίασε αργά κάνοντας στην άκρη τον νεαρό μαυροσκούφη
και άρχισε να περιστρέφεται μαζί μου ρυθμικά. Είδε στα πόδια της το σπασμένο
κάδρο και με μάλωσε. Αυτό δεν έπρεπε να σπάσει. Το είπε θυμωμένα και κάθισε αποκαμωμένη
και απογοητευμένη στο τραπέζι πλάι στο κοιμισμένο αραπάκι. Εγώ συνέχισα να περιδινίζομαι
όλο και πιο γρήγορα και μαζί με μένα ολόκληρο το μαγαζί. Γύριζα σαν φρενιασμένο καρουσέλ.
Χαμήλωνα και χτυπούσα το
πάτωμα με την παλάμη. Πεταγόμουν ψηλά στον αέρα κι έφτανα στο ταβάνι. Έπαιρνα
την καρέκλα και την σήκωνα ψηλά. Παραπατούσα και σκόνταφτα. Ζαλιζόμουν. Έπεφτα
χάμω στο δάπεδο κι αμέσως σηκωνόμουν. Με είχε πιάσει ίλιγγος μα δεν σταμάταγα
με τίποτα. Με καμία δύναμη. Ποιο γρήγορα Μαύρα φώναξα στην πιανίστρια κι αυτή
υπάκουσε ξανά χαμογελώντας. Πλέον γύρω μου έβλεπα μόνο ένα τεράστιο σύννεφο με παντελόνια θολό και
γκρίζο από την καπνούρα. Και κείνο το γυμνό καρφί του τοίχου που μου έγνεφε με
νόημα και ύπουλα καραδοκούσε. Τότε που η πόρτα και του τελευταίου οχυρού
σωριαζόταν με κρότο στο πάτωμα και έμπαιναν μέσα οι κυβερνητικοί. Μετά όλα έγιναν
κόκκινα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου