Σε τρία
λεπτά το λεωφορείο ξεκινά. Το δρομολόγιο είναι εξπρές με ανοιχτό το εισιτήριο
της επιστροφής για κάθε ενδεχόμενο. Σάββατο μεσημέρι. Ημέρα ζεστή φωτεινή κι ανοιξιάτικη.
Το ποτήρι φαίνεται για λίγο πάνω από τη μέση όμως μετά αδειάζει τελείως. Δεν το
κάνω θέμα ούτε δυσανασχετώ. Μόνο που έχω είκοσι χρόνια να περάσω τα διόδια. Ο
οδηγός έχει ανάψει κιόλας τσιγάρο. Ρουφάει καφέ απ’ το καλαμάκι και ψάχνει για
τραγούδια στο ραδιόφωνο. Το πούλμαν είναι γεμάτο. Μόνο η διπλανή μου θέση
παραμένει άδεια. Μεγάλη τύχη σωστή κωλοφαρδία. Σχεδιάζω να απλώσω το κουρασμένο
μου κορμί να κλείσω τα μάτια και να
ξαναγίνω για λίγο ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.
Όμως τα
όμορφα όνειρα κρατάνε λίγο. Είναι ψιλή αδύνατη και χαμογελαστή και μου
ζητάει ευγενικά να περάσει στη θέση της. Έφτασε με την ψυχή στο στόμα μου
εξηγεί μα ευτυχώς πρόλαβε. Τα μαλλιά της είναι μακριά και κατάμαυρα. Τα χέρια
της λεπτά και απαλά. Μοιάζει με φοιτήτρια γύρω στα είκοσι. Δεν έχει βάψει τα
νύχια ούτε τα ροδαλά της χειλάκια. Όλα είναι αγνά και απόρνευτα ακόμα. Της κάνω
χώρο να περάσει και περιορίζομαι στη θέση μου. Οι πόρτες κλείνουν σφυρίζοντας
και το λεωφορείο ξεκινά. Σταματώ να την
κοιτάζω επίμονα και ρίχνω το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα. Δυο μύγες χορεύουν
μπροστά μου. Η μία κάθεται και γαργαλάει την καράφλα του μπροστινού και η άλλη
κάνει πατινάζ πάνω στο υγρό τζάμι. Οι ιπτάμενοι λαθρεπιβάτες έχουν εγκλωβιστεί
στο λεωφορείο και ταξιδεύουν μαζί μας για άλλο τόπο. Πάνε στα τυφλά με βάρκα
την ελπίδα και δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει αύριο. Πλατς. Ο μπροστινός μου
κατεβάζει με τσαντίλα την παλάμη του πάνω στο καραφλό του κεφάλι μα το
πανέξυπνο δίπτερο με τα μεγάλα πανοραμικά μάτια την τελευταία στιγμή του
ξεφεύγει. Ζαλίστηκα. Κλείνω τα μάτια και παρακαλώ για λίγο ύπνο. Από παιδί έχω
να προσευχηθώ. Μα ο θεός δεν με ακούει. Είναι κακός και μοχθηρός. Αν υπάρχει.
Είκοσι χρόνια είναι πολλά. Σχεδόν μισή ζωή.
Ακόμα αναρωτιέμαι αν πρέπει να γυρίσω. Όλα αυτά τα χρόνια είχα κόψει κάθε επαφή
με όλους. Μόνο με τον αδερφό μου κράτησε μια έστω τυπική επικοινωνία απ’ το
τηλέφωνο. Κι αυτός το μέρος της πήρε τότε. Όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς
βρεθήκανε απέναντί μου. Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω. Ας με λένε μνησίκακο και εκδικητικό. Εγώ δεν
έβλαψα κανέναν. Αυτοί μου την φέραν πισώπλατα. Πήρα τα μάτια μου και έφυγα
ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου. Τώρα όμως τα ψέματα τέλειωσαν. Τουλάχιστον με
τον μεγάλο πρέπει να δοθούν οι σοβαρές και
τελεσίδικες εξηγήσεις. Να κλείσουν οι παλιοί μας λογαριασμοί μια και καλή. Να
πληρωθούν τα ανεξόφλητα γραμμάτια. Αυτές δεν πρόκειται να τις δω. Τα είπαμε όλα
πριν απ’ το διαζύγιο. Και θα μείνω σε ξενοδοχείο. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Έτσι κι αλλιώς δεν με περιμένουν. Δεν τους έχω ειδοποιήσει ότι κατεβαίνω. Ούτε και για την αρρώστια θα
τους πω.
Το
κινητό της κοπέλας χτυπά όλο και πιο δυνατά. Είναι η μητέρα της. Διαρκώς ανησυχεί και της λέει
να προσέχει. Όταν θα φτάσει να την πάρει τηλέφωνο. Εντάξει μαμά. Επαναλαμβάνει
κάθε τόσο αυτή και στο τέλος κλείνει τη συσκευή τσαντισμένη. Ανταλλάσσουμε
ματιές συνενοχής και χαμογελούμε. Έτσι είναι οι μαμάδες της λέω για παρηγοριά κι αυτή ξεφυσά με παράπονο. Δεν
λέμε κάτι άλλο. Μόνο κάθε τόσο κοιταζόμαστε λοξά. Κάποια στιγμή την πιάνω να με
κρυφοκοιτάζει από το τζάμι. Αυτή σαστίζει απ’ την ντροπή και κλείνει απότομα τα
μάτια κάνοντας ότι κοιμάται. Στην επόμενη στροφή οι γοφοί μας αγγίζονται. Κολλάμε ο ένας με
τον άλλο μα δεν ενοχλούμαστε. Το εφαρμοστό παντελόνι και η ξέσκεπη μέση με ερεθίζουν.
Μπορεί να ‘ταν ανιψιά μου ή κόρη μου μα έχει σάρκα σφιχτή και απαλή. Κωλαράκι
στενό και καλοσμιλεμένο. Πλησιάζω με την άκρη των δαχτύλων μου μα τελευταία
στιγμή σταματώ. Πλέον στα εξήντα μου
μπορώ και συγκρατιέμαι γλυτώνοντας απ’ τα χειρότερα. Ίσως πάλι να μην την
ενοχλούσε. Συμβαίνει καμιά φορά μα δεν είμαι και κάνας λιγούρης και σαλιάρης. Και
το κορίτσι αυτό δίπλα του μπορεί να ‘ταν ανιψιά ή κόρη μου. Γυρνάω από την άλλη κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να
ονειρευτώ. Μία από τις μύγες μού γαργαλάει την μύτη. Κάνω έτσι με το χέρι μου
και την διώχνω. Τις βλέπω να χορεύουν κεφάτες και χαρούμενες στη μέση του διαδρόμου.
Ίσως και να’ ναι ζευγάρι σκέφτομαι και ξανακλείνω τα μάτια.
Ούτε ο φίλος μου ξέρει για το ταξίδι. Στο
σημείωμα του γράφω ότι πάω για λίγες μέρες
κάτω για δουλειές και θα τα ξαναπούμε σύντομα. Όταν το απόγευμα γυρίσει
στο σπίτι και το διαβάσει θα με πάρει και θα μου ζητήσει εξηγήσεις. Ξέρει για
την παλιά ιστορία. Η ξαφνική μου αναχώρηση θα τον βάλει σε υποψίες. Γι’ αυτό
έκλεισα το κινητό. Ούτε αυτός ξέρει για
την αρρώστια. Όλα γίνανε πολύ γρήγορα. Όμως κάποια στιγμή πρέπει να του πω.
Έτσι κι αλλιώς πλέον κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει. Η στατιστική των ειδικών
δίνει μόνο τρεις μήνες παράταση και μετά το οριστικό τέλος. Και αυτό
τελικά είναι το πρόβλημα. Τι να κάνω με
το χρόνο που απομένει. Λίγες μέρες στην πόλη μου βέβαια για τελευταία φορά. Μετά
ότι μένει θα το πετάξω στα σκουπίδια. Ποτέ δεν άντεχα την αγωνία των αντίστροφων
μετρήσεων. Πόσο μάλλον αυτή που είναι και η τελική. Ήμουν αδύναμος και πάντα
παρακαλούσα να μην το καταλάβω να έρχεται. Μια κι έξω και ακόμα καλύτερα στον
ύπνο μου. Και ο κακός θεούλης δεν κάνει πλέον θαύματα. Ούτε ακούει τις
προσευχές μας. Αν υπάρχει.
Περάσαμε
κιόλας τον ισθμό και τα πρώτα διόδια.
Τώρα όμως προχωράμε αργά. Ο κωλόδρομος έχει γίνει μια λωρίδα. Παντού
έργα μπουλντόζες διαχωριστικές κορύνες και επικίνδυνες στροφές. Μπροστά ο
οδηγός συνέχεια ιδρώνει και ξεϊδρώνει. Μ’
ένα πανί σκουπίζει το καραφλό του κεφάλι. Το ραδιόφωνο είναι στο σπινό και ίσα
που ακούγεται. Δεν μου φαίνεται και πολύ σόι. Όλοι οι άλλοι κοιμούνται. Το
κορίτσι ασυναίσθητα έχει γύρει στον ώμο μου. Μυρίζω το άρωμα των μαλλιών της
και απ’ το βάθος έρχεται ένα μακρόσυρτο ροχαλητό που με νανουρίζει. Επιτέλους
μετά από τέσσερα μερόνυχτα καταφέρνω να με πάρει ο ύπνος. Βλέπω μόνο πολλά και όμορφα
όνειρα που μου λείψανε όλες αυτές τις μέρες και που μόλις ξυπνήσω θα τις τα
διηγηθώ και μετά θα της πω πόσο όμορφη κοπέλα είναι και πόσο πολύ μου αρέσει. Ότι
μοιάζει με την κόρη μου και με την συγχωρεμένη την μάνα μου λίγο και θα
αλλάξουμε τηλέφωνα για να βρεθούμε στην πόλη για έναν καφέ και για να γνωριστούμε
καλύτερα. Τρεις μήνες είναι πολύς καιρός κι αυτή δεν θα μου το αρνηθεί. Όχι πως
θα της πω για την αρρώστια. Δεν χρειάζομαι την λύπηση κανενός. Ας κρατήσουν τον
οίκτο για τον εαυτό τους. Όμως το ύφος μου και τα σοβαρά μου λόγια θα την κολακέψουν.
Η ωριμότητα και η γοητεία μου που παρά τα χρόνια δεν με έχει εγκαταλείψει. Η
κοφτερή μου σκέψη και η καλή μου καρδιά.
Όλα αυτά
που θα θαυμάσει επάνω μου και θα την μαγέψουν και θα την αποπλανήσουν και θα
την σύρουν οικειοθελώς σε σκοτεινά πάρκα και θλιμμένα δωμάτια όπου εκεί θα γυμνώσουμε
τα κορμιά μας και θα σμίγουμε κάθε μέρα όλη νύχτα. Τρεις μήνες είναι πολύς
χρόνος ολόκληρη ζωή. Ή με το φως του κεριού μόνο μέχρι να σβήσει κι αυτό και με
τραβηγμένες τις βαριές κόκκινες κουρτίνες και με μισόκλειστα τα παντζούρια θα
τις χαϊδεύω το μακρόστενο κορμί της απ’ την κορυφή ως τα νύχια και θα της γλύφω
τις ρώγες. Θα της φυλάω το λαιμό τα χείλη τα μάτια τα πάντα όλα και μέσα της θα μπαίνω μόνο όταν αυτή μου το ζητάει επιτακτικά. Όχι πιο
πριν. Ποτέ βιαστικά και βίαια γιατί πλέον μπορώ. Δεν είμαι ούτε κάνας λιγούρης
ούτε κάνας σαλιάρης. Και σ’ αυτές τις ερωτικές φωλιές δεν θα μας βλέπουν
λαθροψίες και απρόσκλητοι μπανιστηριτζήδες ούτε κρυφές κάμερες ούτε ούτε
χοντρές μύγες να γαργαλάνε τα καυλωμένα μας κορμιά. Ούτε αιμοβόρα κουνούπια να
μας ρουφάνε το αίμα. Τίποτα. Τρεις μήνες μόνο.
Ξυπνήσαμε
απότομα και κοιταχτήκαμε με τρόμο στα μάτια. Η κραυγή μαρτυρούσε άπειρο πόνο
και ερχόταν από μπροστά. Αμέσως μετά ακούστηκαν χοντρά σίδερα να σπάνε και το λεωφορείο αναποδογύρισε και μπήκε σε καθοδική πορεία. Από
παντού γύρω ακούγονταν ουρλιαχτά και κλάματα τρόμου. Γρήγορα βρεθήκαμε χάμω στη
μέση του διαδρόμου πλακωμένοι από άλλα κορμιά ματωμένοι χτυπημένοι και αμίλητοι
να κοιταζόμαστε με απορία. Οι μύγες είχαν σταθεί πάνω στο μάγουλό της και
φιλιόντουσαν με πάθος. Το κινητό της χτύπησε δυνατά για μια στιγμή μόνο μα δεν
μπόρεσε να το σηκώσει. Μετά ακούστηκε η έκρηξη. Το μεγάλο μπαμ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου