Τρίτη 13 Μαΐου 2025

ΟΙ ΠΑΛΙΟΦΙΛΟΙ

Η καφετέρια ήταν γεμάτη κόσμο και δεν έπεφτε χάμω ούτε καρφίτσα. Όλοι  βλέπανε στην οθόνη τον αγώνα. Ήταν κρίσιμος λέγανε. Εμείς είχαμε στριμωχτεί πλάι στην τζαμαρία και δεν πολυνοιαζόμασταν για το ματς. Καπνίζαμε χαλαροί  πίναμε καφέδες και χαμογελούσαμε σήμερα που γιόρταζε ο φίλος μας. Η φιλία κρατούσε από παιδιά. Απ’ το σχολείο και την γειτονιά. Όμως τελευταία είχαμε χαθεί. Γυναίκες και παιδιά. Υποχρεώσεις τρεχάματα και δουλειές με φούντες. Σπάνια βρισκόμασταν και μαζευόμασταν πλέον οι παλιοί φίλοι.  Μόνο κάνα τηλέφωνο έπεφτε κι αυτό αραιά και πού. Όμως τούτη τη μέρα καταφέραμε να συναντηθούμε και να θυμηθούμε τα παλιά και να γλεντήσουμε τον φίλο μας που γιόρταζε μέχρι αργά το βράδυ.

Εγώ δεν μιλούσα πολύ. Την περισσότερη ώρα κοιτούσα έξω στο δρόμο αφηρημένος. Όσο το σκεφτόμουν έβρισκα ότι δεν είχα πλέον πολλά να πω με τους παιδικούς μου φίλους. Από καιρό είχε τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του. Απ’ την άλλη είχα βαρεθεί να ακούω κάθε χρόνο τα ίδια. Τα ξέγνοιαστα και όμορφα τάχα μου παιδικά μας χρόνια. Οι τρέλες και οι αλητείες μας. Το σχολείο και η γειτονιά. Όλα αυτά τα γλυκερά και ανούσια που μου φαίνονταν κάπως γεροντίστικα και υπερβολικά. Ότι τότε η ευτυχία έτρεχε απ’ τα μπατζάκια μας. Κουραφέξαλα. Για μένα δεν ήταν τόσο αμέριμνα και χαρούμενα έτσι όπως τα περιγράφανε οι φίλοι μου. Καλύτερα να μην τα θυμάμαι. Μα ότι και να ‘ταν πάνε πέρασαν πια. Τώρα δεν είχα τίποτα να πω μ’ αυτούς τους καλοζωισμένους πενηντάρηδες με τις σαπιοκοιλιές και τα προγούλια. Τους πετυχημένους και δημιουργικούς. Τους φτασμένους και εξασφαλισμένους με τις γυναικούλες τα παιδάκια και τη δουλίτσα τους. Τι να πω  εγώ ένας ακαμάτης και αχαΐρευτος του σκοινιού και του παλουκιού χωρίς εργασία και φαμίλια. Χωρίς νόημα και σκοπό στη ζωή μου. Ίσως και να τους ζήλευα λιγάκι. Μα τι να τους έλεγα και ποιος θα καταλάβαινε.

Αυτή τη φορά την κουβέντα μονοπώλησε το ταξίδι στο εξωτερικό του φίλου μας που γιόρταζε. Σε δέκα μέρες θα έφευγε με όλη την οικογένεια για κάποια από τις χώρες του μακρινού βορά. Φαινόταν πολύ χαρούμενος περιμένοντας με ανυπομονησία αυτό το ταξίδι. Επιτέλους θα ξεκουραζόταν κι αυτός λιγάκι. Η πολλή  δουλειά τρώει τον αφέντη μας έλεγε και όλοι συμφωνούσαμε μαζί του θέλοντας και μη. Μόνο εγώ παρέμενα ανέκφραστος. Έτσι κι αλλιώς ούτε δούλευα πλέον ούτε και ταξίδευα. Πώς να σιγοντάρω την χαρά του φίλου μου. Ακόμη και η προσποίηση και η υποκρισία με τα χρόνια κουράζει. Όλα κουράζουν. Ταξίδι λοιπόν και μάλιστα στα βόρεια. Εκεί που έχει μόνο ομίχλη κρύο και νύχτα. Καθόλου ήλιο και μόνο χλωμά αρρωστιάρικα φεγγάρια.  Εκεί που μοιράζουν ωφέλιμα και υγιεινά μεταπτυχιακά διπλώματα.  Που από πάνω σου βρίσκουν και καλοπληρωμένες δουλειές με σίγουρη και πετυχημένη καριέρα. Όλες οι δυνατότητες είναι ανοιχτές και από σένα μόνο εξαρτάται η πρόοδος και η επιτυχία σου. Αν θα πιάσεις τη ζωή απ’ τα κέρατα και προχωρήσεις. Εκεί ψηλά στις χώρες των βαρβάρων που το ταξίδι δεν έχει επιστροφή. Εκεί που βρισκόταν και ο μικρός απ’ το περασμένο καλοκαίρι.

Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν λίγες μέρες πριν φύγει. Έδειχνε  προβληματισμένος. Φοβόταν πως δεν θα τα καταφέρει και θα γυρίσει πίσω με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. Του έλειπε κάπως η αυτοπεποίθηση. Λίγο η ξένη γλώσσα που τον δυσκόλευε. Λίγο που θα έφευγε για πρώτη φορά από το σπίτι του. Λίγο η μοναξιά άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Φοβόταν πολύ. Εγώ προσπαθούσα να τον εμψυχώσω. Να μην ανησυχεί του έλεγα. Μη φοβάται. Όλα θα πάνε καλά. Και τις σπουδές του θα τέλειωνε κανονικά και καλή δουλειά θα έβρισκε και τη ζωή σου θα έφτιαχνε όπως την ονειρευόταν. Τέτοια του έλεγα και ο μικρός έπαιρνε κουράγιο και  μου χαμογελούσε. Υποσχεθήκαμε να κρατήσουμε κάποια επικοινωνία έστω κι απ’ το τηλέφωνο. Να μην  χαθούμε εντελώς.  Με την πρώτη ευκαιρία θα μπορούσε και να με φιλοξενήσει μου είπε. Να έκανα κι εγώ ένα ταξίδι εκεί πάνω στα βόρεια για όσες μέρες ήθελα.  Θα δούμε του είχα απαντήσει πιο πολύ  για να μην τον στεναχωρήσω αφού το ’ξερα καλά πως δεν θα πήγαινα. Βαριόμουν πλέον τα πηγαινέλα και τα μεγάλα ταξίδια. Τα έβρισκα κουραστικά και εντελώς άσκοπα. Δεν είχαν τίποτα να μου προσφέρουν. Δεν θα έφευγα ξανά απ’ την πόλη μου και για κανέναν λόγο.

Από τότε δεν ξαναμιλήσαμε. Το παιδί προσπάθησε να με βρει. Πήρε κάποια τηλέφωνα. Μου ‘στειλε και κάτι μηνύματα μα εγώ άφαντος. Ίσως και να ξανάρθε από τότε έστω και για λίγο μα δεν νοιάστηκα να μάθω. Πλέον για μένα ήταν άλλη μια τελειωμένη η ιστορία κι έπρεπε να τον ξεχάσω. Να τον διαγράψω τελείως απ’ την μνήμη μου. Αγκάθι που ματώνει πρέπει να βγαίνει. Δεν υπήρχε πια λόγος να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Ούτε φίλοι υπήρξαμε ποτέ ούτε τίποτα. Όλα ήταν ανάμεσά μας θολά και μπερδεμένα. Κρυμμένα και ανομολόγητα. Δειλίες και κομπιάσματα της τελευταίας στιγμής. Παραισθήσεις του μυαλού. Δέκα χρόνια τώρα ξεφτίλες κι αναξιοπρέπειες. Κι εγώ τα βράδια να τσουρουφλίζομαι μονάχος. Να γδέρνω το κορμί μου στα σκοτάδια. Να σκίζω το πετσί μου στα δύο και να ματώνει. Κι ούτε ένα φιλί ούτε ένα χάδι ούτε μια φωτογραφία. Τίποτα. Όλα μισά και ψέματα. Μια κακοπαιγμένη πρόβα θανάτου ήταν και τίποτα παραπάνω, Και παρόλο που το ‘ξερα καλά πως έτσι θα ‘ναι πάντα χωρίς ελπίδα και λυτρωμό δεν θα σταμάταγα να τραβιέμαι και να παιδεύομαι.  Να καίγομαι και να ξεζουμίζομαι μέχρι τέλους. Έτσι είχα αποφασίσει. Μέχρι τελικής πτώσης. Τι να τους έλεγα και ποιος θα καταλάβαινε.

Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και έριχνε νερό με το τουλούμι. Το τζάμι  ήταν θαμπό. Το καθάρισα κάπως και κόλλησα τη μούρη μου πάνω. Τρομαγμένοι περαστικοί από την ξαφνική μπόρα έψαχναν υπόστεγα για να κρυφτούν. Κάποιοι πιο προνοητικοί άνοιγαν βιαστικά τις ομπρέλες τους. Ο δρόμος είχε γίνει μια απέραντη λίμνη. Τα αυτοκίνητα με δυσκολία περνούσαν. Αυτός στεκόταν χαμογελαστός στη μέση του δρόμου και μου κουνούσε το χέρι πέρα δώθε. Μου έκανε νόημα να βγω κι εγώ έξω στη βροχή. Έδειχνε χαρούμενος. Δεν τον ένοιαζε που βρεχόταν. Ούτε φοβόταν τα αυτοκίνητα που περνούσαν ξυστά από δίπλα του.  Δεν κρατούσε ομπρέλα. Δεν φορούσε ρούχα. Δεν ένοιωθε κακία. Κολυμπούσε ολόγυμνος στα βρόχινα νερά. Αμέριμνος κι αθώος. Το πιο καλό παιδί μέσα στην ερημιά του  άπλυτου κόσμου. Ένας ξανθός άγγελος με τα φτερά ανοιγμένα πάντα έτοιμος για μακρινά ταξίδια στα βόρεια. Του κούνησα κι εγώ αργά το χέρι και του χαμογέλασα. Τα χείλη μου άφησαν ένα πικρό σημάδι πάνω στη τζαμαρία που όσο και να τη καθάριζα αυτή συνέχιζε να θολώνει.

Ξαφνικά μπήκε γκολ. Τότε οι βάρβαροι σηκώθηκαν όρθιοι και πανηγύρισαν με κραυγές και ουρλιαχτά. Επικράτησε πανδαιμόνιο. Σωστός πανζουρλισμός. Χόρευαν τραγουδούσαν και  σφύριζαν απ’ τη χαρά τους. Σήμερα ένιωθα πολύ υπερήφανοι για την ομάδα τους. Είχανε πάρει μεγάλη χαρά. Μόνο οι φίλοι μου ήταν ακόμα στην κοσμάρα τους εκεί ψηλά στα βόρεια. Άκουγαν τις λεπτομέρειες  του ταξιδιού εκείνου που γιόρταζε και γελούσαν σαν τα μικρά παιδιά.  Εμένα με είχανε τελείως ξεχάσει. Ούτε ματιά δεν ρίχναν προς το μέρος μου. Σαν να ήμουν αόρατος. Σαν να μην υπήρχα. Από το διπλανό τραπέζι ένα ποτήρι  έπεσε στο πάτωμα και έγινε χίλια κομμάτια. Χύθηκαν μαζί και κάτι μπύρες. Οι βάρβαροι συνέχιζαν να ουρλιάζουν μέσα σ’ αυτιά μου χωρίς σταματημό. Δεν άντεξα άλλο. Πάω για τσιγάρα ψέλλισα φοβισμένος και βγήκα τρέχοντας έξω. Κανείς δεν έδωσε σημασία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου