Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Ο ΠΑΠΑ-ΡΟΥΛΗΣ (Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ)

   

Ήταν απογευματάκι και ο ήλιος δεν φαινόταν πια στον ορίζοντα. Σε λίγο θα σουρούπωνε. Εκείνος στεκόταν όρθιος στην στάση του αστικού λεωφορείου και μου ‘κανε νοήματα με το χέρι να σταματήσω. Στρουμπουλός και ροδομάγουλος σαν τον μπαμπαστρούμφ. Μόνο ο  σκούφος και η γαλάζια περιβολή του λείπανε. Στη φάτσα και στο σουλούπι ήταν ολόιδιοι. Τον πλησίαζα αργά  από τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας ξεχωρίζοντας στο βλέμμα του την αγωνία. Ωτοστόπ από άλλον ρασοφόρο δεν μου ‘χει ξανατύχει. Δεν ξέρω αν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα μα τον συγκεκριμένο τον είχα δει μπόλικες φορές σ’ αυτή την κατάσταση. Μάλλον το κάνει συστηματικά και σίγουρα όχι μόνο σε μένα.

Τις προηγούμενες φορές είχα γελάσει με την καρδιά μου μα δεν είχα δώσει περισσότερη σημασία. Το θέαμα ήταν γελοίο κι έβγαζε πλάκα αντάξια παλιάς κλασικής κωμωδίας. Ούτε καν είχα κόψει ταχύτητα ή ακόμα πιο πολύ να σταματήσω για να τον ρωτήσω πού πάει. Όχι βέβαια για να τον εξυπηρετήσω. Κάποια δικαιολογία θα ‘βρισκα να του πω ότι δεν μπορώ. Δεν γίνεται να τον πάω εκεί που θέλει. Ας πούμε ότι ο προορισμός του βρίσκεται έξω από τη διαδρομή μου και δεν με βολεύει. Δεν είχα ασχοληθεί γιατί ήμουν βιαστικός και σκεφτόμουν τα δικά μου προβλήματα και ταλαιπωρίες. Άσε που δεν χωνεύω και τους παπάδες. Κι αυτός μου φαινόταν αληθινός κι όχι μασκαρεμένος αφού αργούν οι απόκριες. Με την άσπρη γενειάδα τα ράσα το καπέλο τα σέα και τα μέα του. Μα και πάλι μπορεί να είναι κάνας παλαβός που το παίζει ιερωμένος ή πρώην που τον ξούρισαν και τον έδιωξαν κακήν κακώς από το εκκλησίασμα. Μα του έμεινε το χούι και επιμένει. Έπρεπε λοιπόν να εξακριβώσω αν είναι ψευτοπαπάς ή όχι γιατί το ράσο δεν κάνει τον παπά.

Ευτυχώς μέχρι τώρα δεν είχε βγει ούτε μια φορά στην μέση του δρόμου για να μ’ αναγκάσει να σταματήσω με το στανιό. Θέλοντας και μη. Δεν ήταν δα και τόσο απελπισμένος. Ή μπορεί και να φοβόταν μην τον βρίσουν ή ακόμα χειρότερα του αστράψουν καμιά ανάποδη. Τότε τα ράσα οι σταυροί και τα καλυμμαύχια δεν θα έσωζαν την κατάσταση. Έχουν αλλάξει οι εποχές και πολλοί σήμερα δεν σέβονται τους ιερωμένους ούτε τους φιλάνε με ευλάβεια το χέρι. Απεναντίας τούς έχουν μεγάλο άχτι. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκω κι εγώ γι’ αυτό κι αν έμπαινε στη μέση μπορεί και να τον πάταγα και να πέρναγα από πάνω του χωρίς να σταματήσω. Να τον σιδέρωνα να τον ισοπέδωνα και να τον έκανα χαλκομανία. Μόνο που κάθε φορά που τον προσπέρναγα κοίταγα απ’ τον καθρέφτη μη μου ρίξει καμιά μούντζα ιερατική και δέκα φάσκελα που θα ήταν όλα δικά μου. Για τη γρουσουζιά πιο πολύ. Δεν το έκανε ποτέ. Στάθηκε στο ύψος που του επιβάλει το σχήμα η θέση και η ιερατική του αποστολή ως ενδιάμεσος ανάμεσα στο θρησκευόμενο ποίμνιο και τον θεό. Μα αυτή τη φορά θα σταματούσα γεμάτος περιέργεια. Είχα και χρόνο και όρεξη να κάνω το κέφι μου κι εγώ ρε αδερφέ. Δεν βιαζόμουν καθόλου. Πέρα απ’ το ότι μου θύμιζε κάποιον από πολύ παλιά. Σαράντα χρόνια πριν. Κι ήθελα να σιγουρευτώ πως είναι εκείνος.

Σταμάτησα στην άκρη κατέβασα το τζάμι και τον ρώτησα πού πάει. Μου είπε. Ναι με μεγάλη μου χαρά μπορούσα να τον εξυπηρετήσω. Μπήκε μέσα και κάθισε δίπλα μου στη θέση του συνοδηγού. Σε ευχαριστώ πολύ. Την ευχή μου να ‘χεις παιδί μου είπε αν και πρέπει να ‘μασταν σχεδόν συνομήλικοι. Ήταν ευγενέστατος και καταϋποχρεωμένος απέναντί μου τόσο που μου ‘ρθε ξαφνικά η σφοδρή επιθυμία να του φιλήσω το χέρι. Όπως κάναμε όταν ήμασταν παιδιά και βλέπαμε παπάδες. Μετά βέβαια απ’ την προτροπή των θρησκευόμενων μαμάδων μας. Ενώ οι πατεράδες μας άλλα μας έλεγαν κι άλλα διατάζανε. Να τους προσέχουμε και να φυλαγόμαστε. Να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Κι όταν τους βλέπουμε μπροστά μας να πιάνουμε τα αρχίδια μας για να γλυτώσουμε από τη γρουσουζιά και το κακό μάτι. Αυτοί κάτι θα ξέρανε περισσότερο. Περπατημένοι άνθρωποι της πιάτσας ήταν και όχι πρόβατα της εκκλησίας ούτε γυναικούλες που όλη τη μέρα σταυροκοπιόντουσαν κι έκαναν μετάνοιες και ποιος ξέρει για ποια αμαρτήματά τους. Πάντως εγώ πήρα το ρίσκο που μου αναλογούσε αν και πλέον δεν ήμουν παιδάκι. Ασπάστηκα με ευλάβεια την χείρα του και ζήτησα την ευλογία του. Ο πάτερ με σταύρωσε τρεις φορές προφέροντας κάτι μπερδεμένες ευχές στα κορακίστικα που δεν κατάλαβα τι έλεγαν και ξεκινήσαμε. Δεν ξέρω μόνο πάνω στη φούρια του αν παρατήρησε ότι στο αυτοκίνητό μου δεν υπήρχε ούτε σταυρουδάκι κρεμασμένο ούτε κάποια εικονίτσα αγίου για να με προφυλάσσει από τις κακοτοπιές και τα δαιμόνια. Αυτό μπορεί και να τον στεναχωρούσε τον παππούλη.

Από σεβασμό δεν τόλμησα να ανάψω τσιγάρο μπροστά του μα του ζήτησα την άδεια αν δεν τον ενοχλεί να ψάξω στο ραδιόφωνο για κάνα τραγούδι. Μου την έδωσε. Παρεμπιπτόντως με ενημέρωσε ότι αυτήν την ώρα έχει ωραίες ψαλμωδίες και ο τοπικός σταθμός της εκκλησίας όμως έκανα πως δεν το άκουσα. Βρήκα κλασσική μουσική και την έβαλα στο σπινό. Ο παππούλης έδειξε να ευχαριστήθηκε από την επιλογή μου και χαμογέλασε πλατιά. Του άρεσε το γούστο μου. Ευτυχώς δεν με έβγαζε απ’ τον δρόμο μου. Από την ιερά μητρόπολη και την ακτή δυμαίων θα τον πήγαινα μέχρι την πλατεία πυροσβεστίου. Εκεί από πάνω έμενε σε ένα κάθετο στενό δρομάκι. Τον ρώτησα αν είναι παντρεμένος με παιδιά και μου είπε όχι. Αφοσιώθηκε πλήρως στο σώμα και την ψυχή στα ιερατικά του καθήκοντα. Είχε σπουδάσει και θεολογία στο πανεπιστήμιο και πήγαινε για αρχιμανδρίτης μα τον φάγανε τα συμφέροντα οι ίντριγκες και οι μασόνοι που έχουν χωθεί και μέσα στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας μας και την έχουνε διαβρώσει. Γι’ αυτό τον είχαν αφήσει στάσιμο στην εξέλιξη. Ώπα λέω και πιάσαμε λαβράκι. Ήταν φως φανάρι. Ο ιερέας μας γινόταν πολύ εξομολογητικός και μάλιστα στον πρώτο τυχόντα βγάζοντας τα άπλυτα του κλήρου στη φόρα. Έλεγε τα παράπονά του κατά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας για να ξαλαφρώσει. Όχι πως δεν τα ξέραμε μα άλλο είναι να στα επιβεβαιώνουν και οι ίδιοι από μέσα. Ο λόγος του αν και πικρόχολος είχε άλλη βαρύτητα και κύρος.       

Τον ρώτησα και γιατί κάνει ωτοστόπ στον δρόμο. Είναι και λίγο επικίνδυνο. Από ανάγκη τέκνο μου απάντησε κι αν είναι να με βρει το κακό από κάναν ψυχοπαθή δεν πειράζει. Θα είναι θέλημα θεού. Εγώ βλέπεις δεν έχω τυχερά απ’ τη δουλειά μου και ο μισθός μου δεν φτάνει ούτε για ζήτω. Ας έχω μόνο το σαρκίο μου να φροντίζω και να ταΐζω. Λειτουργώ σε μικρή ενορία και δεν έχω τυχερά από τους πιστούς. Μην κοιτάς άλλους που είναι στα νεκροταφεία και τις μητροπόλεις και τρώνε με χρυσά κουτάλια. Γι’ αυτό δεν έχω αυτοκίνητο μα τα φοβάμαι κιόλας και δεν έμαθα να οδηγώ. Είναι όργανα του σατανά. Και τα λεωφορεία περνάνε στη χάση και στη φέξη. Δεν με βολεύουν. Πρέπει να πάρω δύο για να φτάσω στο σπίτι μου. Κι ούτε με τα πόδια μπορώ να το κόψω γιατί έχω σοβαρά προβλήματα υγείας. Κουράζομαι πολύ. Κοίτα τα πόδια μου που είναι πρησμένα. Έχω ποδάγρα και ανεβασμένο ουρικό οξύ. Ο βηματισμός μου είναι ασταθής και χοροπηδάω σαν βάτραχος. Τα επιχειρήματά του με είχανε πείσει απόλυτα μα ήθελε και να το επαληθεύσω με τα ίδια μου τα μάτια. Ο άνθρωπος του θεού σήκωσε ψηλά το ράσο του και μου ‘δειξε τις άτριχες ασπριδερές του γάμπες. Δεν μου ‘λεγε ψέματα μα από μέσα δεν φορούσε ούτε παντελόνι ούτε τίποτα. Μονάχα ένα κόκκινο εφαρμοστό σλιπάκι. Δεν είχαν πλακώσει ακόμα οι ζέστες μα φαίνεται ότι ο πάτερ κάψωνε πρόωρα. Τα ‘χασα. Ξαφνιάστηκα και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ευτυχώς ήμασταν σταματημένοι σε φανάρι αλλιώς μπορεί και να μου ‘φευγε το τιμόνι από τα χέρια και να ‘χαμε κάνα ατύχημα. Όμως το δικό του χέρι βρέθηκε να χαϊδεύει το πόδι μου ψηλά δίπλα στον λεβιέ των ταχυτήτων και λίγο κάτω από τα απόκρυφα σημεία μου. Τον κοίταξα λοξά μα δεν του ‘πα τίποτα. Εκείνος απέφυγε το βλέμμα μου. Σε λίγο άναψε πράσινο και ξεκινήσαμε.  

Είχα σιγουρευτεί από την πρώτη στιγμή ότι ήταν αυτός. Από την ψιλή αδελφίστικη φωνούλα του όταν μου μίλησε και την άκουσα. Και το βλέμμα βέβαια μα στα υπόλοιπα είχε αλλάξει πολύ. Είχαν περάσει και τόσα χρόνια από τότε. Απ’ το λύκειο τον θυμάμαι. Πηγαίναμε στο ίδιο. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός μου και ο μαθητής που κάθε πρωί έλεγε την προσευχή στο προαύλιο του σχολείου μπροστά απ’ το μικρόφωνο και πλάι στον διευθυντή μας. Ήταν ο μόνιμος στο πόστο αυτό μιας και δεν βρισκόταν κάποιος άλλος εθελοντής. Από κάτω όλοι οι άλλοι σταυροκοπιόμασταν νυσταγμένα για να πάει καλά η μέρα. Από τότε φαινόταν ότι το παιδί είχε κλίση για την ιεροσύνη. Μάλιστα νομίζω ότι ήταν και γιος παπά. Οπότε η επαγγελματική του πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Δεν έκανε και για τίποτε άλλο. Τον έκοβες απ’ το παρουσιαστικό του. Ήταν από τότε παχουλός μαλθακός και μπουλούκος κι απ’ τους συμμαθητές του έτρωγε άγρια καζούρα. Εμείς οι μικρότεροι μέναμε αμέτοχοι. Μια δυο φορές που φορούσε φόρμα γυμναστικής πήγαιναν στα διαλλείματα από πίσω του τα καλόπαιδα και του την κατέβαζαν μέχρι τον αστράγαλο και βγαίνανε όλα στην φόρα. Έπεφτε πολύ γέλιο ειδικά από τα κορίτσια του σχολείου. Εκείνος γινόταν κατακόκκινος από την ντροπή του μα δεν μπορούσε να βρει τον υπαίτιο για να τον καταγγείλει στο γραφείο των καθηγητών. Ώσπου σταμάτησε να βγαίνει με τα άλλα παιδιά στο διάλλειμα και νομίζω ότι πήρε και απαλλαγή απ’ το μάθημα της φυσικής αγωγής. Μα δεν είμαι και σίγουρος γι’ αυτό. Δυστυχώς ήταν η μοίρα του να παραμείνει σε όλη του τη ζωή μαλθακός και ατσούμπαλος. Ειρηναίος ήταν το μικρό του όνομα εξόχως ιερατικό όμως όλοι τον φωνάζαμε Ρούλη και γινόταν ο τρελός χαμός. Δεινοπάθησε εκείνα τα χρόνια ο καημένος.

Μα το χειρότερο ήταν η βρώμα που βγήκε για κείνον λίγες μέρες πριν από τις εξετάσεις του καλοκαιριού και την αποφοίτηση της τάξης του. Πιάστηκε στα πράσα στις υπόγειες τουαλέτες να τσιμπουκώνει συμμαθητές του. Εκείνος είχε κάτσει στα γόνατα  σε στάση προσευχής και γύρω του οι άλλοι με κατεβασμένα τα παντελόνια να τους τον παίρνει στο στόμα με τη σειρά. Αμέσως η πεολειχία του Ρούλη διαδόθηκε σε όλο το σχολείο σαν φήμη μα δεν αποδείχτηκε ποτέ. Πρέπει να υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες εκτός από τους δράστες μα τότε δεν υπήρχαν ακόμη κινητά τηλέφωνα για να τραβήξουν βίντεο και φωτογραφίες. Ούτε πρέπει να έγιναν καταγγελίες με πειθαρχικές συνέπειες από τον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων αλλά και από το γραφείο των καθηγητών. Κι ο ίδιος πάντως πρέπει να το διέψευσε ως καθαρή συκοφαντία. Πάντως οι πρωταίτιοι μαθητές όσο ζωηροί και ριψοκίνδυνοι και να ‘ταν δεν πρέπει να προχώρησαν σε πρωκτικό σεξ με τον Ρούλη. Το αρνούνταν κατηγορηματικά γιατί είχαν και κοπέλες και δεν ήθελαν να εκτεθούν στα μάτια τους και το χειρότερο να τις χάσουν για χάρη ενός πισωγλέντη. Μια πλάκα έκαναν για να περάσει η ώρα και να χαλαρώσουν από την πίεση των μαθημάτων είπαν. Όχι και να τον μαγαρίσουν κιόλας στον βρωμόκωλό του. Γρήγορα το περιστατικό ξεχάστηκε και δεν δόθηκε άλλη συνέχεια. Ο Ρούλης και οι συμμαθητές του πέρασαν τις εξετάσεις με επιτυχία και πήραν το πολυπόθητο απολυτήριο. Από κει κι ύστερα ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Εγώ ούτε ξανάκουσα γι’ αυτόν τίποτα ούτε και τον ξαναείδα από τότε.

Είχαμε φτάσει στον προορισμό μας. Σταμάτησα το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του. Το αριστερό του χέρι είχε χουφτώσει τον πούτσο μου και μου τον είχε κάνει πέτρα. Μα κι εκείνος ήταν αναψοκοκκινισμένος από την ταραχή και την ένταση. Με παρακάλεσε να τον ακολουθήσω στο σπίτι του μα αρνήθηκα. Αν ήθελα θα με πλήρωνε κιόλας. Επέμεινα πως όχι. Σκοτείνιασε. Είδα καθαρά την αγωνία και την απόγνωση στο βλέμμα του και κάπως τον λυπήθηκα. Εγώ θα μπορούσα μετά να την παίξω μόνος και να ξαλαφρώσω μα για κείνον δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Έριξα το κάθισμα του οδηγού πίσω και τα κατέβασα όλα. Με λαχτάρα τον πήρε αμέσως στο στόμα του σε μια ατέλειωτη πίπα που δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε. Μούγκριζε από καύλα και του ξέφευγαν μπερδεμένα κάποια από τα ιερά λόγια του ευαγγελίου. Ευλόγησον τέκνο μου τον δέσποτά σου και τα ρέστα. Ίσως να ζητούσε συγχώρεση απ’ τον ουράνιο πατέρα που υπέκυψε εκ νέου στην αμαρτία. Ποιος ξέρει. Όμως παρατονίζεις πάτερ. Εσύ τεκνό θέλεις να σε βάλει κάτω να σε μερεμετίσει κι όχι εμένα. Όση ώρα μου τον έγλυφε το δεξί μου χέρι έπαιζε με την αφράτη κωλάρα και την καλλιεργημένη τρυπούλα του. Βογκούσε και αναστέναζε από ηδονή. Στο τέλος έχυσα μέσα στο στόμα του και τα κατάπιε. Παραλίγο να πνιγεί.

Αισίως είχαμε τελειώσει. Πρέπει κι αυτός να το λέρωσε το κόκκινο σλιπάκι του. Έβγαλε απ’ το ράσο να μου δώσει λεφτά τουλάχιστον για την κούρσα μα δεν τα πήρα. Δεν είμαι ταξιτζής να χρεώνω με το χιλιόμετρο. Απλά έκανα κι εγώ μια αγαθοεργία προς τον πλησίον μου. Τίποτα περισσότερο. Μια εξυπηρέτηση. Δεν έπρεπε να νιώθει υποχρέωση. Με ευχαρίστησε και μου έδωσε την ευχή και την ευλογία του. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Ευτυχώς το στενό ήταν σκοτεινό και έρημο και δεν μας πήρε πρέφα κάνα πονηρό μάτι. Για κείνον περισσότερο. Αν κι ο κόσμος το’ χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι. Να προσέχεις παπαρούλη γιατί τα ψωνιστήρια με αγνώστους είναι επικίνδυνα του είπα έτσι ως μια τελευταία συμβουλή. Δεν μου απάντησε. Δεν ξέρω αν μ’ άκουσε μα είχε ήδη κάμποσο απομακρυνθεί.  Αμέσως έβαλα μπρος κι έφυγα.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου