Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μου άνοιξε η αλλοδαπή βοηθός. Μια σκουρόχρωμη νταρντανογυναίκα με σαρκώδη χείλη γύρω στα πενήντα. Ο ξάδελφος δεν είχε γυρίσει απ’ το γραφείο ακόμα. Η θεία καθόταν στην πολυθρόνα της πλάι στην μπαλκονόπορτα. Χαμογελούσε και έβλεπε ειδήσεις. Μού ‘ριξε μια γρήγορη λοξή ματιά και  μετά πίσω πάλι στην οθόνη. Συνέχιζε να χαμογελά. Ο αρχηγός του κράτους κάποιοι υπουργοί και άλλοι παρατρεχάμενοι βρίσκονταν στο εξωτερικό για άλλη μία κρίσιμη σύνοδο κορυφής. Φορούσαν όλοι σκουρόχρωμα σακάκια και γραβάτες. Τα ρούχα της δουλειάς. Είχαν φρεσκοξυρισμένα μαγουλάκια και καθαρισμένα σβερκάκια. Ήταν περιτριγυρισμένοι από φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφους. Άστραφταν τα φλας και οι οδοντοστοιχίες. Σοβαρές κωλοτρυπίδες και παλιοχαμούρες που θα ‘λεγε κι ο αθυρόστομος πατέρας μου αν ζούσε. Χαμογελούσαν οι κουφάλες. κι άλλαζαν σφιχτές αγκαλιές και θερμές χειραψίες με τους ξένους ομολόγους τους. Πάντως αυτή η χαρμόσυνη ατμόσφαιρα δεν φανέρωνε κάτι από την κρισιμότητα της κατάστασης. Μάλλον η υποκρισία ξεχείλιζε από όλες τις μεριές. Παρακολουθούσα με προσοχή τα γεγονότα και τους σχολιασμούς μα τα μηνύματα που έπαιρνα ήταν αντιφατικά. Δεν μπορούσα να καταλάβω.

Η επόμενη είδηση είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Σήμερα το μεσημέρι ένας άντρας έπνιξε ένα αγοράκι μέσα στο σούπερ μάρκετ και τώρα έχει ταμπουρωθεί στη γκαρσονιέρα του. Σεσημασμένος παιδόφιλος και ανώμαλη ψυχή όπως τόνιζε με έμφαση η παρουσιάστρια και με αρκετές καταδίκες σε βάρος του. Τελικά το αρρωστημένο του πάθος έσπειρε την καταστροφή. Τα κανάλια είχαν μαζευτεί έξω από την πολυκατοικία του  και κάποιες κάμερες έκαναν ζουμ στο μπαλκόνι του. Υπήρχαν και περιπολικά της αστυνομίας και οχήματα της πυροσβεστικής. Συνήθως τέτοιες περιπτώσεις καταλήγουν σε αυτοκτονία του θύτη. Εξηγούσε με τον στόμφο του ειδικού ο διαπρεπής ψυχίατρος και η  δημοσιογράφος συμφωνούσε κουνώντας πάνω κάτω το περιποιημένο της κεφάλι. Μόνο που το διαμέρισμά του βρισκόταν στον πρώτο όροφο και η πτώση του δεν θα ήταν θανάσιμη. Έπρεπε να βρει άλλον τρόπο. Ίσως με κάποιο δηλητήριο ή να έκοβε τις φλέβες του στην μπανιέρα. Κάτι άλλο τέλος πάντων. Για άλλη μια φορά το πανελλήνιο είχε συγκλονιστεί από το ειδεχθές έγκλημα. Μόνο η θεία έδειχνε ατάραχη και χαμογελούσε σταθερά. Έσβησα τη γόπα μου στο τασάκι και ρώτησα τη βοηθό για τον ξάδελφο. Μπορεί και ν’ αργούσε να γυρίσει μου είπε μα δεν ήταν και σίγουρη. Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Η θεία δεν έδωσε σημασία. Λίγο καιρό πριν όποτε με έβλεπε με ρωτούσε ποιος είμαι. Τώρα απλά δεν δίνει σημασία παρά μόνο χαμογελά. Έχει πάψει να ρωτάει και να μιλάει. Με το ζόρι τρώει δυο μπουκιές. Σαν λείψανο έχει γίνει και με δυσκολία σηκώνεται απ’ το κρεβάτι.

Βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία μπήκα δεξιά στο μικρό πρατήριο να αγοράσω τσιγάρα. Ο χοντρός ψιλικατζής χάζευε βαριεστημένα στον υπολογιστή την υπόθεση του ανώμαλου κι έριχνε το φταίξιμο στο κράτος. Έφταιγε η πολλή ελευθερία και η υπερβολική ανεκτικότητα. Αφού τον ξέρανε. Ούτε ισόβια του έπρεπε για να τρώει τσάμπα απ’ τους φόρους των  νοικοκυραίων. Ντουφέκι του χρειαζόταν του αλήτη. Και μετά το γύρναγε στους προδότες και τους δωσίλογους που κυβερνούν αυτόν τον τόπο. Κι αυτοί κρέμασμα θέλουν στην κατάσταση που μας έχουν φέρει. Είπα να ρίξω μια φτυσιά στο γλόμπο του μα το μετάνιωσα. Εγώ έφταιγα. Αφού το ήξερα το φασιστόμουτρο πώς ξεχάστηκα και μπήκα πάλι εδώ μέσα. Ούτε τσίχλα δεν έπρεπε να ψωνίζω απ’ αυτόν τον μαλάκα χρυσαυγίτη ούτε απ’ έξω να περνώ. Και μόνο που έβλεπα τη φάτσα του αναγούλιαζα. Κι ας ήμασταν τόσα χρόνια γείτονες κι ας μέναμε στην ίδια πολυκατοικία κι ας ρώταγε κάθε τόσο τάχα από ενδιαφέρον για τη θεία μου πώς είναι και τι κάνει. Λείπει για δουλειές του απαντούσα στα γρήγορα για να τον ξεφορτωθώ. Ας είχε εδώ και πολύ καιρό καβαλήσει τα ογδόντα. Κι ο χοντρομαλάκας με κοιτούσε σαν χάνος. Πετάχτηκα έξω στο δρόμο ζαλισμένος και αηδιασμένος. Μου ‘ρχόταν να ξεράσω.

Η μέρα ήταν όμορφη. Περπατούσα αργά με τα χέρια στις τσέπες και μάζευα χειμωνιάτικο ήλιο. Οι δρόμοι είχαν κίνηση. Οι στάσεις των λεωφορείων ήταν γεμάτες ουρές και στριμωξίδια. Πλημύριζε από βιαστική ζωή η πόλη. Μόνο η θεία δεν βιαζόταν πλέον. Τελευταία σπάνια πέρναγα απ’ το σπίτι του ξάδελφου μα όποτε την έβλεπα σ’ αυτήν την κατάσταση σφιγγόταν το στομάχι μου. Πριν από πέντε χρόνια φάνηκαν τα πρώτα σημάδια αφότου πέθανε ο θείος και όλο χειροτέρευε. Τουλάχιστον χαμογελούσε και δεν πονούσε. Έδειχνε ευτυχισμένη και απροβλημάτιστη. Ούτε θάνατο φοβόταν πια ούτε τίποτα. Ζούσε σε ένα όμορφο διαρκές παρόν δίχως μνήμες τύψεις και ενοχές. Παλιότερα  που ήταν ακόμα ζωντανή και ενεργητική  σπάνια χαμογελούσε. Ούτε όμως και ο παιδόφιλος φονιάς θα βιαζόταν πια.

Όταν το βράδυ ξαναπέρασα απ’ το σπίτι τους η θεία είχε αποκοιμηθεί μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Χαμογελούσε ακόμα σαν κοριτσάκι που βλέπει ένα καλό όνειρο και δεν θέλει να τελειώσει. Ήταν μόνη στο διαμέρισμα. Ο ξάδελφος ακόμα έλειπε κι η αλλοδαπή βοηθός μόλις είχε φύγει. Στα αδύναμα χεράκια της κρατούσε μία πάνινη χιλιοσκισμένη κουκλίτσα. Της έβαλα μια  κουβέρτα στα πόδια για να μην κρυώνει. Χάιδεψα τα αραιά ολόλευκα μαλλάκια της και της ψιθύρισα καληνύχτα. Στην βουβή οθόνη ο πρωθυπουργός οι υπουργοί και οι άλλοι παρατρεχάμενοι χαμογελαστοί και ευδιάθετοι πανηγύριζαν για την υπογραφή της συμφωνίας. Τώρα σίγουρα θα έβγαινε η χώρα από την  κρίση. Γι’ αυτό και χειροκροτούσαν τους εαυτούς τους. Όμως το ανθρωπόμορφο τέρας με την αρρωστημένη ψυχή δεν αυτοκτόνησε. Συνελήφθη από τις αρχές για τα περαιτέρω. Τους φώναζε ότι είναι αθώος και δεν σκότωσε αυτός το παιδί. Δίπλα του βρισκόταν συνέχεια η γριά μάνα του. Ο γιος μου είναι καλό παιδί. Δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι ούρλιαζε και χτυπιόταν μπροστά στις κάμερες. Ο καιρός αύριο θα είναι άστατος νεφελώδης και με πιθανές κατά τόπους βροχές. Έτσι τέλειωσε άλλη μια πολύ συνηθισμένη μέρα όπως κι οι προηγούμενες. Κι όλα κομπλέ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου