Κυριακή 18 Μαΐου 2025

ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑΣ

Σας αρέσει ο Καμύ; Η ερώτηση έπεσε σαν σφαλιάρα σβουριχτή πάνω στο κεφάλι μου και με ξάφνιασε. Από το πουθενά. Αν μου αρέσει ο τάδε συγγραφέας που έτυχε να διαβάζω εκείνη τη στιγμή. Τελικά ούτε ένα καφέ δεν μπορείς να πιεις με ηρεμία ούτε ένα βιβλίο να διαβάσεις. Μεσημεριάτικα η καφετέρια ήταν σχεδόν άδεια. Μου ήρθε αυθόρμητα να γαμωσταυρίσω και να χριστοπαναγίσω τον ενοχλητικό και αδιάκριτο που με έβγαζε από την ησυχία μου. Είχα και τα νεύρα του μα πρώτα έπρεπε να δω ποιος είναι μη μου κάνει πλάκα κάνας γνωστός. Γύρισα και τον κοίταξα. Μου ήταν παντελώς άγνωστος. Καθόταν στο διπλανό τραπέζι πίσω μου και λίγο προς το πλάι και χαμογελούσε ηλίθια. Κάνας μουρλός πρέπει να ‘ταν που δεν έχει με τι να ασχοληθεί και σκοτίζει τα αρχίδια του κοσμάκη σκέφτηκα. Πάνω απ’ τα εξήντα καραφλός στρουμπουλός γυαλάκιας. Ένα γλοιώδες ζωύφιο της συνομοταξίας των ασπόνδυλων. Έτσι μου φάνηκε κι εκεί τον κατέταξα αμέσως μετά από μια πρώτη διερευνητική ματιά.

Είναι αλήθεια ότι δεν μου ‘κανε καλή εντύπωση. Ίσως να ‘φταιγε και η κακή μου διάθεση. Δεν μου άρεσε η φάτσα του η ομιλία του το παρουσιαστικό του τίποτα επάνω του τα ρούχα που φορούσε μα τελικά επικράτησε μέσα μου ο πολιτισμένος μου εαυτός η λογική και η σύνεση και συγκρατήθηκα. Έδωσα τόπο στην οργή και ανταπέδωσα το ηλίθιο χαμόγελο σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες της ευγένειας και της αβρότητας. Και της ειρωνείας. Έτσι κι αλλιώς η υποκρισία και η προσποίηση είναι μέσα στο παιχνίδι στις ζωές όλων των σπονδυλωτών. Πραγματικά μου αρέσει κι είναι ένας απ’ τους αγαπημένους μου συγγραφείς ειδικά αυτό το βιβλίο απάντησα σε όσο φιλικότερο τόνο μπορούσα προσπαθώντας να φαίνομαι ειλικρινής και πιστευτός. Κρατούσα στα χέρια μου περιεργαζόμουν και ξεφύλλιζα αργά μία καινούργια έκδοση του Ξένου που μόλις είχε κυκλοφορήσει σε φρέσκια μετάφραση και την είχα αγοράσει πριν από λίγο για να παρηγορηθώ από άλλη μία επαγγελματική άρνηση  και απογοήτευση. Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις έβρισκα καταφύγιο στα χιλιοδιαβασμένα αγαπημένα μου βιβλία.

Βέβαια αυτή τη φορά η απόρριψη δεν με πείραξε πολύ δεν με τσάκισε και δεν με ισοπέδωσε όπως συνέβαινε τις πρώτες φορές που ήμουν ακόμα αμάθητος  και ανεκπαίδευτος. Πλέον είχα συνηθίσει να τρώω χυλόπιτες απ’ τους εκδοτικούς οίκους. Συνήθως να με γράφουν τελείως στα παπάρια τους δίχως να μου απαντούν καν. Στην καλύτερη περίπτωση να μου κάνουν δήθεν εμβριθή σχόλια και ορθές παρατηρήσεις. Να μου δίνουν πολύτιμες συμβουλές και να μου λένε σοφές μαλακίες μα στο τέλος πάντα να μου επιστρέφουν ευγενικά τα χειρόγραφα. Να τους ευχαριστώ πολύ για όλα και να φεύγω αποκαρδιωμένος και μαραμένος με την ψυχολογία σκατά χαμηλό ηθικό και την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. Κάθε φορά γινόμουν χάλια και μετά το ‘ριχνα στα τσίπουρα και στα στριφτά τσιγάρα για να ξεχαστώ και να παρηγορηθώ. Το σκηνικό είχε επαναληφθεί καμιά εικοσαριά φορές το τελευταίο τρίμηνο. Δηλαδή από τότε που ολοκλήρωσα το πρώτο μου βιβλίο μια συλλογή δεκαεπτά σύντομων διηγημάτων και προσπαθούσα να τα εκδώσω. Μάλιστα απορούσα πού έβρισκα όλη αυτή την αντοχή και τη δύναμη να συνεχίζω το ψάξιμο παίρνοντας σβάρνα τους δρόμους μετά από τόσες αρνήσεις και απορρίψεις. Μάλλον επέμενα γιατί δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω αλλά και από περιέργεια ίσως και από μαζοχισμό ποιος ξέρει.

Πλέον δεν έτρεφα καμιά ελπίδα ότι μπορώ να τα καταφέρω. Ήδη είχα αποφασίσει να τα ανεβάσω δωρεάν και ελεύθερα στο ίντερνετ σε ένα λογοτεχνικό ιστολόγιο που είχα φτιάξει για κάθε ενδεχόμενο για τον σκοπό αυτό.  Αλλά σίγουρα θα μάζευα μπόλικο υλικό και για ένα δεύτερο συμπληρωματικό βιβλίο όπου θα περιέγραφα με γλαφυρό τρόπο όλες μου τις αποτυχημένες προσπάθειες για να εκδώσω το πρώτο. Ήδη είχα αρχίσει να κρατάω λεπτομερές ημερολόγιο για αυτόν τον ιερό σκοπό. Σίγουρα κάποιοι θα γελούσαν με τα χάλια μου κι άλλοι με εκείνων που με πλήγωναν με ταλαιπωρούσαν και με απογοήτευαν. Πάντως θα είχε μεγάλη πλάκα όποτε βέβαια και αν εκδιδόταν κι εκείνο. Όνειρα θερινής νύχτας όλα αυτά για να μην πλήττω. Και μέχρι να ξαναβρώ την όρεξη και την διάθεση να ξεκινήσω και πάλι το ψυχωφελές γράψιμο. Όχι βέβαια για να αλλάξω τον κόσμο προς το καλύτερο. Η τέχνη δεν κάνει τέτοια θαύματα. Όμως κάθε ιστορία μου είναι και μια μορφή ψυχαναλυτικής συνεδρίας. Κάθε μικρό πεζό και μια καταβύθιση στο βαθύ πηγάδι που λέγεται ασυνείδητο και εσώτερος εαυτός. Κάθε σελίδα και μια καινούργια απέλπιδα αλλά μάταιη προσπάθεια αυτογνωσίας. Ως εκεί. Ίσως να απευθύνεται και σε όσους είναι φτιαγμένοι σαν και μένα. Κάτι ως διαπιστευτήρια μα μόνο για φίλους. Όλοι οι άλλοι μακριά και να με αποφεύγουν. Μα ο σκοπός είναι όσο και να αποτυγχάνεις να συνεχίζεις τις προσπάθειες και να μην το βάζεις κάτω. Να μην παραδίνεσαι. Δεν είναι και λίγο.

Ο καραφλός στρουμπουλός γυαλάκιας αποδείχθηκε θρασύτατος πέρα από κάθε μέτρο διακριτικότητας και ευγένειας. Με το έτσι θέλω πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Δίχως να τον προσκαλέσω στο τραπέζι μου και σαν να γνωρίζονταν κι από χθες ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ούτε καν μου ζήτησε την άδεια. Όμως όταν μου συστήθηκε έμεινα άναυδος. Είχε έναν μικρό εκδοτικό οίκο είπε και βιβλιοπωλείο μαζί. Έβγαζε μάλιστα κι ένα εξαμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό. Όλα τα έκανε. Είχε μεράκι με τα βιβλία και ήταν χρόνια στο σινάφι παλιά καραβάνα. Είχα ακουστά το όνομά του  μα δεν τον ήξερα φατσικά. Μάλιστα μέσα στις επόμενες μέρες σκόπευα να περάσω κι απ’ το δικό του μαγαζάκι μα με πρόλαβε η θεά τύχη και το θράσος του. Μάλλον με είχε συμπαθήσει ποιος ξέρει γιατί κι εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε σαν από μηχανής θεός και οι εκδοτικές μου ελπίδες αναπτερώθηκαν. Μέσες άκρες του περιέγραψα τις περιπέτειές μου με τους συναδέλφους του εκδότες και επιμελητές κι εκείνος με άκουσε με προσοχή και ενδιαφέρον που φαινόταν ειλικρινές και ανιδιοτελές. Συμφώνησε ότι είναι δύσκολα τα πράγματα για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Πλέον η αγορά είναι γεμάτη από γραφιάδες και λογοτέχνες που κάποιοι από αυτούς είναι απλά ψωνισμένοι και ασήμαντοι μα έτσι κι αλλιώς οι πιο πολλοί σχεδόν όλοι πληρώνουν οι ίδιοι τα έξοδα της έκδοσης. Πάντως δεν πρέπει να απελπίζομαι. Αν το γραπτό μου αξίζει θα βρει το δρόμο του προς το μεγάλο κοινό.

Τότε εγώ ο επίδοξος εκδιδόμενος γραφιάς έδωσα το χειρόγραφο που κουβαλούσα μαζί μου στον πρόθυμο και προσηνή εκδότη. Εκείνος μου υποσχέθηκε ότι θα το κοιτάξει. Θα το έβαζε στις άμεσες προτεραιότητές του παρ’ όλο που τον τελευταίο καιρό ήταν πολύ απασχολημένος κι είχε δουλειές με φούντες και να περάσω σε καμιά βδομάδα να τον δω μου είπε Ήξερα βέβαια πού είναι το βιβλιοπωλείο του. Μου έδωσε και την κάρτα του. Μάλιστα διάβασε επί τόπου ένα μικρό πεζό από τη συλλογή για να πάρει μια ιδέα και στο τέλος παραδέχτηκε ότι του άρεσε. Είμαι ιδιοσυγκρασιακός συγγραφέας είπε. Κάπως βιαστικό συμπέρασμα από ένα μόνο μικρό δείγμα εργασίας. Είχα μια ιδιαίτερη ασυνήθιστη λοξή γραφή και το συγκεκριμένο φλέγον πολύ σημερινό θέμα αναδεικνύεται με ευαισθησία και κατανόηση. Λεγόταν Η Πρόβα και οι ελπίδες μου  απότομα πολλαπλασιάστηκαν νιώθοντας μεγάλη χαρά. Στιγμιαία πέρασε απ’ το μυαλό μου να παινέψω και να κολακέψω τον μελλοντικό μου συνεργάτη και εκδότη τουλάχιστον να δείξω ότι γνωρίζω το έργο του και την προσφορά του στον πολιτισμό του τόπου μα κάτι μέσα μου με συγκράτησε. Δεν συνηθίζω να κάνω τέτοια πράγματα. Δεν είμαι γλύφτης. Έχω μια αξιοπρέπεια. Επιπλέον απέναντί του ένιωσα κάπως αμήχανα. Δείλιασα ντράπηκα και τελικά δεν έβγαλε άχνα. Μόνο ένα σιγανό ευχαριστώ κι αυτό με τα χίλια ζόρια.

Αγόρι μου αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία και ξέρω ότι θα τη σεβαστείς. Τόσα ωραία χρόνια περάσαμε μαζί. Δεν θα τα χαλάσουμε τώρα στα τελευταία  που πάω να τη βρω. Βλέπεις μόνο δύο ανθρώπους αγάπησα στη ζωή μου πολύ. Εκείνη και σένα. Όλοι οι άλλοι υπήρξαν περαστικοί κι αδιάφοροι. Ναι δεν έχω παράπονο. Ήμουν τυχερή. Σήμερα οι περισσότεροι πεθαίνουν λυπημένοι και μόνοι. Φέρε λοιπόν το κίτρινο φουστάνι για μια τελευταία πρόβα. Ήταν το αγαπημένο της ρούχο. Μ’ αυτό ήθελε να θαφτεί. Δεν της χάλασα το χατίρι. Μόνο που έφτιαξα ένα ολόιδιο για μένα. Μου άρεσε πολύ. Θυμάσαι. Αυτό φορούσα τη νύχτα που με γνώρισες. Ήμουν σκέτη κούκλα. Θεά. Θαμπώθηκες. Τα βρήκαμε σε όλα κι ειδικά στο κρεβάτι. Κι ας είχαμε κάμποσα χρόνια διαφορά.  Βοήθησέ με λοιπόν να το φορέσω και πάμε στον καθρέφτη να δω. Ναι φτυστή η μάνα μου είμαι. Σαν να αναστήθηκε. Να. Δες την και στη φωτογραφία. Σίγουρα βοηθάει κι η περούκα. Μια ολόιδια φορούσε κοντόξανθη και ίσια. Και κείνη είχε χάσει τα μαλλιά της απ’ τις χημειοθεραπείες. Απ’ τον ίδιο κληρονομικό καρκίνο. Μεταστατικός και επιθετικός μας ξεζούμισε και τις δύο ο καργιόλης. Στην ίδια ηλικία. Έστω με είκοσι χρόνια διαφορά μα δεν βαριέσαι. Πενήντα τέσσερα χρόνια δεν είναι ούτε πολλά ούτε λίγα. Κι όμως δεν χόρτασα. Ακόμα θέλω να υπάρχω. Κάθε πρωί να αντικρίζω στο πλάι σου το φως του ήλιου. Αυτό μονάχα. Για τη νύχτα δεν με νοιάζει. Τη γλέντησα τη σιχάθηκα την βαρέθηκα και δεν θα μου λείψει. Εκείνη ήταν άτυχη. Δεν βρήκε έναν άνθρωπο της προκοπής να ταιριάξει. Με μεγάλωσε ολομόναχη μες στο βαθύ σκοτάδι. Ούτε έμαθα ποτέ ποιος μ’ έσπειρε. Αγνώστου πατρός είπαν. Δεν θυμόταν με σιγουριά μα ούτε και είχε καμιά σημασία. Το παρελθόν βρωμάει και δεν πρέπει να το σκαλίζουμε έλεγε. Μόνο μην ξεχάσεις να ενημερώσεις τους υπάλληλους του νεκροτομείου και του γραφείου κηδειών. Αυτούς που θα με δουν ολόγυμνη. Δεν θα ‘θελα να τρομάξουν οι άνθρωποι αν και πολλά έχουν δει τα μάτια τους. Εκείνη δεν είχε πρόβλημα. Με αποδέχτηκε όπως ήμουν. Ακόμα και να αλλάξω το όνομα στην ταυτότητα. Και να φουσκώσω τα βυζιά. Και να φορέσω γυναικεία ρούχα. Μόνο αυτό δεν ήθελε. Μην τον κόψεις αγάπη μου. Το μουνί δεν συμφέρει μου είπε και δεν είχε άδικο. Μα και μένα δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό. Όχι βέβαια για επαγγελματικούς λόγους. Αυτοί έρχονταν πάντα δεύτεροι. Μα και συ αγόρι μου το θυμάσαι. Δεν είχες πρόβλημα. Με δέχτηκες όπως ήμουν.  

Μετά από μια βδομάδα πήγα και τον βρήκα. Με υποδέχτηκε χαμογελαστός και ευδιάθετος. Ήμουν τυχερός. Ήταν μόνος του στο το βιβλιοπωλείο και είχε χρόνο και όλη την ευχέρεια και άνεση να κουβεντιάσουμε για το θέμα μου. Είχε διαβάσει τα διηγήματα και  κάποια ήταν πολύ καλά του έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση είπε. Άλλα τα βρήκε πιο αδύναμα χρειάζονταν βελτίωση κάποιες αλλαγές. Πάνω στο χειρόγραφο είχε σημειώσει τις παρατηρήσεις του. Τον άκουγα προσεχτικά χωρίς να τον διακόπτω. Μέχρι εδώ όλα καλά αν και δεν είχα σκοπό να αλλάξω ούτε ένα γράμμα ή να αφαιρέσω ούτε ένα κόμμα. Τόσο ασυμβίβαστος και ανένδοτος. Και οι παραλείψεις και τα λάθη όλα δικά μου είναι. Όμως μετά ο εκδότης άρχισε να μου τα μασάει και να μου τα γυρίζει. Δεν είχε πρόβλημα να τα εκδώσει με το αζημίωτο βέβαια μα έπρεπε να αλλάξουμε και τον  τίτλο Ο Πούστης.  Είναι κράχτης για το κοινό και η κοινωνία ακόμα πολύ συντηρητική. Μπορεί να πέσουν και μηνύσεις από διάφορους οπισθοδρομικούς και ανεγκέφαλους ότι προσβάλλονται τα χρηστά ήθη και διαφθείρεται η αμόλυντη νεολαία μας τα παιδιά και τα βλαστάρια τους είπε γιατί εκείνος δεν είχε δικά του και δεν τον πολυένοιαζε. Τότε θα έχουμε και τσάμπα διαφήμιση αστειεύτηκα εγώ ο επίδοξος συγγραφέας μα ο εκδότης δεν γέλασε αντιθέτως επέμεινε στην ορθή του άποψή. Ήταν έμπειρος επαγγελματίας πολλά χρόνια στο χώρο του βιβλίου επιπλέον πολύ προσεχτικός και σε κάθε περίπτωση δεν ήθελε μπλεξίματα με τον νόμο και τρεχάματα με εισαγγελείς και δικηγόρους. Από την μεριά του λοιπόν ήταν απολύτως κατανοητός και σ’ αυτό δεν χωρούσε καμία αμφιβολία.

Όσο για το περιεχόμενο του βιβλίου το έβρισκε αρκετά ενδιαφέρον πρωτότυπο και προχωρημένο. Και βέβαια σε μεγάλο ποσοστό βιωματικό. Ήμουν πραγματικά ένας ιδιοσυγκρασιακός συγγραφέας σχεδόν ολοκληρωμένος. Ήξερα τι θέλω να πω και πώς και για ποιο λόγο. Σίγουρα ξεχώριζα από τις χρυσές μετριότητες του συρμού και την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή. Στα υπέρ μου ότι δεν είχα παρακολουθήσει κάποιο από τα άνοστα εκείνα σεμινάρια δημιουργικής γραφής που πλέον είχαν γίνει πολύ της μόδας και παρήγαγαν κάθε χρόνο πληθώρα επίδοξων γραφιάδων ακριβή αντίγραφα από την τέλεια συνταγή. Ούτε είχα πάρει μέρος σε κάποιο λογοτεχνικό διαγωνισμό ούτε είχα στείλει συνεργασία σε κάποιο περιοδικό. Ήμουν τραγικά αυτοδίδακτος και έγραφα μονάχα από εσωτερική ανάγκη και για λόγους επιβίωσης με μοναδικό και ιδανικό αναγνώστη εμένα τον ίδιο. Τώρα γιατί ήθελα να εκδοθώ ήταν αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Στην πραγματικότητα μπορεί και να μην ήθελα. Το καλλιτεχνικό έργο δεν γίνεται εμπόρευμα από μεσάζοντες και παρατρεχάμενους. Η ψυχή δεν ξεπουλιέται στο παζάρι. Απλά μια διερευνητική ψαχτική έκανα για να γνωρίσω το όλο κύκλωμα κάπως καλύτερα. Και να το σιχαθώ ακόμη περισσότερο. Πάντως σίγουρα όχι από ματαιοδοξία κυνηγώντας την φήμη και την δόξα. Το χρήμα και την δημόσια αναγνώριση.

Πάντως κάποιες μικρές αλλαγές χρειάζονταν μου επεσήμανε ο εκδότης με βάση την τρέχουσα πολιτική ορθότητα. Δηλαδή με λίγα λόγια μου ζητούσε κι αυτός να αυτολογοκριθώ. Με δικαιολογούσε γιατί ήμουν νεοφώτιστος και άπειρος ακόμη. Πάντως το βιβλίο θα πουλούσε και θα συζητιόταν κι όταν θα κυκλοφορούσε θα έκανε μεγάλη αίσθηση. Ίσως και να βραβευόταν σε κάποιον επίσημο κρατικό διαγωνισμό. Τα μέλη των επιτροπών είναι ανοιχτόμυαλα και προοδευτικά όχι σαν το μεγάλο κοινό έλεγε. Είχε και κάποιους γνωστούς που μπορούσε να πει δυο καλές κουβέντες για την περίπτωσή μου και να βοηθήσουν. Όπως και να πιάσει κάποιους δημοσιογράφους στις εφημερίδες και στην τηλεόραση. Μα ο τίτλος έπρεπε να αλλάξει. Επέμενε να μπει κάτι πιο ανώδυνο και εύπεπτο αλλά και πιασάρικο. Κάτι θα σκεφτόταν. Αυτή η λέξη ακόμη και σήμερα είναι πολύ επικίνδυνη και τρομάζει τον κόσμο κατέληξε. Και τότε η επιτυχία του βιβλίου μου θα ήταν εξασφαλισμένη και το συγγραφικό μου μέλλον λαμπρό.

Σιγά μην έπαιρνα και το νόμπελ. Μεγάλη λέρα και παμπόνηρος αποδεικνυόταν ο εμποράκος όσο περνούσε η ώρα και προχωρούσε η κουβέντα. Με περιέπαιζε και με ειρωνευόταν ανοιχτά φάτσα κάρτα δεν χωρούσε πια καμία αμφιβολία. Μάλλον ο παπάρας υποτιμούσε την νοημοσύνη μου. Εντάξει καπιταλισμό έχουμε κερδοσκοπία και σκληρή εκμετάλλευση ειδικά των εργατών του πνεύματος των τεχνών και των γραμμάτων μα σίγουρα με περνούσε για άλλο ένα μεγάλο και ηλίθιο ψώνιο της αγοράς γι’ αυτό με κολάκευε ξεδιάντροπα και προσπαθούσε να με δελεάσει με φήμη αναγνώριση δόξες και τιμές. Τι άλλο να ονειρεύεται ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας που δεν έχει κλείσει ακόμα ούτε τα τριάντα; Μα όπως είπαμε δεν ήταν ο πρώτος κουτοπόνηρος εκδοτίσκος που συναντούσα είχα πλέον μάθει από τέτοια κόλπα και μαμουνιές. Οι πιο σοβαροί και αξιοπρεπείς απλά απέρριπταν το βιβλίο μου με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς πολλές εξηγήσεις μάλλον ως άθλια πορνογραφήματα κάποιου προκλητικού επηρμένου και ατάλαντου νέου που προσπαθούσε να γίνει γνωστός εντυπωσιάζοντας τους πάντες με ανωμαλίες και χυδαιότητες. Όμως οι περισσότεροι οι πιο μικροί συνήθως μονοπρόσωποι εκδοτικοί οίκοι λόγω ανάγκης και κόψιμου άρχιζαν τα σκληρά παζάρια με τιμή εκκίνησης το διχίλιαρο δηλαδή όσα τους έλειπαν για να πληρώσουν το νοίκι και το ηλεκτρικό τους.

Άλλοι πάλι με δούλευαν ψιλό γαζί ότι θα μοιραζόμασταν τα έξοδα στη μέση. Πάλι όμως στο ίδιο ποσό κατέληγαν κι αυτοί. Τόσα ευρουλάκια και μπικικίνια έπρεπε να βάλω από την τσέπη μου σαν ιατρικό φακελάκι για να πετύχει με κάθε βεβαιότητα η εγχείριση του ασθενούς. Πεταμένα λεφτά. Είχα να τα δώσω αν και δεν μου περίσσευαν και δεν τρέχανε απ’ τα μπατζάκια μου  μα δεν θα το ‘κανα σε καμία περίπτωση. Το θεωρούσα προδοτικό και ατιμωτικό απέναντι στον εαυτό μου. Με κάποιο τρόπο όλοι προσπαθούσαν να με ταπεινώσουν και να με ξεφτιλίσουν. Αυτό είχα καταλάβει. Δεν σέβονταν ούτε στο ελάχιστο τον κόπο τα ξενύχτια τις αϋπνίες τους εφιάλτες και όλες τις άλλες ταλαιπωρίες μου όποιο και αν ήταν το τελικό αποτέλεσμα δεν έχει σημασία ότι σκατά και αν είχα καταφέρει να γράψω. Να πάνε όλοι τους να γαμηθούν. Εκδότες χοντρέμποροι δημοσιογράφοι επιμελητές διορθωτές κριτικοί βιβλιοπώλες νταβατζήδες και τσατσάδες των συγγραφέων ενωθείτε και πιείτε το αίμα των εκδιδόμενων γραφιάδων ρουφήξτε τους το μεδούλι γαμήστε τους και ξεζουμίστε τους να δούμε στο τέλος τι θα απομείνει και τι θα φτάσει στον κακόμοιρο αναγνώστη. Τους σιχαινόμουν και τους περιφρονούσα βαθύτατα με όλο μου το είναι. Και ούτε ανάγκη τους είχα.

Μόνο ένας θυμάμαι από τους πρώτους ήταν κάπως πιο βολικός και συζητήσιμος. Πενηντάρης ήταν. Δεν ήθελε χρήματα μάλλον δεν τα ‘χε άμεση ανάγκη αλλά να πληρωθεί αποκλειστικά σε είδος και μου την έπεσε κανονικά και με τον νόμο. Από όλους ήταν ο πιο θρασύς αισχρός και χυδαίος. Δεν το ζήτησε με υπαινιγμούς και μισόλογα σχεδόν το απαίτησε. Είχε κολλήσει πάνω μου σαν βδέλλα και με ζαχάρωνε σαν ξερολούκουμο. Κι όλη την ώρα που κουβεντιάζαμε για τις αρετές και τις κακίες του υπό έκδοση βιβλίου εκείνος με κάρφωνε με λαγνεία κι είχε κοκκινίσει απ’ την έξαψη μπέρδευε τα λόγια του έχανε τον ειρμό της σκέψης του και του τρέχανε τα σάλια του παλιόπουστα. Είχε πάθει την πλάκα του είχε χάσει τον έλεγχο και την αυτοκυριαρχία του δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Κάθε τόσο μου χάιδευε το χέρι στο τέλος μου έπιασε και το μπούτι  λίγο κάτω από την πούτσα και τα αρχίδια δήθεν ασυναίσθητα μπορεί και για πλάκα γιατί εκείνη τη στιγμή έβαλε τα γέλια σπασμωδικά και κραυγαλέα δίχως σοβαρή αιτία εντελώς αψυχολόγητα τουλάχιστον εγώ δεν κατάλαβα το λόγο. Ούτε τι ακριβώς ήθελε ο σιχαμένος πολυκατάλαβα. Να τον γαμήσω ή να στήσει κώλο για να εκδώσει το βιβλίο του. Ιδού η εύλογη απορία που τελικά έμεινε μετέωρη και αναπάντητη. Δεν του ζήτησα περαιτέρω εξηγήσεις. Απλά σηκώθηκα κι έφυγα τσαντισμένος για να μην του σκάσω καμιά ανάποδη και βρω το μπελά μου. Πάντως μονάχα εκείνη η παλιογαμιόλα δεν είχε πρόβλημα με τον τίτλο του βιβλίου. Το έβρισκε πολύ προκλητικό και του άρεσε. Τον έκανε πολύ γούστο.     

Τώρα ο παμπόνηρος εκδότης κρατούσε στα χέρια του το ιδιωτικό συμφωνητικό. Αν ήθελα μπορούσα να του ρίξω μια ματιά είπε. Δεν χρειαζόταν. Τον ευχαρίστησα για τον χρόνο του και ζήτησα πίσω το χειρόγραφο. Θα προτιμούσα να μην συνεργαστούμε του είπα σοβαρά και μετρημένα διατηρώντας με τα χίλια ζόρια την ψυχραιμία μου και σηκώθηκα όρθιος να φύγω. Εκείνος χλόμιασε. Ξαφνιάστηκε. Σίγουρα δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση. Νόμιζε πως με είχε στο τσεπάκι του. Όμως γρήγορα συνήλθε και με αγριοκοίταξε. Δηλαδή κλοτσάς την τύχη σου για μια γαμημένη λέξη μου πέταξε εκνευρισμένος παίζοντας τα ρέστα του μα πλέον το παιχνίδι είχε χαθεί. Και για δυο χιλιάρικα παλιομαλάκα σκέφτηκα βγαίνοντας έξω στον καθαρό αέρα του δρόμου. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου