Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Η ΛΑΣΠΗ (ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ)

Ανοίγω τα μάτια μου μέσα στο βαθύ σκοτάδι και νιώθω χαλίκια και χώμα να μου γαργαλάνε τα ρουθούνια και τα βλέφαρα. Δεν ξέρω πού βρίσκομαι. Αναπνέω με δυσκολία. Ασφυκτιώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Είμαι εγκλωβισμένος και δεν μπορώ να κάνω ρούπι ούτε καν να ανοίξω το στόμα και να φωνάξω βοήθεια. Έχω απομείνει εντελώς μουγκός και άλαλος λες και βλέπω εφιάλτη. Σαν έχω πάθει μόρα. Προσπαθώ να θυμηθώ τι μου συνέβη μα είμαι ακόμα ζαλισμένος και θολωμένος. Το κεφάλι μου πονά μαζί με όλο του το κορμί. Πρέπει να είμαι θαμμένος κάτω από τη γη μα όχι πολύ βαθιά. Ως εκεί που πατά η γάτα. Την ακούω να νιαουρίζει από πάνω μου. Αναγνωρίζω τη φωνή της. Φωνάζω από μέσα μου το όνομά της. Τελικά καταφέρνω να το ψιθυρίσω σαν γουργουρητό. Μπομπάκο. Εκείνος αρχίζει να σγαρλεύει και να σκάβει το χώμα. Κάποια στιγμή ίσα που ξεμυτίζει το αριστερό μου χέρι κι αρχίζει να μου το γλύφει. Προσπαθώ μα ακόμα δεν μπορώ να σηκωθώ όρθιος. Η αρσενική γάτα συνεχίζει να μου δίνει κουράγιο και να σκάβει. Ίσως θέλει να με χέσει πατόκορφα σκέφτομαι και μες στη δυστυχία μου προσπαθώ να χαμογελάσω. Μα όχι δεν μπορεί. Είναι ευγενικό και συμπονετικό ζώο. Τότε αρχίζει να βρέχει. Γρήγορα δυναμώνει. Ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Μια απρόσμενη και σωτήρια ξαφνική μπόρα απ’ τον από μηχανής θεό. Το χώμα μαλακώνει και γίνεται λάσπη. Έτσι καταφέρνω να απελευθερωθώ και να βγω απ’ τον τάφο μου.

Είναι νύχτα και βρίσκομαι στο οικόπεδο απέναντι απ’ το σπίτι μου γεμάτο με αγριόχορτα και βρωμόδεντρα. Παραδίπλα βλέπω πεταμένα ένα φτυάρι κι ένα κασμά. Τα σύνεργα του εγκλήματος. Ο λάκκος είναι ρηχός. Ο φίλος μου βαρέθηκε να σκάψει βαθύτερα. Θα ‘θελε να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα με το χώσιμο και το θάψιμο μη τον δει κάνα μάτι και βρει τον μπελά του. Ο πιστός γάτος παραμένει στο πλάι μου κι έχει γίνει μούσκεμα απ’ την ξαφνική μπόρα. Τινάζεται για να διώξει τα νερά από πάνω του μα δεν με αφήνει ούτε στιγμή μόνο μου. Υπομένει το μαρτύριο μαζί μου. Όταν με βλέπει να σηκώνομαι και να ξεπροβάλω σαν ζωντανός νεκρός μέσα από τη γη δεν τα χάνει ούτε τρομοκρατείται. Παραμένει ψύχραιμος κι αρχίζει να τρίβεται στο πόδι μου γουργουρίζοντας. Εγώ τον χαϊδεύω απαλά στο κεφάλι και του λέω να σταματήσει να με ακουμπά γιατί θα λερωθεί. Είμαι ολόγυμνος και λασπωμένος απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Το υγρό χώμα έχει κολλήσει πάνω μου και το νερό της βροχής δεν καταφέρνει να το ξεπλύνει. Γύρευε πόσες ώρες ήμουν θαμμένος κάτω από τη γη. Φτηνά την γλύτωσα. Από τύχη ζω ακόμα. Μοιάζω με ζόμπι που επιστρέφει από τον κόσμο των κολασμένων ή με αρχαίο γλυπτό που μόλις ξέθαψαν οι αρχαιολόγοι πανηγυρίζοντας για την επιτυχία τους. Είναι όλοι χαρούμενοι εκτός από μένα. Το κεφάλι μου πονάει ακόμα απ’ το χτύπημα. Βάζω το χέρι στο πίσω μέρος και ακουμπάω το ξεραμένο αίμα. Ευτυχώς μόνο εκεί είμαι χτυπημένος και πουθενά άλλου. Μετράω τα πονεμένα μου πλευρά και τα βρίσκω εντάξει. Τουλάχιστον παραμένω σώος και αρτιμελής. Όλα είναι στη θέση τους. Δεν λείπει κανένα.

Ξαφνικά το μυαλό μου μπαίνει πάλι στη θέση του. Παίρνει γρήγορες στροφές και θυμάμαι τι έχει συμβεί. Ήμουν με τον φίλο μου στο σπίτι και τσακωθήκαμε. Μου ζητούσε λεφτά για να πάει στο καφενείο και να παίξει με τα άλλα τα ρεμάλια. Του έδωσα μα του φάνηκαν λίγα. Δεν του έφταναν. Ήθελε κι άλλα. Τσαντίστηκε. Άρχισε να φωνάζει και να μου βρίζει τη μάνα και τον πατέρα. Να τον λέει παλιόπουστα και πουτάνας γιο. Βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση σαν πρεζάκιας σε τρελή χαρμάνα. Του είχε γυρίσει το μάτι ανάποδα. Τρεις μήνες που γνωριζόμασταν πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι. Κάποια στιγμή η μια κουβέντα έφερε την άλλη και πιαστήκαμε στα χέρια. Με έσπρωξε και με χτύπησε. Παραπάτησα έπεσα και χτύπησα άσχημα το κεφάλι μου στη γωνιά του κομοδίνου. Τότε λιποθύμησα και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Ο φίλος μου πρέπει να είδε τα αίματα κι ότι ήμουν ακίνητος και δεν συνέρχομαι και τρόμαξε. Θα με πέρασε για πεθαμένο και πανικοβλήθηκε. Με τα χίλια ζόρια με έσυρε έξω απ’ το σπίτι. Είμαι βαρύς κι ασήκωτος. Άνοιξε ένα ρηχό λάκκο και με έθαψε πρόχειρα στο απέναντι ακάλυπτο οικόπεδο. Ευτυχώς βαρέθηκε να σκάψει πιο βαθιά. Ίσως και να κουράστηκε άμαθος από χειρωνακτικές εργασίες. Παρ’ όλο που ήθελε να εξαφανίσει τα ίχνη μου. Ποιος θα ενδιαφερόταν αν ζούσα ή αν πέθανα. Ζούσα μόνος δίχως συγγενείς και φίλους και χωρίς πολλά πάρε δώσε με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Και ήταν νύχτα μαύρη ερημιά σκοτάδι. Έκανε κρύο και δεν τον είδε κανείς. Μόνο ο γάτος μου ο μπόμπος που δεν τρόμαξε από τις φωνές και για καλή μου τύχη τον ακολούθησε. Ενδιαφέρθηκε για το αφεντικό του. Για τον άνθρωπο που τον βρήκε μωρό νεογέννητο κι έκθετο πεταμένο στα σκουπίδια. Που τον πήρε σπίτι και τον μεγάλωσε σαν δικό του παιδί. Που του στάθηκε σαν μάνα και πατέρας μαζί. Σε μένα χρωστούσε τη ζωή του και τώρα είχε φτάσει η ώρα της ανταπόδοσης.

Τον άλλον τον είχα γνωρίσει τυχαία περνώντας έξω από ένα παρακμιακό προπατζίδικο της κακιάς ώρας. Κυνηγούσε κι αυτός την τύχη του. Ήταν νέος και όμορφος. Ωραίο τεκνό. Αλητάκος και σίγουρα λίγο τυχοδιώκτης μα ξεχώριζε απ’ τις υπόλοιπες σκατόφατσες και τον υπόκοσμο της συμφοράς σαν τη μύγα μες στο γάλα. Υπόγειος κόσμος γεμάτος αδυναμίες και πάθη. Τη μέρα ζούσαν κάτω από τη γη και τη νύχτα ξεμυτούσαν από τα λαγούμια τους σαν τα ποντίκια. Παρακολουθούσε στην τηλεόραση του μαγαζιού  κάποιον κρίσιμο ποδοσφαιρικό αγώνα με μεγάλο βαθμολογικό ενδιαφέρον. Στα μάτια όλων υπήρχε μεγάλη αγωνία για το αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή τεντώθηκε χασμουρήθηκε ανακλαδίστηκε γύρισε το κεφάλι του πίσω κοίταξε βαριεστημένα προς τα έξω και με είδε. Μας χώριζε η τζαμαρία. Κοιταχτήκαμε έντονα. Ανταλλάξαμε φλογερές ματιές με κάποια σημασία κι αμέσως συνεννοηθήκαμε χωρίς πολλά λόγια και εξηγήσεις. Καταλάβαμε καλά τι ήθελε ο ένας απ’ τον άλλο. Βγήκε έξω και με ακολούθησε. Με πήρε από πίσω. Οι υπόλοιποι μέσα στο μαγαζί αδιαφόρησαν. Ούτε καληνύχτα δεν του είπαν. Συνέχισαν απορροφημένοι να  παρακολουθούν το ματς. Σίγουρα ο μικρός δεν ήταν πρωτάρης αλλά μπασμένος ήδη σε περίεργα κόλπα για να την βγάλει καθαρή. Η απόγνωση που μας έφερε κοντά και η επείγουσα ανάγκη  ήταν διαφορετική μα το ίδιο ισχυρή βάναυση και αβυσσαλέα που δύσκολα μπορούσες να της ξεφύγεις. Μέσα στην άγρια νύχτα μας είχε και τους δύο βουτήξει αμείλικτα απ’ το λαιμό και μας καρύδωνε. Μας είχε σβερκώσει και είχαμε κοκαλώσει. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε ρούπι. Απλά κυνηγούσαμε ο ένας τον άλλον κι όπου μας βγάλει.

Την πρώτη φορά έγιναν όλα βιαστικά και στα όρθια σε μια σκοτεινή γωνιά ενός μικρού αφώτιστου και αδιέξοδου δρόμου. Ήταν ωραία. Πολύ καύλα. Κατόπιν αφού τελειώσαμε έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις κι ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Από κει κι έπειτα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Τον έφερνα στο σπίτι και τον έβαζα στο κρεβάτι μου. Πηδιόμασταν και τον χαρτζιλίκωνα. Ήταν καθαρή συναλλαγή μα φαινόταν καλό και ευγενικό παιδί με κατανόηση και όμορφα συναισθήματα. Κάθε φορά που τον αντίκριζα ένιωθα την ίδια τρυφερότητα και συγκίνηση σαν να ήταν γιος του. Απλά είχε κι αυτός τις ανάγκες του και τα προβλήματά του και κάπου η ζωή τον είχε αδικήσει. Τουλάχιστον εγώ έτσι το έβλεπα. Κάπως ρομαντικά και λίγο στοργικά ας πούμε. Καμιά φορά κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε μαζί σαν ζευγάρι. Του έφτιαχνα πρωινό και τον κανάκευα. Εκείνος μου έκανε κόνξες κι έπαιζε σαν μικρό παιδί. Βγαίναμε και μαζί. Πηγαίναμε βόλτες και τσάρκες σε ταβέρνες καφενεία και μπαράκια. Δεν είχε παράπονο.  Περνούσαμε ωραία οι δυο μας. Ένιωθα όμορφα πράγματα για κείνο το αγόρι. Δεν ήταν απλά το βδομαδιάτικο ξεκάβλωμα. Μα δεν μπορούσα ποτέ να διανοηθώ πως θα έφτανε σε τέτοιο σημείο. Να με σκοτώσει έστω και κατά λάθος έστω και παραλίγο και να θελήσει να εξαφανίσει τα ίχνη μου από προσώπου γης. Έτσι η σχέση μας είχε αποδειχθεί καταστροφική και ολέθρια μα το τέλος της ήταν αβέβαιο. Η μοίρα δεν είχε παίξει ακόμα το τελευταίο της χαρτί.

Ξέρω πού θα το βρω τέτοια ώρα το κωλόπαιδο. Προχωράω αργά και προσεκτικά σαν αυτόματο ρομπότ ή νευρόσπαστο. Είμαι ακόμα πιασμένος και πονά ολόκληρο το σώμα μου σαν να με έχει πατήσει λεωφορείο. Ο πιστός γάτος και φύλακας άγγελός μου με ακολουθεί από κοντά. Ευτυχώς είναι αργά περασμένες τρεις και τέτοια ώρα η γειτονιά δεν έχει κίνηση όλοι κοιμούνται. Όμως στο δρόμο συναντώ μία παρέα νεαρών ξενύχτηδων. Τέσσερα αγόρια εικοσάρηδες γυρνούν από διασκέδαση. Είναι πιωμένα παραπατούν σπάνε πλάκα και πειράζονται μεταξύ τους. Θα σε γαμήσω λέει το ένα στο άλλο και του πιάνει τον κώλο. Οι φωνές και τα γέλια τους σπάνε σε χίλια κομμάτια την ησυχία της νύχτας. Μόλις με βλέπουν παγώνουν χάνουν το χρώμα τους βουβαίνονται τρομοκρατούνται από την όψη τη γύμνια και το λασπωμένο μου κορμί αμέσως ξεμεθούν και συνέρχονται. Δεν καταλαβαίνουν τι είμαι. Ίσως ένας πρωτόπλαστος φτιαγμένος από πηλό που μόλις βγήκε ψημένος από τον φούρνο και πήρε πνοή. Ίσως πάλι κάνας εξωγήινος ή ούφο. Εγώ τους αγνοώ και δεν τους δίνω καμία σημασία. Είναι σαν να μην υπάρχουν ονειρικές οπτασίες της νύχτας. Τους προσπερνώ αμίλητος και αδιάφορος προσηλωμένος πάντα στον σκοπό μου και την επικίνδυνη αποστολή μου. Τα παιδιά κάτι ψιθυρίζουν μεταξύ τους ανοίγουν το βήμα τους και απομακρύνονται δίχως να κοιτάξουν πίσω τους.

Φτάνω έξω απ’ το καφενείο που διανυκτερεύει και κοιτάζω απ’ την τζαμαρία. Δεν είναι πολλοί μέσα. Έχει μείνει μόνο ο υπόκοσμος που περνάει όπως μπορεί και το αποψινό του βράδυ με σφιγμένα δόντια θολωμένο μυαλό και κρύα καρδιά. Το αρχιδάκι που με έθαψε ζωντανό είναι εκεί μαζί τους και παίζει χαρτιά αναψοκοκκινισμένος και απορροφημένος στην παρτίδα. Ανακατέβει την τράπουλα σαν να μην τρέχει τίποτα. Σαν να μην σκότωσε πριν από λίγο έναν άνθρωπο και μάλιστα φίλο του που είχαν κοιμηθεί μαζί που είχαν ανταλλάξει τα υγρά και τις θερμοκρασίες τους. Είναι η σειρά του να πετάξει το τελευταίο του φύλο. Το ρίχνει με δύναμη πάνω στην πράσινη τσόχα παίζοντας τα ρέστα του. Πίνει και καπνίζει και μάλλον χάνει. Όμως δεν τον πολυνοιάζει. Σήμερα είναι ματσωμένος κι έχει φράγκα και θα περάσει όμορφα η βραδιά. Η αδρεναλίνη θα χτυπήσει κόκκινο από την αγωνία και τη συγκίνηση του παιχνιδιού. Ίσως έψαξε και βρήκε τα λίγα χρήματα που ήταν κρυμμένα στο σπίτι. Εγώ επιστρέφοντας από τον υπόγειο κόσμο των νεκρών ανοίγω την πόρτα του μαγαζιού και μπαίνω μέσα παρέα με τον μπόμπο τον πιστό μου γάτο και τους καλησπερίζω.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου