Γύριζα κουρασμένος απ’ το νοσοκομείο με τα αποτελέσματα των
εξετάσεων χωμένα βαθειά μέσα στη τσέπη του σακακιού. Δεν ήθελα να της το φανερώσω
μα σαν με είδε κατάλαβε αμέσως τα δυσάρεστα νέα. Δεν μπορούσα να την ξεγελάσω. Ανέκαθεν
ήμουν κακός ηθοποιός και κείνη σπίρτο αναμμένο. Κάποτε θα έφτανε η ώρα να το
αντιμετωπίσουμε κι αυτό. Έτσι μου είπε. Όλα με τη σειρά τους.
Είχαμε γνωριστεί σε μια από
τις πιάτσες του πληρωμένου έρωτα μια θεοσκότεινη νύχτα του χειμώνα γεμάτη
υγρασία και μοναξιά. Το πάθος που μας κυρίευσε ήταν κεραυνοβόλο και μοιραίο.
Σπάνιο για τέτοιες περιστάσεις. Αυτή είχε έρθει απ’ το χωριό της πρόσφατα
διωγμένη κακήν κακώς. Την έβγαζε στο δρόμο με σφιγμένα τα δόντια και για λίγα
κέρματα τα έκανε όλα. Εγώ δούλευα λογιστής σε μια μεγάλη εταιρεία. Έβγαζα καλά
λεφτά. Ήμουν ανύπαντρος και είχα δικό μου σπίτι. Περνούσαμε καλά μαζί παρόλο
που συγγενείς και γείτονες απ’ την αρχή
μάς κοιτούσαν με μισό μάτι. Με τους συναδέλφους ποτέ δεν είχα πολλά πάρε δώσε
ούτε έδινα σε κανέναν λογαριασμό για τη ζωή μου και τις επιλογές μου. Μου
έφταναν δυο τρεις καλοί φίλοι εκτός δουλειάς. Όλους τους άλλους τους γράφαμε
στα αρχίδια μας.
Σε λίγες μέρες κλείναμε μισό
αιώνα μαζί. Ήταν πολλά χρόνια με κάποια ενδιάμεσα διαλλείματα. Τότε που ακόμα
ήμασταν νέοι και άμυαλοι και αχόρταγοι και ζηλεύαμε πολύ και δεν συγχωρούσαμε τις
απιστίες και τσακωνόμασταν και χωρίζαμε για το παραμικρό. Έστω και αν μετά από
λίγο μας περνούσε και ξανασμίγαμε. Μα ο
μεγάλος καβγάς ξέσπασε τη μέρα που μου είπε πως ήθελε να κάνει την επέμβαση και
να τον κόψει για να νιώσει κανονική γυναίκα. Έτσι θα άλλαζε και την ταυτότητά της
και θα μπορούσαμε να παντρευτούμε. Ο νόμος πλέον δεν θα στεκόταν εμπόδιο αφού
τότε στη χώρα μας απαγορευόταν ο γάμος ατόμων του ίδιου φύλου. Δηλαδή ζούσαμε
ακόμα στον μεσαίωνα.
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Απ’ την αρχή δεν ήθελε να τον πολυδείχνει ούτε με άφηνε να τον χαϊδέυω. Οι ρόλοι μας
ήταν καθορισμένοι. Υπάκουα θέλοντας και μη. Γιατί τον αγαπούσα. Ένα πανέμορφο ξανθό
αγόρι είκοσι δύο χρόνων όλο γλύκα. Σκέτος άγγελος. Το πιο καλό παιδί ήταν παρά
τα όσα είχε περάσει. Δεν μπορούσα να του φέρω αντίρρηση. Πολύ αργότερα άρχισε
να βάφεται και να φοράει φούστες και ψηλοτάκουνα γοβάκια αλλά μόνο για μένα.
Ήταν μέρος του παιχνιδιού και μου άρεσε. Όταν ξεκίνησε θεραπεία και τα βυζιά του
άρχισαν να φουσκώνουν έγινα πυρ και μανία. Αν ήθελα να πιάνω μαστάρια θα
πήγαινα με κανονική γυναίκα του είχα πει τσαντισμένος. Μα το κατάπια κι αυτό
γιατί τον αγαπούσα. Τώρα όμως δεν πήγαινε άλλο. Τσακωθήκαμε άγρια. Τον σκυλόβρισα
τον χτύπησα άσχημα και τον πέταξα έξω
απ’ το σπίτι.
Αμέσως το μετάνιωσα πικρά μα
πλέον ήταν πολύ αργά. Όταν έμεινα μόνος κατάλαβα πως δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς
αυτόν. Κι ας με έκλεψε από πάνω. Τον σκεφτόμουν συνέχεια. Δεν μπορούσα να τον βγάλω
απ’ το μυαλό μου. Ούτε δέκα μέρες δεν είχαν περάσει και άρχισα να τον ψάχνω.
Πήγα στην αστυνομία στα νοσοκομεία στα νεκροτομεία μα δεν τον βρήκα πουθενά. Άφαντος.
Φοβήθηκα μην είχε κάνει καμιά μαλακία και είχε δώσει τέλος στη ζωή του. Ώσπου έμαθα
πως είχε φύγει για την πρωτεύουσα και ηρέμησα κάπως. Και προσπάθησα να τον
ξεχάσω. Να συνηθίσω την απώλεια και να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς εκείνον.
Την ξανασυνάντησα τυχαία ένα
απόγευμα στον μόλο λίγο πριν να πέσει ο ήλιος. Καθόταν στο παγκάκι ολομόναχη
καπνίζοντας και αγναντεύοντας την κίτρινη θάλασσα. Δυσκολεύτηκα να την γνωρίσω.
Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που χωρίσαμε και είχε αλλάξει πολύ. Είχε μια
φίλη κοντοχωριανή στην πρωτεύουσα που τη βοήθησε να κάνει την εγχείρηση. Χάλασε
πολλά λεφτά. Δηλαδή όσα μου είχε κλέψει εκείνη τη μέρα. Όλα εκεί πήγαν. Κατόπιν
δούλεψε σε κάποια μαγαζιά αλλά και στο δρόμο. Δεν της άρεσε αυτή η ζωή και
γύρισε πίσω. Η μεγάλη πόλη είναι ζούγκλα μου είπε συγκινημένη και αγκαλιαστήκαμε
σφιχτά. Την πήρα πάλι στο σπίτι. Μετά
από λίγο καιρό παντρευτήκαμε στο δημαρχείο και από τότε δεν ξαναχωρίσαμε για
κανένα λόγο.
Οι πόνοι μέρα με τη μέρα όλο
και δυνάμωναν. Ο πυρετός πλέον ήταν μόνιμος και ο γιατρός τακτικός στο σπίτι.
Σπάνια σηκωνόμουν απ’ το κρεβάτι. Κάθε μέρα χειροτέρευα και έλιωνα μα δεν ήθελα
να πεθάνω στο νοσοκομείο. Εκεί είναι πολύ δυνατά τα φώτα των θαλάμων και δεν τα
αντέχω της είχα πει. Αυτή στεκόταν πάντα δίπλα μου ολομόναχη. Δεν ήθελε από
κανέναν βοήθεια. Έτσι κι αλλιώς οι φίλοι με τα χρόνια είχαν λιγοστέψει. Και τούτη δω η γάτα που την είχαμε από νεογέννητο μαζί μας είχε
γεράσει η κακομοίρα. Κουρασμένη κι αυτή
δεν έφευγε από τα πόδια μου. Στο τέλος η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη. Ούτε οι
κορτιζόνες με έπιαναν ούτε άλλα παυσίπονα μπορούσαν να με βοηθήσουν. Τρέμανε τα
κόκαλά μου σαν να ήταν έτοιμα να σπάσουν. Ο γιατρός πλέον συνιστούσε υπομονή. Ο
θεός είναι μεγάλος. Η επιστήμη έκανε το χρέος της μα δεν μπορούσε να βοηθήσει
άλλο. Έτσι μας έλεγε για να μας δώσει κουράγιο και δύναμη.
Τουλάχιστον εκείνη την είχα
εξασφαλισμένη. Θα έπαιρνε τη σύνταξή μου. Υπήρχαν και κάποια χρήματα στην άκρη.
Είχα γράψει και το διαμέρισμα στο όνομά της. Κανένας ξεχασμένος ξάδελφος απ’ το
πουθενά ή κανά κωλοανήψι του κερατά δεν θα μπορούσε να το διεκδικήσει απ’ τη
γυναίκα της ζωής μου. Απ’ τον άνθρωπο που κοιμόταν δίπλα μου τα βράδια. Απ’ αυτόν
που αγάπησα πιο πολύ και απ’ τον εαυτό του. Μόνο να έβρισκε έναν άνθρωπο της
είπα. Είναι άγριο πράγμα η μοναξιά και δεν αντέχεται. Μα το ‘βλεπα καθαρά στα
μάτια της. Όλα αυτά δεν μπορούσαν να την παρηγορήσουν. Δεν είχε περάσει άσχημα
μαζί μου. Είχαμε έναν όμορφο και ανέφελο κοινό βίο. Μία ολόκληρη ζωή
χαρισάμενη. Δεν είχε κανένα παράπονο. Ίσως μόνο κανά παιδί μα και πάλι ποιος ξέρει.
Κάθε εμπόδιο για καλό. Έτσι κι αλλιώς το έργο αυτό σπάνια έχει ευχάριστο τέλος.
Μοίρασε το μπουκαλάκι στα ίσα.
Με ανασήκωσε λίγο και μου έδωσε να πιώ. Μου φάνηκε πικρό μα δεν παραπονέθηκα. Ήπιε
κι εκείνη. Ένιωθε κουρασμένη και ξάπλωσε δίπλα μου κρατώντας μου απαλά το χέρι.
Μας βρήκαν μετά από μέρες και τους τρεις στο κρεβάτι αγκαλιασμένους τον έναν
δίπλα στον άλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου