Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ

Την περίμενα ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Πάνω στο κομοδίνο το μπουκάλι με το ουίσκι είχε κατέβει μέχρι τη μέση. Το τασάκι ήταν γεμάτο στάχτες και αποτσίγαρα.  Ταξίδευα συνέχεια. Ένα βράδυ θα έμενα μόνο. Ούτε στο χωριό δεν προλάβαινα να πάω για να δω τη μάνα μου έστω και για λίγο. Στα πεταχτά. Ίσως την επόμενη φορά. Της τηλεφώνησα κι ήρθα αμέσως εδώ. Όπως πάντα. Στο ίδιο ξενοδοχείο. Στο ίδιο δωμάτιο. Στην ίδια πάντα γωνιά του πρώτου ορόφου. Απ’ το μπαλκόνι μου άρεσε να χαζεύω το λιμάνι με τα δεμένα καράβια δίπλα απ’ τον σταθμό των τρένων. Απόψε το φεγγάρι δεν είχε βγει ακόμη. Ήταν καλά κρυμμένο πίσω από τα πυκνά μαύρα σύννεφα.

Την περίμενα με ανυπομονησία. Χάιδεψα απαλά τα χαμνά μου και συνέχισα να κοιτάζω το ταβάνι. Τέσσερα χρόνια την ήξερα μόνο. Έξι φορές είχαμε βρεθεί όλες κι όλες. Ψιλοπράγματα μα αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες. Έτσι πίστευα. Ότι με καταλάβαινε κάπως. Πως δεν ερχόταν μόνο για τα λεφτά. Ένα ναυάγιο ήταν σαν όλους μας. Με τον άντρα της ανάσκελα από πρέζα και ένα αγόρι να μεγαλώνει στη μάνα της. Είχαμε καιρό να ειδωθούμε. Μου είχε λείψει. Ίσως και να την παντρευόμουν κάποτε. Όταν θα έβγαινα στη σύνταξη και δεν θα ξαναμπαρκάριζα για τους μακρινούς ωκεανούς και τις παγωμένες θάλασσες. Σήμερα όμως ήθελα μόνο να γαμήσω και να χύσω. Να ξαλαφρώσω και να παρηγορηθώ. Τίποτα άλλο. Μια  αγκαλιά ένα χάδι και ύπνος βαρύς σαν θάνατος. Χωρίς όνειρα.

Ξερόβηξα δυνατά. Άρπαξα το μπουκάλι και ήπια. Ήμουν ολομόναχος στο δωμάτιο. Ερημιά. Μόνο μια χοντρή πράσινη μύγα πετούσε κάθε τόσο στον αέρα και μου σφύριζε. Για μια στιγμή κάθισε πάνω στο ρολόι του τοίχου και με κοίταξε κατάματα. Της φώναξα να έρθει κοντά μου να την χαϊδέψω λιγάκι μα αυτή δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Το ρολόι έδειχνε δώδεκα και κάτι σταθερά κι εκείνη είχε αργήσει.

Επιτέλους. Η πόρτα άνοιξε. Μπήκε μέσα τρεκλίζοντας και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Δεν με χαιρέτησε. Ούτε μια καλησπέρα δεν μου είπε. Σαν να μην με είδε. Σαν να μην υπήρχα. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο και ίσιωσε κάπως τα μαλλιά της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε τα χάλια της και γερνούσε σταθερά. Το είχε μετανιώσει. Απόψε δεν έπρεπε να έρθει. Έτσι θα σκέφτηκε μα πλέον ήταν αργά να κάνει πίσω.

Όταν βγήκε πήρε το μπουκάλι απ’ το κομοδίνο και ήπιε το λίγο που είχε απομείνει. Πήγε ν’ ανάψει τσιγάρο μα την άρπαξα δυνατά απ’ το χέρι και την τράβηξα κοντά μου. Δεν ήθελε απόψε. Φαινόταν στο βλέμμα της. Δεν  έπρεπε να έρθει. Αρχίσαμε να βριζόμαστε και να χτυπιόμαστε παλεύοντας πάνω στο κρεβάτι. Η γριά μύγα στριφογύριζε ανήσυχη γύρω απ’ τη γυμνή λάμπα του δωματίου και παρακολουθούσε με αγωνία. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε σταθερά δώδεκα και κάτι.

Κάποια στιγμή σηκώθηκα όρθιος. Την βούτηξα από τα μαλλιά και την έσυρα έξω στο μπαλκόνι. Συνέχισα να την βρίζω και να τη χτυπώ και κείνη να ουρλιάζει. Ξαφνικά έβγαλα μία κραυγή. Την σήκωσα ψηλά και  την πέταξα χάμω σαν σακί από τα εφτάμισι μέτρα. Φώναξα πάλι για να μ’ ακούσει ολόκληρο το σύμπαν. Την ξανάβρισα και μπήκα μέσα κλείνοντας πίσω μου την μπαλκονόπορτα.

Εκείνη πεσμένη καταγής βογκούσε ξεψυχισμένα. Κάποιοι μαζεύτηκαν γύρω της και το παιδί του ξενοδοχείου κάλεσε τις πρώτες βοήθειες. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο είχα βγει πάλι στο μπαλκόνι.  Ήμουν πλέον ντυμένος και ξεμέθυστος και παρακολουθούσα. Στο λιμάνι βρισκόντουσαν τρία καράβια αγκυροβολημένα και η σελήνη δεν βγήκε απόψε. Η σκατόμυγα έκανε τρεις  κύκλους γύρω μου και πέταξε μακριά.

Υπήρχαν δύο μάρτυρες που είδαν όλο το συμβάν. Το ίδιο βράδυ πήγαν στην Ασφάλεια και έδωσαν κατάθεση. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ήμουν δολοφόνος και τέρας. Έτσι είπαν στους μπάτσους. Ότι ήθελα να την ξεκάνω. Κι από πάνω δεν ντράπηκα διόλου να βγω ολόγυμνος έξω στο μπαλκόνι. Εγώ τα αρνήθηκα όλα. Τους δικαιολογήθηκα ότι έπεσε από μόνη της. Κατά λάθος. Ήταν πιωμένη και σε πολύ άσχημη κατάσταση. Εκείνη έφταιγε που τσακωθήκαμε βραδιάτικα. Μου φώναζε και με έβριζε χωρίς λόγο. Προσπάθησα να την κρατήσω μα δεν μπόρεσα. Μου ξέφυγε απ’ τα χέρια κι έπεσε στο κράσπεδο.

Παρ’ όλα αυτά η γυναίκα στάθηκε τυχερή. Έσπασε μόνο τη λεκάνη  και τ’ αριστερό της πόδι. Η ζωή της δεν κινδύνευε. Θα ζούσε και θα γινότανε καλά. Όταν συνήλθε κάπως τους είπε κι αυτή τι έγινε εκείνο το βράδυ. Με κάλυψε. Ήταν ατύχημα τους είπε. Δεν καταλάβαινε τι έκανε. Εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα. Να την σώσω ήθελα. Μετά απ’ αυτό οι μάρτυρες άλλαξαν τις καταθέσεις τους. Μάλλον δεν θα είδανε καλά. Είχε πολύ σκοτάδι. Η θάλασσα κι ο ουρανός είχαν γίνει ένα. Τους ξεγέλασε η πονηρή νύχτα. Δεν έπρεπε να ανακατευτούν παρά να κοιτάξουν την δουλειά τους. Δεν έφταιγε λοιπόν κανείς. Ήταν η κακιά στιγμή. Όσα δεν φέρνει ο χρόνος όλος. Έτσι είπαν.

Η γυναίκα τελικά συνήλθε. Εγώ πήγα στο χωριό και είδα τη γριά μάνα μου. Μετά μπαρκάρισα και πάλι για τους μακρινούς ωκεανούς και τις παγωμένες θάλασσες. Συνεχίσαμε να βλεπόμαστε αραιά και πού όπως πρώτα. Όχι όμως στο ίδιο ξενοδοχείο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου