Έβγαινα το σούρουπο που
έπεφτε ο ήλιος κάθε μέρα βρέξει χιονίσει χειμώνα καλοκαίρι πάντα με τα πόδια από
το κάστρο στο λιμάνι. Αργά και ράθυμα περνούσα μέσα από πολύβουες πλατείες και
δρόμους γεμάτους αυτοκίνητα αφηρημένος συνήθως και ρουφούσα λαίμαργα τα καυσαέρια. Σκόνταφτα
στα σπασμένα πεζοδρόμια. Έπεφτα μέσα στις λακκούβες. Όλα ωραία και καλά. Και χάζευα
τα πλήθη των ανθρώπων. Παρέες και χαρούμενα ζευγάρια τα παιδιά με τις μαμάδες
που γκρίνιαζαν οι γέροι ολομόναχοι. Όλοι τελείως άγνωστοι μα συμπαθείς κουρασμένοι
στο τέλειωμα της μέρας όπως κι εγώ που κάθε τόσο σταματούσα για λίγο και
τραβούσα καμιά φωτογραφία. Δεν βιαζόμουν πλέον. Είχα πολύ χρόνο για πέταμα. Πάνω
από δυο ώρες κρατούσε η καθημερινή μου βόλτα και πάντα μέσα στον δακτύλιο.
Εκείνη τη μέρα δεν είχα πάρει
μαζί μου την φωτογραφική μηχανή. Είχε βραδιάσει για τα καλά και έβρεχε. Γύριζα σπίτι
ψάχνοντας υπόστεγα να προφυλαχτώ. Περνούσα μπροστά απ’ το παλιό τελωνείο. Ο
δρόμος ήταν κάπως σκοτεινός και οι περαστικοί λιγοστοί. Κάποια στιγμή άκουσα
απ’ το βάθος φωνές και κακό. Βρισιές χτυπήματα και ουρλιαχτά. Τρεις
μαυροντυμένοι μπάτσοι ειδικών αποστολών χτυπούσαν ανελέητα κάποιον πεσμένο και
κουλουριασμένο στο πεζοδρόμιο. Πολύ αντρίκιο από μέρους τους. Αυτός βογκούσε
και κρατούσε το κεφάλι του. Οι μηχανές ήταν αραγμένες στο πλάι και οι ασύρματοι
βούιζαν ασταμάτητα. Κάποιοι περαστικοί χωμένοι στις ομπρέλες τους με σκυμμένο
το κεφάλι προσπερνούσαν βιαστικά αφήνοντας τα όργανα της τάξης να κάνουν τη
δουλειά τους και καθήκον τους.
Τουλάχιστον δεν είχα ακούσει
πυροβολισμούς ακόμα. Είναι πειρασμός να κουβαλάς όπλο μαζί σου. Ειδικά τη νύχτα
που σου ‘ρχονται περίεργες σκέψεις στο κεφάλι. Καθόμουν από μια μεριά και τους
κοιτούσα. Παρ’ όλο που βρεχόμουν δεν με
ένοιαζε. Όταν με πήραν χαμπάρι μου φώναξαν να ξεκουμπιστώ να φύγω από μπροστά τους
μα εγώ συνέχισα να τους κοιτάζω. Μάλλον φαινόμουν κάπως προκλητικός. Πλησίασαν κοντά
μου κι άρχισαν να με σπρώχνουν. Τους
ρώτησα ατάραχος γιατί τον χτυπούσαν και τότε αυτοί με τράβηξαν πιο μέσα στη γωνιά για εξακρίβωση στοιχείων.
Δεν είχα την ταυτότητα μαζί μου άρα ήμουν ύποπτος. Ήθελαν να μου κάνουν
σωματικό έλεγχο.
Άρχισαν να με ψάχνουν μα εγώ
αντιστάθηκα όσο μπορούσα. Με έριξαν ανάσκελα κάτω και με ακινητοποίησαν. Τους φώναξα. Είναι παράνομα αυτά που κάνετε
και θα δώσετε λόγο στη δικαιοσύνη. Ήταν μεγάλο μου λάθος. Άρχισαν να με χτυπάνε
λυσσασμένα με κλοτσιές και ροπαλιές όπου έβρισκαν. Ο πιο γεροδεμένος ούρλιαξε.
Δεν φαίνονταν τα διακριτικά του μέσα στο σκοτάδι μα πρέπει να ‘ταν ο επικεφαλής
τους. Για να μάθεις ρε μουνόπανο να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν και μου
‘ριξε έναν τελευταίο κατακέφαλο. Μα τις τελευταίες του βρισιές δεν τις άκουσα.
Είχα προλάβει να λιποθυμήσω. Μ’ άφησαν εκεί σωριασμένο χάμω. Έβαλαν μπρος τις
μηχανές και έφυγαν για να συνεχίσουν την νυχτερινή περιπολία τους.
Όταν άνοιξα τα μάτια δεν
υπήρχε γύρω μου κανείς. Τουλάχιστον είχε σταματήσει να βρέχει μα κρύωνα και
πονούσα σε όλα μου τα μέρη. Ήθελα να κλάψω μα δεν μπορούσα. Για να παρηγορηθώ
σκέφτηκα πως όλα αυτά μπορεί να ήταν ένα κακό όνειρο και σε λίγο θα ξύπναγα. Έβλεπα
συχνά τέτοιους εφιάλτες μα στο τέλος πάντα ξυπνούσα. Η επίθεσή τους μου είχε
φανεί υπερβολική και αναίτια. Θα μπορούσα να πάω στους συναδέλφους τους και να
υποβάλω μήνυση. Μάλλον δεν θα με πίστευαν και θα προσπαθούσαν να με βγάλουν
τρελό. Δεν είχα μάρτυρες ούτε αποδείξεις. Ακόμη κι εκείνον που προσπάθησα να
υπερασπιστώ είχε βρει την ευκαιρία να την κοπανήσει και να μ’ αφήσει μονάχο μου
να βγάλω το φίδι μέσα απ’ την τρύπα. Ποιος ξέρει. Ίσως να ‘ταν κάνα πρεζόνι της
κακιάς ώρας. Σίγουρα πιο ταλαίπωρος από μένα. Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια και
περπάτησα αγκομαχώντας μέχρι το σπίτι. Ευτυχώς έμενα κοντά. Οι δρόμοι ήταν
έρημοι. Σε λίγο θα ξημέρωνε.
Τελικά ο κόσμος είναι μικρός.
Τους ξανασυνάντησα και τους τρεις τυχαία μετά από καμιά δεκαριά μέρες έξω από
ένα φαστφουντάδικο. Έκαναν διάλλειμα από την υπηρεσία τους. Θα είχαν και πάλι
νυχτερινή περιπολία. Χαλαροί και βαριεστημένοι τρώγανε πίτες και μιλούσαν για
ποδόσφαιρο. Οι μοτοσικλέτες αραγμένες παραπέρα και οι ασύρματοι βούιζαν
ασταμάτητα. Πλησίασα κοντά τους. Όταν με είδαν πρέπει να με θυμήθηκαν γιατί
άρχισαν να γελούν. Χαμηλά τα μάτια και ξεκουμπίσου γρήγορα από δω μου είπε ο
πιο γεροδεμένος με μπουκωμένο στόμα και
συνέχισε το μασούλημα. Συνέχισα να τους κοιτάζω αμίλητος και ανέκφραστος. Φύγε ρε.
Ούρλιαξε πάλι ο μπάτσος και άρχισε να μαζεύεται κόσμος απ’ το μαγαζί και τους
γύρω δρόμους. Είχε πολύ φως το μέρος. Σαββατόβραδο
γύρω στις δέκα. Έσκασα ένα αινιγματικό γελάκι και τράβηξα ατάραχος το πιστόλι.
Σήκωσα το δεξί χέρι και τους σημάδεψα. Για λίγα δευτερόλεπτα όλα πάγωσαν. Μετά
ακούστηκαν έξι πυροβολισμοί.
Ούτε στον ανακριτή ούτε και αργότερα
στο δικαστήριο είπα γιατί το έκανα. Δεν δήλωσα ούτε αθώος ούτε ένοχος. Όσο και
αν με πίεσαν δεν έβγαλα άχνα. Τσιμουδιά.
Έχω δικαίωμα να μη μιλήσω τους είπα ήρεμα και σταθερά και μετά σιώπησα. Για
καιρό η περίπτωσή μου έγινε πρώτη είδηση στα κανάλια και τις εφημερίδες. Αρχικά
προσπάθησαν να με συνδέσουν με την τρομοκρατία και τις διάφορες ομάδες
αναρχικών μα απέτυχαν. Εγώ δεν ήμουν με κανέναν. Ένας μοναχικός λύκος. Ίσως λίγο
ελευθεριακός και ανένταχτος αλλά ως εκεί. Και το ποινικό μου μητρώο κατάλευκο.
Δεν είχα απασχολήσει ξανά την δικαιοσύνη ούτε καν την αστυνομία. Υπήρξα στον
βίο και την πολιτεία μου απόλυτα νομοταγής.
Στη δίκη δεν παρευρέθηκα. Έμεινα
κλεισμένος στο κελί μου. Ούτε και ζήτησα κάποιον δικηγόρο να με υπερασπιστεί.
Οι συγγενείς μου με παρακαλούσαν. Για να ελαφρύνω τη θέση μου έπρεπε να δείξω κάποια
μεταμέλεια μα εγώ παρέμεινα μέχρι το τέλος αμετάπειστος. Είχε φτάσει η ώρα της
τελικής ρήξης. Δεν είχα να κερδίσει τίποτα.
Προτίμησα την πλήρη περιφρόνηση. Ούτε να τους βρίσω δεν μπήκα στον κόπο. Ήξερα
ότι δεν θα με πίστευαν και δεν θα μου αναγνώριζαν κανένα ελαφρυντικό. Ήταν μια
ψυχρή δολοφονία ανθρώπων του νόμου και της τάξης σε ώρα υπηρεσίας κι ούτε καν
σε κατάσταση αυτοάμυνας. Υπήρχαν τόσοι μάρτυρες. Ακόμη και ο πρότερος έντιμος
βίος μου θα αποδεικνυόταν γκρίζος και αμφιλεγόμενος. Με σκιές.
Ο εισαγγελέας εκτέλεσε άψογα
το καθήκον του. Υπήρξε καταπέλτης εναντίον μου και δεν μου χαρίστηκε σε τίποτα.
Μίλησε για ειδεχθή και αποτρόπαια πράξη απέναντι στους πυλώνες του συστήματος χωρίς κάποιο
εμφανές κίνητρο. Ούτε τρομοκρατία ούτε ξεκαθάρισμα λογαριασμών αλλά και ούτε
για ψυχοπαθής φαινόταν ο κατηγορούμενος, Ίσως μόνο λίγο κυνικός. Ήταν λοιπόν
εχθρός της κοινωνίας και έπρεπε να αποβληθεί απ’ αυτή. Να καταδικαστεί με τη μέγιστη
των ποινών που προβλέπει ο νόμος. Απ’ την άλλη ήταν και η προσβλητική του συμπεριφορά
προς το δικαστήριο. Του φάνηκε τελείως ανάρμοστη. Γι’ αυτήν θα μου άξιζε ακόμα
και η ποινή του θανάτου.
Η αγόρευση του εισαγγελέα
έγινε απολύτως πιστευτή. Δικάστηκα τρεις ισόβια που μετατράπηκαν σε είκοσι
χρόνια. Όταν το πληροφορήθηκα απ’ τον διευθυντή της φυλακής παρέμεινε
ανέκφραστος. Τον ευχαρίστησα ευγενικά και συνέχισα να διαβάζω το βιβλίο μου. Ούτε
έφεση έκανα. Στη φυλακή κράτησα τις αποστάσεις μου απ’ όλους. Έζησα σχεδόν απομονωμένος
με τα βιβλία τα χαρτιά και τα μολύβια μου.
Ακόμη και στο προαύλιο ζήτησα να βγαίνω σε διαφορετική ώρα ολομόναχος. Να
περπατώ και να εκτονώνομαι. Δεν θα χαριζόμουν σε κανέναν τους είπα. Βγήκα μετά
από δεκαεφτά χρόνια λόγω καλής διαγωγής και επέστρεψα στην κοινωνία
σωφρονισμένος και ανανεωμένος. Πλέον ήμουν εξήντα χρονών. Ξανάρχισα τις βόλτες
μου στην πόλη το σούρουπο αφού πέσει ο ήλιος. Και πάντα εντός δακτυλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου