Αν
τα πράγματα ερχόντουσαν αλλιώς δεν θα πήγαινα. Κάποια δικαιολογία θα έβρισκα να
πω. Ότι με έχει πιάσει η μέση μου ή πως
είμαι κρυωμένος. Πάντως θα την γλύτωνα την ταλαιπωρία. Κι ας μην με πίστευαν. Καρφί
δεν μου καιγόταν. Όμως τώρα αυτό το σαββατιάτικο απόγευμα του κρότου και της λάμψης στις τελευταίες
απόκριες έπρεπε να περάσω μέσα από χιλιάδες μασκαράδες και άλλους πολύχρωμους
και στολισμένους για να με σπρώξουν και να με τσαλαπατήσουν. Να σφυρίξουν μέσα
στα αυτιά μου και να μου ρίξουνε σπρέι στα μούτρα. Να φάω και μερικές ροπαλιές στο κεφάλι για να καταφέρω τελικά να φτάσω
κακήν κακώς στο πάρτι. Στις επτά θα κόβανε την τούρτα. Θα τραβούσαν φωτογραφίες
και βίντεο. Έτσι με ενημέρωσε χτες η αδερφή μου στο τηλέφωνο και δεν έπρεπε να
αργήσω. Τουλάχιστον λόγω του πρόσφατου πένθους δεν θα ήτανε μασκέ. Πάλι καλά
γιατί αλλιώς δεν ήξερα τι να ντυθώ. Ζορό ή καουμπόυ μα δεν είχα κρατήσει τις
παιδικές μου στολές. Μόνο το ξίφος και τη θήκη για τα πιστόλια. Όμως αυτά δεν
ήταν αρκετά.
Είχα
να τους δω κοντά ένα χρόνο. Από τη μέρα της κηδείας. Εκείνο το μεσημέρι η μικρή στεκόταν παράμερα με τον πατέρα της και
κρατούσε στα χεράκια της μια κούκλα. Τους έβλεπε όλους σοβαρούς και λυπημένους
χωρίς να καταλαβαίνει το λόγο. Οι γονείς της είχαν φροντίσει να μείνει μακριά
από φέρετρα και άψυχες σάρκες. Μακριά από λάκκους εκτροφεία σκουληκιών. Μακριά από
όσα τέλος πάντων θα μπορούσαν να τραυματίσουν ανεπανόρθωτα μια αθώα ψυχή. Όταν
με είδε μπροστά της έβαλε τα κλάματα. Δεν είχε κι άδικο. Φορούσα ένα μακρύ
μαύρο παλτό. Είχαν μεγαλώσει και τα γένια μου. Σαν τον χάρο έμοιαζα. Δεν με
είχε ξαναδεί κιόλας. Δεν με ήξερε. Ούτε και κανένας θα της είχε μιλήσει για
μένα. Της ήμουν παντελώς άγνωστος. Μα κι εγώ μέχρι εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι
μόνο από φωτογραφίες τους ήξερα την μικρή και τον πατέρα της.
Πρέπει
να γινόταν τεσσάρων ή πέντε χρονών. Δεν θυμάμαι καλά. Έτσι κι αλλιώς ένας
χρόνος πάνω κάτω δεν έχει και πολύ σημασία. Όταν η μικρούλα ήρθε στον μάταιο
τούτο κόσμο εγώ έλειπα μακριά σε άλλη πόλη σε άλλη χώρα σε άλλο πλανήτη και το
έμαθα απ’ το τηλέφωνο. Είχα κάνει όρκο και σταυρό όσο ζουν αυτές να μην πατήσω
ξανά το πόδι μου στο βρωμόσπιτο. Ούτε να ξανακούσω τις ύπουλες φωνές τους. Και
να μην ξαναδώ τις χοντρές ψευτοπένθιμες
σιλουέτες τους. Για κανένα λόγο. Ούτε για χαρά ούτε για λύπη. Ούτε και για τον
γάμο της αδερφής μου ούτε και για να γνωρίσω τον άνθρωπο που η μοίρα αποφάσισε
να διαιωνίσει κάποια απ’ τα μισακά μου γονίδια αφού ο ίδιος δεν είχα τέτοιες προθέσεις.
Είκοσι
χρόνια έμεινα μακριά απ’ το τρικέφαλο τέρας. Γύρισα μόνο για την τρίτη κηδεία
την φαρμακερή και έμεινα. Απομόνωσα την ύπαρξή μου σε μια μικρή υπόγεια
γκαρσονιέρα και άρχισα να μαζεύω τα κομμάτια του παζλ. Εδώ κι ένα χρόνο δεν
είχα καμία επικοινωνία ούτε με συγγενείς ούτε με φίλους παλιούς. Ποιος θα με
θυμόταν άλλωστε. Μόνο με την αδερφή μου
συνέχισα να μιλάω απ’ το τηλέφωνο όπως
όλα τα χρόνια της εξορίας. Σήμερα θα τους ξανάβλεπα όλους μαζί παρόλο που το
παζλ του τρόμου δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί. Η ανιψιά μου μέσα σε τόσο κόσμο
μάλλον δεν θα μου ‘δινε καμία σημασία. Θα με αγνοούσε παντελώς. Γι’ αυτήν δεν θα
ήμουν παρά ένας ακόμα ξένος. Φίλος των γονιών ή κάποιος μακρινός συγγενής. Αν τουλάχιστον της έφερνα κάνα δώρο ίσως τα πράγματα να γίνονταν πιο εύκολα. Μα δεν
ήξερα από τέτοια. Με άδεια χέρια θα πήγαινα.
Το
τριώροφο νεοκλασικό βρισκόταν στο δρόμο κάποιου γάλλου φιλέλληνα της επανάστασης
από καιρό ξεχασμένος κι αυτός. Το φως της εξώπορτας ήταν αναμμένο και απ’ το
μπαλκόνι του πρώτου ορόφου ακούγονταν γέλια και φωνές. Ξεχώρισα και κάποιες
σκιές. Τα βεγγαλικά φώτιζαν τον ουρανό
και κάθε τόσο η νύχτα γινότανε μέρα. Πλησίαζε εννέα και είχα αργήσει. Τα
κεράκια της τούρτας πρέπει από ώρα να είχανε σβήσει. Τέσσερα ή πέντε. Θα είχαν
τραβήξει και τις αναμνηστικές φωτογραφίες μα εγώ δεν θα ήμουνα μέσα. Ούτε στο
βίντεο.
Μου
άνοιξε η οικοδέσποινα που έλαμπε από χαρά και ομορφιά. Μετά από λίγα
δευτερόλεπτα αμηχανίας έπεσε πάνω μου κι αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Το σαλόνι ήταν
γεμάτο χαρούμενες φάτσες που έπιναν κουβέντιαζαν και γελούσαν. Στο βάθος του
διαδρόμου κάποια παιδιά κυνηγιόντουσαν και έπαιζαν. Προσπάθησα να ξεχωρίσω την
ανιψιά μου μα δεν τα κατάφερα. Ύστερα το βλέμμα μου καρφώθηκε στο φωτιστικό του
σαλονιού. Δεν ήταν το ίδιο και η τεθλασμένη ρωγμή του ταβανιού είχε εξαφανιστεί.
Η αδερφή μου έκανε κάποιες γενικόλογες συστάσεις στους καλεσμένους μα κανείς
δεν έδειξε να ενδιαφέρεται για τον περίεργο επισκέπτη που δεν γελούσε ποτέ.
Ίσως κάποιοι να έσπαγαν το κεφάλι τους να θυμηθούν που με ξέρουν μα κι εγώ δεν
τους θυμόμουν καλά. Είχαν όλοι τους διαγραφεί από τη μνήμη του. Εκτός ίσως απ’
τον καλό ξάδελφο. Είχα να τον δω από τότε μα δεν είχε αλλάξει πολύ. Μόνο το
κεφάλι του είχε λίγο αραιώσει. Καθόταν στην άκρη του καναπέ έπινε το ποτό
του και κουβέντιαζε με τους άλλους για τα
πολιτικά. Σε λίγο θα είχαμε πάλι εκλογές. Για μια στιγμή το βλέμμα μας διασταυρώθηκε
μα δεν δώσαμε συνέχεια. Φάνηκε πάντως πως κι εκείνος με θυμήθηκε. Με πλησίασε και
ο γαμπρός μου χαμογελαστός και με χαιρέτησε. Η οικοδέσποινα μας ζήτησε συγνώμη
και επέστρεψε στην κουζίνα. Σε λίγο θα στρώνανε το τραπέζι. Εγώ βγήκα μόνος στο
μπαλκόνι. Άναψα τσιγάρο και κοίταξα τον ουρανό. Ήταν ακόμα γεμάτος
πυροτεχνήματα και βεγγαλικά και κάθε τόσο η νύχτα γινότανε μέρα.
Η
γιαγιά η μητέρα και η θεία πέθαναν μέσα σε ένα χρόνο. Δεν θυμόμουν με ποια
σειρά μα δεν είχε και μεγάλη σημασία. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν τις ξεχώρισα. Για
μένα ήταν το ίδιο πρόσωπο σε παραλλαγές. Πλήρεις ημερών και οι τρεις. Σίγουρα είχαν
ξεπεράσει τα ογδόντα. Η γιαγιά μπορεί και τα εκατό. Είχαν ήσυχο θάνατο. Έφυγαν
στον ύπνο τους ήρεμες και χαμογελαστές μου είχε πει η αδερφή μου. Μόνο ο
μπαμπάς δεν είχε καλό τέλος. Απέναντί μου
ήταν συνήθως χαμογελαστός και ευδιάθετος. Με αγαπούσε. Μα κείνο το μεσημέρι που
τον βρήκα κρεμασμένο απ’ τον πολυέλαιο του σαλονιού με κοιτούσε παράξενα με τα
μάτια γουρλωμένα. Ήταν αδύνατος και πρέπει να βασανίστηκε μέχρι να τελειώσει.
Μα είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Όλο το πρωί οι γυναίκες είχαν κομμωτήριο
και λείπανε απ’ το σπίτι. Ήξερε πως εγώ θα γυρνούσα πρώτος απ’ το σχολείο. Εγώ
ήθελε να τον βρω. Το σημείωμα άρχιζε με
τη φράση γιε μου και δεν ήθελε να πέσει στα χέρια των γυναικών. Μόνο εμένα
αφορούσε. Έτσι έγραφε. Σε κείνες δεν είχε να δώσεικανέναν λογαριασμό για την
πράξη του. Μου ζητούσε συγνώμη μα δεν άντεχε άλλο. Μου εξηγούσε και κάποια
πράγματα που θα καταλάβαινα αργότερα όταν θα μεγάλωνα. Και να προσέχω την μπουμπού
όπως πάντα φώναζε χαϊδευτικά την μικρή του κόρη. Έγραφε και άλλα. Όταν το διάβασα
το δίπλωσα στα τέσσερα και το έκρυψα στην τσέπη μου. Κατόπιν βγήκα έξω να
περπατήσω. Στο σπίτι γύρισα αργά το απόγευμα.
Την
επόμενη μέρα έγινε η κηδεία και το κομμωτήριο των γυναικών δεν πήγε χαμένο. Οι
τρεις τους καθόντουσαν πλάι στο φέρετρο. Πιο κει εγώ και η αδερφή μου. Λίγο
πριν τον χώσουν στο λάκκο μας πρόσταξαν να φιλήσουμε το κρύο κούτελο και εμείς
υπακούσαμε. Δεν μίλησα σε κανέναν για το γράμμα. Φυσικά ούτε και στην μικρή μου
αδερφή. Τα υπόλοιπα χρόνια κύλισαν μέσα στη σιωπή. Εκείνες ξεπέρασαν γρήγορα το
πρώτο σοκ της αναίτιας και αψυχολόγητης όπως λέγανε αυτοκτονίας και συνέχισαν να ζουν. Στο σπίτι
άρχισαν να μπαινοβγαίνουν διάφοροι περίεργοι τύποι γένους αρσενικού. Πιο πολύ θυμάμαι
έναν χοντρό παπά και έναν καραφλό εισαγγελέα ή δικαστικό με γυαλιά που όποτε έβρισκαν
την ευκαιρία τσιμπολογούσαν τα αφράτα κωλομέρια τους και αυτές χαχάνιζαν
ξεδιάντροπα. Εγώ κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και δεν μιλούσα. Μέχρι που έγινε ο
μεγάλος καβγάς όπου τα μάζεψα και έφυγα απ’ το σπίτι.
Όταν
ξαναμπήκα μέσα το τραπέζι ήταν σχεδόν έτοιμο. Κάποιοι είχαν ήδη πάρει θέσεις
μάχης. Οι γυναίκες φώναζαν τα παιδιά μα
αυτά τις έγραφαν και συνέχιζαν το παιχνίδι τους. Τράβηξα προς το μπάνιο. Όταν ήμουν μικρός πριν από το
συμβάν μου άρεσε να τρέχω στον μακρόστενο διάδρομο με την αδερφή μου μέχρι την
εξώπορτα για το ποιος θα φτάσει πρώτος. Πέρασα και απ’ το παιδικό μου δωμάτιό. Πλέον
ήταν βαμμένο ροζ και στολισμένο με σχέδια και παιχνίδια. Το θυμόμουν κάτασπρο σαν νοσοκομείο όπως και όλο
μας το σπίτι. Δίπλα στο μπάνιο ήταν η μεγάλη κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς και της
θείας. Απέναντι της μαμάς και του μπαμπά. Όταν παντρεύτηκε η μπουμπού οι γριές
μείνανε μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Ο άντρας της είναι καλός άνθρωπος που μπήκε
σώγαμπρος στο σπίτι αλλά τις φρόντισε τις ανέχτηκε και στο τέλος τις έθαψε.
Προσπάθησα
να ανοίξω την πόρτα τους μα ήταν κλειδωμένη. Μην μπεις εκεί μέσα είναι ο
μαμούτος. Άκουσα ξαφνικά πίσω μου μια ψιλή φωνούλα. Μην φοβάσαι κοριτσάκι και
δεν υπάρχει πια την είπα χαμογελώντας και της χάιδεψα τα μαλλάκια. Αυτή με
κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα μα σαν να με πίστεψε γρήγορα μου έσκασε ένα
τεράστιο χαμόγελο. Κοιτούσα τα πανέμορφα μάτια της αλλά μάταια προσπαθούσα να
μαντέψω το μέλλον που θα είχε αυτό το φοβισμένο και αδύναμο πλασματάκι που όμως
προσπαθούσε να με προφυλάξει απ’ τους μαμούτους τους δρακουμέλ και όλους τους
κακούς της επικίνδυνης αυτής ζωής. Εμένα που είχα αντικρίσει από πολύ νωρίς κατάματα
το θηρίο με τα σιδερένια δόντια και πλέον δεν φοβόμουν τίποτα και κανέναν. Μα η
εποχή των δεινοσαύρων ήταν πλέον παρελθόν. Είχα μπει πλέον στην εποχή των
παγετώνων μόνος και έρημος χωρίς αγάπη ελπίζοντας όμως ακόμα. Έπιασα τη μικρή απ’
το χεράκι της και τραβήξαμε προς το σαλόνι. Οι άλλοι στο τραπέζι ήδη τρώγανε
και πίνανε χτυπώντας δυνατά τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα. Σε λίγο θα
ακούγονταν και τα πρώτα ρεψίματα ευτυχίας.
Δεν
θα καθόμουνα μαζί τους στο τραπέζι. Είχα και κάπου αλλού να πάω τους είπα. Πήρα
την ανιψιά μου αγκαλιά της ευχήθηκα τα χρόνια πολλά και την φίλησα στο μάγουλο.
Της υποσχέθηκα ότι θα ξανάρθω. Θα πάμε και βόλτα και θα της αγοράσω ότι δώρο
θέλει. Φίλησα και την αδερφή μου. Να την χαιρόμαστε της είπα και της έδωσα ένα
φάκελο. Μέσα είχα κάποια χρήματα να πάρει στο παιδί ότι χρειάζεται. Και το
κιτρινισμένο γράμμα του πατέρα διπλωμένο στα τέσσερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου