Εκείνη
την καλοκαιριάτικη μέρα ο καλός ξάδελφος μας ξύπνησε νωρίς. Στο σπίτι της θείας λείπανε όλοι. Ντυθήκαμε και
πήραμε πρωινό στα γρήγορα. Μετά μπήκαμε βιαστικά στο αμάξι. Έπρεπε να πάμε στην
πόλη σήμερα. Έτσι μας είπε μα δεν μας εξήγησε τον λόγο. Ο ήλιος ήταν χλωμός και
η θάλασσα μολυβένια. Η παραλία δεν είχε κόσμο παρά μόνο κάτι γριές εδώ και κει που
κοιτούσαν με περιέργεια τον ουρανό. Ο καλός ξάδελφος οδηγούσε αμίλητος πηγαίνοντας
αργά στην άκρη του δρόμου. Σε όλη τη διαδρομή κανείς δεν μίλησε. Κάποτε φτάσαμε
στην πόλη. Τώρα φύσαγε κρύος δυνατός αέρας. Ο κόσμος είχε βγει από τα σπίτια
του έξω στους δρόμους και στις πλατείες. Τα αυτοκίνητα ήταν ακινητοποιημένα και
οι οδηγοί περίμεναν υπομονετικά. Όλοι κοιτούσαν ανήσυχοι τον ουρανό που όλο και
σκοτείνιαζε.
Δεν
καταφέραμε να μπούμε στο στενό δρομάκι και σταματήσαμε στην γωνία. Είχε
μαζευτεί πολύς κόσμος. Γείτονες αλλά και άγνωστοι είχαν φράξει το δρόμο μέχρι
την πόρτα του σπιτιού μας. Όλοι στέκονταν σκεφτικοί και αμίλητοι. Κάποιοι κάπνιζαν
νευρικά και άλλοι κοιτούσαν τον σκοτεινό ουρανό. Φαίνονταν ανήσυχοι άυπνοι και ταλαιπωρημένοι
σαν να μην είχαν κλείσει μάτι όλη την νύχτα. Μας θύμιζαν βρικόλακες και
ζωντανούς νεκρούς. Μερικοί ήταν πολύ τρομακτικοί στην όψη. Ο ήλιος θα σβήσει σε
λίγο. Αυτό ψιθύρισε κάποιος μα δεν φοβηθήκαμε. Απλά πιστέψαμε ότι έφτασε τελικά
η δευτέρα παρουσία που μας λέγανε στο σχολείο και στο κατηχητικό. Καιρός ήταν.
Και πολύ άργησε. Πλάι στην εξώπορτα του σπιτιού μας είδαμε όρθιο ένα όμορφο
γυαλιστερό καπάκι και στον τοίχο δυο χαρτιά κολλημένα μα δεν προλάβαμε να τα
διαβάσουμε. Μπήκαμε βιαστικά μέσα.
Στο
σπίτι δεν υπήρχε κανείς. Όσο και να φωνάζαμε τον μπαμπά και τη μαμά δεν παίρναμε
απάντηση. Και ο καλός ξάδελφος δεν ήταν πλέον μαζί μας. Προχωρήσαμε στον σκοτεινό
διάδρομο και είδαμε στο βάθος το πορτ μαντώ.
Ο καθρέπτης του ήταν σκεπασμένος μ’ ένα λευκό σεντόνι και στα άγκιστρα
κρέμονταν μόνο κάτι μαύρα κουρέλια. Μα και πιο μέσα στο σαλόνι όλα τα έπιπλα
και οι καναπέδες ήταν σκεπασμένοι με κάτι άσπρα καλύμματα. Ξαφνικά ξεπρόβαλλε μπροστά
μας ένας σταφιδιασμένος γέρος που χαμογελούσε χωρίς δόντια. Στα χέρια του
κρατούσε ένα φαλακρό κεφάλι που ήταν φωτεινό σαν μαγική σφαίρα. Χαμογελούσε με
τα μάτια κλειστά λες κι έβλεπε κάποιο ευχάριστο όνειρο. Φιλήστε τον πατέρα σας
παιδάκια. Μας πρόσταξε ο ασχημόγερος κι εμείς υπακούσαμε τρομαγμένα. Το κούτελο
ήταν παγωμένο και ένα κομμάτι απ’ τα
ροδαλά μας χειλάκια κόλλησε πάνω του. Τότε το κεφάλι άνοιξε απότομα τα μάτια
και φώναξε δυνατά. Δεν μπορεί να βρει κανείς λίγη ησυχία σ’ αυτό το σπίτι. Βάλαμε
τα κλάματα. Πιασμένα από το χέρι και κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο βρήκαμε τελικά
το κουράγιο να τρέξουμε προς την εξώπορτα. Απ’ το δρόμο ακουγόταν φασαρία. Ο
ήλιος είχε φανεί και πάλι ολόφωτος και λαμπερός. Κάποιοι μας λέγανε να βγούμε
έξω. Ακούσαμε και τη φωνή του καλού ξάδελφου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου