Η
πρόταση στριφογύριζε συνέχεια στο κεφάλι μου. Τελικά δέχτηκα. Είπα το ναι. Δεν
είχα και τίποτα να χάσω. Οι γιατροί δεν μου έδιναν πολύ ζωή ακόμα. Ήδη είχαν
αρχίσει οι μεγάλοι πόνοι. Δεν θα αργούσε η μέρα που θα γίνονταν αφόρητοι. Είχα
αποδεχτεί το τετελεσμένο γεγονός με ψυχραιμία. Όχι πως δεν φοβόμουν. Απλά δεν
πίστευα σε μεταθανάτιες ιστορίες και άλλα τέτοια παραμύθια και αυτό κάπως
δυσκόλευε τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς πενήντα χρόνια δεν είναι ούτε πολλά ούτε
και λίγα.
Για
την πρώην γυναίκα μου δεν πολυνοιαζόμουν. Ήμασταν εδώ και πολύ καιρό χωρισμένοι
και δεν είχαμε κρατήσει επαφές ούτε καν τις τυπικές. Όταν θα το μάθαινε μπορεί
και να χαιρόταν. Ούτε φίλους καλούς είχα πλέον για να με κλάψουν ούτε παλιούς
συναδέλφους. Με τα χρόνια έπαψα να είμαι διαθέσιμος και αποτραβήχτηκα μακριά
απ’ όλους. Κυρίως μετά το διαζύγιο. Δεν ήθελα να βλέπω κανέναν τους. Μου
φαίνονταν αποκρουστικοί και ανυπόφοροι. Όσο για τους λοιπούς συγγενείς ούτε στο
κηδειόχαρτο δεν θα τους έβαζα. Στον διάολο όλοι τους.
Μόνο
την κόρη μου σκεφτόμουν παρόλο που την έβλεπα αραιά και που. Μάλιστα την τελευταία φορά τής είχα πει μεθυσμένος και
πάνω στη μούρλια μου ότι η μάνα της έφταιγε που θέλησε να την κρατήσει κι έτσι
αναγκάστηκα να την παντρευτώ. Δεν υπήρξε γνήσιο παιδί του έρωτα. Ένα ατύχημα ήταν
και μια απροσεξία. Η έξαψη της στιγμής. Ένα τράβηγμα που την τελευταία στιγμή
ματαιώθηκε. Το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου που με οδήγησε στην καταστροφή.
Ποτέ δεν συγχώρεσα τον εαυτό μου γι’ αυτό. Εκείνη δεν μου απάντησε. Ούτε να μου
πει ένα άντε και γαμήσου ρε παλιομαλάκα ή ένα φτύσιμο στα μούτρα που μου άξιζαν.
Δεν μίλησε. Άχνα δεν έβγαλε απ’ το στόμα της. Μόνο στιγμιαία τα μάτια της
γέμισαν νερά. Μου γύρισε απότομα την πλάτη και έφυγε. Ντράπηκα. Μετάνιωσα για
όσα είπα. Θαύμασα την αξιοπρέπειά της και γέμισα από τύψεις και ενοχές. Μα δεν
της ζήτησα ποτέ συγνώμη. Σίγουρα δεν θα θέλει να με ξαναδεί στα μάτια της. Γι’
αυτήν τουλάχιστον ο θάνατός μου θα είναι χρήσιμος. Δεν θα πάω τσάμπα και
βερεσέ.
Η
ιδέα ήταν φρέσκια ακόμα (δεν είχαν γυριστεί πολλά επεισόδια) και οι παραγωγοί έψαχναν εναγωνίως σε νοσοκομεία και κλινικές για εθελοντές. Με
το αζημίωτο πάντα. Καρκινοπαθείς σχιζοφρενείς κατάκοιτοι και αυτοκτονικοί. Όλοι τους ήταν ευπρόσδεκτοι και επιθυμητοί. Μα
κι εγώ δεν είχα κανένα παράπονο. Μου φέρθηκαν άψογα. Πληρώθηκα καλά και προκαταβολικά
(δεν γινόταν κι αλλιώς) κι έτρεξα να καλύψω
και τις τελευταίες μου υποχρεώσεις. Δεν μου άρεσε να αφήνω εκκρεμότητες.
Ήμουν πάντα σε όλα μου τυπικός.
Μέχρι
και απ’ το γραφείο τελετών πέρασα. Οι υπάλληλοι έμειναν άγαλμα και με το στόμα
ορθάνοιχτο. Μα πιο πολύ ξαφνιάστηκαν όταν τους ζήτησα να μην τυπώσουν
αγγελτήρια. Έτσι τελικά είχα αποφασίσει. Να μην προσκαλέσω κανέναν στην κηδεία
μου. Ακόμα και η κόρη μου ήθελα να το μάθει απ’ τον δικηγόρο μου κατόπιν
εορτής. Ούτε παπάδες και ψαλμωδίες ήθελα. Ανέκαθεν απεχθανόμουν τα κεριά και τα
λιβάνια. Ούτε σταυρούς και ταφόπλακες. Τα θεώρησα περιττά έξοδα. Απ’ το σπίτι
κατ’ ευθείαν στον ξερό λάκκο άκλαυτος
και αδιάβαστος. Εγώ ο ασήμαντος κανένας ένα εύγευστο μεζεδάκι για τα σκουλήκια
της γης.
Μου
είχαν πει ότι θα το έδειχναν στη νυχτερινή ζώνη μετά τις δώδεκα ακατάλληλο για
ανήλικους ερωτευμένους και τους λίγους ακόμα ευτυχισμένους. Και για την κόρη μου.
Όμως όχι σε κάποιο ψυχρό στούντιο ή σ’ ένα λευκό δωμάτιο νοσοκομείου. Ο όρος
που τους έβαλλα ήταν απαράβατος. Ήθελα στο πατρικό μου σπίτι. Εκεί που γεννήθηκα
μεγάλωσα και πέρασα ολόκληρη τη ζωή μου.
Είχαν
κάνει μεγάλη διαφήμιση και η ακροαματικότητα θα άγγιζε σίγουρα το απόλυτο. Η
επιτυχία της εκπομπής ήταν ήδη εξασφαλισμένη. Το κοινό διψούσε για αίμα. Είχε
γίνει και γκάλοπ. Τα κινητά τηλέφωνα πήραν φωτιά από τα χιλιάδες μηνύματα και
ψήφισαν το πώς. Υδροκυάνιο με καλαμάκι ή πιστόλι στο στόμα. Προσωπικά δεν με ένοιαζε.
Θα ήταν η τελευταία μου δοκιμασία και κατόπιν θα ακολουθούσε ένας χρήσιμος
θάνατος.
Έφτασε
η μεγάλη μέρα. Όλα ήταν έτοιμα και στη θέση τους. Η κάμερα στημένη απέναντί
μου. Ο σκηνοθέτης καθισμένος στην αναπαυτική του πολυθρόνα. Κι εγώ χαλαρός και ήρεμος στο κρεβάτι. Το κοινό ήθελε με
πιστόλι. Αυτό αποφάσισε γιατί διψούσε για αίμα. Εγώ πάντα ψύχραιμος και
γελαστός.
Τελευταίες
οδηγίες. Η κάμερα λίγο πιο πάνω και ζουμ πίσω μου στον τοίχο. Αποχαιρετισμός
του κοινού. Χα χα. Ευχές για υγεία μακροημέρευση και ευτυχία. Μα σύντομα θα
έρθει και η δική σας σειρά. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Το όπλο μπαίνει μέσα στο
στόμα με την κάνη προς τα πάνω. Λάμψη και κρότος κι εγώ ασάλευτος να κοιτάζω με έκπληκτα μάτια τους
θεατές. Κι ένα παγωμένο χαμόγελο.
Η
κόρη τελικά το έμαθε έγκαιρα (είδε την εκπομπή) κι έθαψε τον πατέρα. Αυτή και
το γραφείο τελετών ήταν μόνο. Όσο για το συγκεκριμένο ριάλιτι για κάμποσο καιρό
έγινε της μόδας και μπήκε σε τροχιά θριάμβου. Ώσπου πάλιωσε κι αυτό. Το κοινό είχε
χορτάσει από αίμα και ζητούσε κάτι άλλο πιο φρέσκο και πιο πρωτότυπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου