Μπήκα
μέσα με βήμα αργό και σοβαρό σχεδόν πένθιμο. Σταμάτησα στην είσοδο πλάι στον
πάγκο με τα κεριά. Μυρωδιές από καρβουνάκια και λιβάνια μου έκοψαν απότομα την
ανάσα και παραλίγο να σωριαστώ χάμω. Από παιδί οι οσμές τις εκκλησίας μου έφερναν
λιποθυμία και αναγούλα. Ήταν και η αφόρητη ζέστη του μεσημεριού και η ένταση της προηγούμενης νύχτας. Κλιματισμός δεν
υπήρχε. Όλα αυτά μαζί. Αέρας πνιγηρός και δύσοσμος και η κατάσταση ανυπόφορη. Ο επίτροπος μου έριξε μια
λοξή ματιά και συνέχισε να ταχτοποιεί τα
κεριά του κατά χρώμα και μέγεθος πάντα. Εγώ αφού συνήλθα κάπως κοίταξα προς το
βάθος. Δεν είχε πολύ κόσμο. Λίγες γριές και κάποιοι συγγενείς. Η αδερφή του νεκρού
πρώτη και καλύτερη πλάι στο φέρετρο με το φρύδι πάντα υψωμένο αξιοπρεπής και
αγέρωχη κάρφωνε τον απέναντι τοίχο για να μη τον βλέπει και τώρα ακόμα
ξαπλωμένο ανάσκελα να χαμογελά με κλειστά τα μάτια σαν να ονειρεύεται κάτι το
πολύ ευχάριστο και απολαυστικό. Δίπλα στέκονταν ο άντρας της τα παιδιά τους και
οι λοιποί συγγενείς. Όλη η αγία οικογένεια σε πλήρη παράταξη που όμως δεν
έδειχναν και πολύ λυπημένοι από το ξαφνικό χαμό του φίλου μου.
Το
προηγούμενο βράδυ όταν πέρασα απ’ το
σπίτι της να μάθω πως έγινε το κακό και να συλλυπηθώ με πέταξε έξω με τις
κλοτσιές. Ο τόνος της ήταν εχθρικός και απειλητικός. Και μην τολμήσει να έρθει κανείς
από το σκυλολόι στην κηδεία θα σας πάρει
και θα σας σηκώσει. Τον φάγατε τον αδερφό μου τομάρια στον λαιμό σας τον πήρατε.
Μου έσουρε και άλλα. Είχε βγει εκτός εαυτού και φώναζε σαν λυσσασμένη βγάζοντας
αφρούς απ’ το στόμα της. Εγώ σεβάστηκα τον πόνο και το πένθος της και δεν είπα τίποτα. Πώς να το
κάνουμε. Αδελφός της ήταν ο συγχωρεμένος και το αίμα νερό δεν γίνεται. Αν και
ήξερα ότι τελευταία τα είχαν τσουγκρίσει. Δεν τα πήγαιναν καλά. Ήταν διαφορετικοί
χαρακτήρες. Ανέκαθεν βρίσκονταν στα μαχαίρια. Δεν μίλησα καθόλου ούτε καν για
να διαμαρτυρηθώ για τις προσβολές και τις συκοφαντίες που εκτόξευε κατά δικαίων
και αδίκων. Τα κατάπια όλα. Την άκουγα με σκυμμένο το κεφάλι ώσπου μου ‘κλισε την
πόρτα στα μούτρα και σηκώθηκα κι έφυγα.
Αργότερα
απ’ την κοπέλα του φίλου μας μάθαμε τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν είχε ακόμα
συνέλθει από το σοκ η κακομοίρα. Είχε περάσει και απ’ την αστυνομία να δώσει
κατάθεση. Φοβόταν ότι θα την μπλέξουν άσχημα. Είχε κι αυτή παλιά προηγούμενα με
τους μπάτσους. Τώρα μέχρι και για φόνο την υποψιάζονταν. Δηλαδή της λέγανε ότι
τους κατέβαινε. Μέχρι να βγει το πόρισμα του ιατροδικαστή είσαι ελεύθερη αλλά
μη χάνεσαι της είπαν στο τέλος για να την τρομοκρατήσουν και την άφησαν να
φύγει. Όμως εκείνης καρφί δεν της καιγόταν τι θα πει ο γιατροτέτοιος. Δεν
έφταιγε αυτή για ότι έγινε. Έρωτα κάνανε και τη στιγμή που τον έγλυφε και τον
ρουφούσε εκεί πάνω στη μεγαλύτερη κάβλα ο φίλος τους ξαφνικά κοκάλωσε και τα μάτια
του έμειναν ορθάνοιχτα πετάχτηκαν έξω μαζί μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο ευτυχίας. Αυτό
ήταν όλο. Η κοπέλα έπαθε αμόκ κι άρχισε να ουρλιάζει. Βγήκε έξω ολόγυμνη κι
έτρεχε σαν μουρλή πέρα δώθε. Τράβαγε τα μαλλιά της και φώναζε βοήθεια. Τριγύρω
ο κόσμος κοίταζε σαν χαμένος. Έγινε άγριο σκηνικό μας είπε και μας κοίταξε όλους
με μάτια τρομαγμένα.
Ο
νεαρός παπάς με την ψιλή φωνούλα ξεστόμιζε στη σειρά τα φάλτσα του κυρ ελέησον.
Ο άλλος ο πρεσβύτερος ο αυστηρός και βλοσυρός ποιμένας αναμασούσε κάτι για την από
θεού παρηγορία και πράσινα άλογα και για τόπους χλοερούς και αναψύξεως αλλά
ούτε ο νεκρός ούτε οι ζωντανοί τριγύρω δίνανε σημασία. Κάποιοι μάλιστα κάθε
τόσο κοιτούσαν τα ρολόγια τους. Η κατάσταση δεν σωζόταν με τίποτα. Τόση
παγωμάρα και αδιαφορία τόση βιασύνη πρώτη
φορά αντίκριζα σε κηδεία. Ούτε ένα δάκρυ
ούτε ένας μορφασμός ούτε μια υποψία
λύπης. Τίποτα. Μονάχα ψυχρά και ανυπόμονα βλέμματα που περίμεναν να
περάσει η ώρα. Αγγαρεία έκαναν. Ακόμα και οι ακατάληπτες θρηνωδίες των ψαλτάδων
και των ρασοφόρων κι αυτές χωρίς συμπόνια ήταν χωρίς συγχώρεση χωρίς έλεος. Πώς
να το κάνουμε ο μακαρίτης δεν ανήκε στο ποίμνιο και δεν πάταγε σε εκκλησίες. Δεν
τηρούσε τις δέκα εντολές και δεν τους προσκυνούσε. Δεν φύλαγε με σεβασμό τα
βρωμόχερά τους και δεν έδινε σε εράνους και αγαθοεργίες. Πολλά δεν για το
τίποτα. Ακόμα και νεκρός ήταν παρείσακτος εκεί μέσα. Δεν κόλλαγε.
Το
ήξερε κι ο ίδιος αυτό. Γι’ αυτό και στις παράωρες ουζονυχτίες μας πάντα μεταξύ
σοβαρού και αστείου αλλιώς σχεδιάζαμε την αποχώρησή μας απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο.
Αυτό το αίσχος κι αυτή η ξεφτίλα δεν του ταίριαζε. Μα η αδερφή του είχε άλλη
άποψη. Δεν τον σεβάστηκε. Πήρε άλλες αποφάσεις. Κι εδώ αυτή ήθελε να κάνει το
κουμάντο. Και τι θα έλεγε ο κόσμος αν μάθαινε ότι αυτός ο άσωτος παραδόθηκε
στην πυρά μακριά από εκκλησία και θεό. Σ’ αυτήν θα ρίχνανε την αμαρτία και το
φταίξιμο. Δεν υπολόγισε καθόλου τις τελευταίες του επιθυμίες. Έτσι έκανε πάντα.
Ότι ήθελε αυτή. Να ορίζει τη ζωή και τον θάνατο των άλλων. Γι’ αυτό και τον
έντυσε έτσι για να μη λέει ο κόσμος. Γύρευε από που ξέθαψε αυτό το παλιομοδίτικο κουστούμι τα μαύρα λουστρίνια και τη γραβάτα
με τον διπλόσφιχτο κόμπο. Δεν θυμάμαι ποτέ
ο φίλος μου να φόρεσε τέτοιες σοβαρές και καθωσπρέπει ενδυμασίες. Τον έπνιγαν. Του
έσφιγγαν όλο το κορμί και τις έβρισκε πολύ μουντές και καταθλιπτικές. Σίγουρα δεν
του άξιζε τέτοια έξοδος.
Όλα
έτοιμα έγραφε το μήνυμα στο κινητό κι έστειλα αμέσως την αναπάντητη. Ήταν τα
συνθηματικά μας. Δεν πέρασαν τρία λεπτά και τους έβλεπα να ορμάνε στην είσοδο του
ναού με ιαχές και τρομερές κραυγές
πολέμου. Πίσω και σας έφαγα φώναξε ο χασάπης με την βροντερή του φωνή
και ο επίτροπος έγινε κίτρινος σαν φλουρί και
κρύφτηκε πίσω από τον πάγκο του. Φορούσε ακόμα την λευκή ποδιά της δουλειάς
γεμάτη αίματα και στην αριστερή του τριχωτή χερούκλα κρατούσε τον κοφτερό του μπαλτά
αιματοβαμμένος κι αυτός. Όλοι οι πιστοί της εκκλησίας τα ‘χασαν κι άρχισαν να
ουρλιάζουν και να προσεύχονται. Οι πιο ψύχραιμοι έτρεξαν να κρυφτούν πίσω απ’
τις καρέκλες και τις κολώνες κι όπου αλλού έβρισκαν. Ο νεαρός παπάς με τη λεπτή
φωνούλα μαζί με δυο άλλους πιο προνοητικούς ταμπουρώθηκαν μέσα στο ιερό και
σφράγισαν τις πύλες. Τέλος κάποιοι λιποθύμησαν. Μαζί με αυτούς και η αδερφή του
πεθαμένου με το ηττημένο και στραπατσαρισμένο πλέον φρύδι.
Και
μέσα σ’ όλο αυτό το πανδαιμόνιο κάποιος είδε τον χαμογελαστό μακαρίτη να
ανοίγει για λίγο πονηρά τα όμορφα ματάκια του μα θα ήταν σίγουρα παραίσθηση όπως
εξήγησε αργότερα είχε σαλέψει ο νους του απ’ την τρομάρα. Μόνο ο πρωτοπρεσβύτερος
ο αυστηρός και βλοσυρός ποιμένας δεν έχασε στιγμή την ψυχραιμία του. Παρέμεινε
αποφασιστικός και θαρραλέος στη μέση της εκκλησίας βαστώντας στο ένα του χέρι ψηλά τον σταυρό και στο άλλο το θυμιατήρι έτοιμος να
υπερασπιστεί την πίστη του την αγία τα ιερά του και τα όσια απ’ τον αντίχριστο
και τους δαίμονες που τον ακολουθούσαν. Έξω από δω σατανά αφορεσμένε φώναξε με
οργή μα πριν προλάβει να τελειώσει την τρομερή του κατάρα ο χασάπης τον είχε
πιάσει από την μακριά του γενειάδα και με μία μπαλταδιά ακριβείας την έκοβε
σύριζα και την ανέμιζε ψηλά ως το πολυτιμότερο έπαθλο μιας μάχης που τέλειωσε τόσο
γρήγορα και τόσο άδοξα για τον πιστό εφημέριο και δούλο του θεού.
Την
ίδια στιγμή οι άλλοι με γρήγορες κινήσεις άρπαζαν το φέρετρο στα χέρια και έβγαιναν
τρέχοντας έξω στο προαύλιο. Όταν τους είδαν οι υπάλληλοι του γραφείου κηδειών να
περνάνε από μπροστά τους μαζί με το καφετί γυαλιστερό φέρετρο σηκωμένο στους
ώμους δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η κάσα φορτώθηκε γρήγορα στο φορτηγάκι που
είχε ο χασάπης για τα κρέατα. Ανεβήκαμε πάνω βάλαμε μπρος και φύγαμε προς άγνωστη
κατεύθυνση. Μόλις και με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τον κολοβό τράγο μπουσουλώντας στα τέσσερα να βγαίνει ταπεινωμένος
από τον ναό και να μοιράζει ολούθε κατάρες αναθέματα και γαμοσταυρίδια λέξεις
χυδαίες ανάρμοστες και ειδεχθείς. Κρατούσε ακόμα τον σταυρό σφιχτά στο χέρι και
σαν τον είδαν τα κοράκια και οι πεθαμενατζήδες έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να
σταυροκοπιούνται. Ο παπάς συνέχιζε να καταριέται και να βρίζει μα δεν μπορούσε
να κάνει κάτι άλλο. Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα. Η επιχείρηση καφετιά κάσα για
την απαγωγή του νεκρού δεν είχε κρατήσει ούτε πέντε λεπτά. Το σχέδιο είχε
εκτελεστεί άψογα στην κάθε του λεπτομέρεια.
Ο
χασάπης οδηγούσε γρήγορα με κέφι τρελό. Είχε ανοίξει στη διαπασών το ραδιόφωνο
κάπνιζε κι έπινε ούζο απ’ το μπουκάλι
που είχε δίπλα του. Εγώ καθόμουν πλάι του στη θέση του συνοδηγού ως υπαρχηγός
και ιθύνων νους της επιχείρησης ας πούμε. Μου ‘δωσε και μένα να πιω μα δεν ήθελα.
Αργότερα του είπα. Δεν είχα συνέλθει εντελώς απ’ τα κεριά και τα λιβάνια και
όλη αυτή την αηδία. Το στομάχι μου ακόμα ήταν ανακατωμένο και αναγούλιαζε. Στην
κλούβα πίσω οι άλλοι είχαν αρχίσει το ξεφάντωμα. Χόρευαν έπιναν και τραγουδούσαν.
Πέταξαν απ’ τον φίλο μας τα πένθιμα παλιόρουχα και τον άφησαν ολόγυμνο καθαρό
και αμόλυντο όπως ήταν σ’ όλη του τη ζωή. Του έδωσαν κι αυτού να πιει και να
καπνίσει. Σε τίποτα δεν είπε όχι. Όλα του άρεσαν του μακαρίτη. Και στο τέλος
τον στόλισαν με λουλούδια. Πολλά άνθη τριαντάφυλλα μαργαρίτες και βιολέτες και
όλος ο κόσμος ευωδίασε. Σε λίγο θα φτάναμε στον προορισμό μας.
Όταν την
προηγούμενη νύχτα μαθεύτηκαν τα άσχημα μαντάτα όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί
παλιές γκόμενες και εραστές μπαρόβιες μαζί με μαστροπούς και νταβατζήδες πουτάνες φρικιά και αδερφές τραβέλια
και φανταχτερές φτερούδες αδέσποτοι κοπρίτες αλάνια της πλατείας και τσόλια του
μεσημεριού μουσικοί του δρόμου και τσάμπα γελωτοποιοί ζητιάνοι άστεγοι φτωχοί και πένητες επιτήδειοι ταχυδακτυλουργοί
ζογκλέρ και κλόουν με πονηρούς σκοπούς πρεζάκηδες
και χασικλήδες ξεδοντιασμένοι κοκαλιάρηδες
και φαλακροί με μυτερά αυτιά μπεκρήδες και αλαφροΐσκιωτοι ύποπτες σκιές των πάρκων και πεινασμένοι αλήτες των
λιμανιών ματάκηδες και σεξομανείς επιδειξίες πολύχρωμα φρικιά και αμετανόητοι
ροκάδες όλα τα σάπια φύλλα του κακού τα σπασμένα χαμόκλαδα και οι δικοί του άγιοι
της αμαρτίας σεσημασμένοι διαρρήκτες και αγαθοεργοί κακοποιοί αδίστακτοι κουρελήδες
κι αποφασισμένοι ταραχοποιοί καθωσπρέπει τζογαδόροι και επιδέξιοι πορτοφολάδες
αλκοολικοί της ζωής ποιητές της νύχτας και λαθρόβιοι ονειροπαρμένοι κουφοί
τυφλοί και ανάπηροι μισότρελοι και πεθαμένοι όλο το λούμπεν σκυλολόι και ο
κοινωνικός βυθός που θα ‘λεγε κι η αδερφή του με το οποίο συγχρωτιζόταν και νταραβεριζόταν
ο φίλος μας όσο ζούσε μαζευτήκαμε για μια κρίσιμη σύσκεψη στο μαγαζί του έντιμου
κρεοπώλη. Για να παρθεί μια απόφαση. Ήμασταν όλοι εκεί απαρηγόρητοι σ’ αυτό το
προσκλητήριο του θανάτου και με μαύρο δάκρυ κλαίγαμε τον φίλο μας που χάσαμε.
Πίναμε
όλη νύχτα μαστουρώναμε και γαμιόμασταν στα όρθια για να ξεχάσουμε τη λύπη μας
για τον λεβέντη που ξαφνικά δραπέτευσε απ’ την κωλοζωή και μας άφησε μονάχους
κι έρμους. Τον όμορφο μάγκα και τον άντρακλα. Το πιο καλό παιδί. Και ο χασάπης
κάθε τόσο χτυπούσε το καραφλό κεφάλι του πάνω στο ψυγείο. Όχι αυτόν ρε πούστη
μου μονολογούσε σφίγγοντας τις γροθιές του και το πρόσωπο. Τουλάχιστον
κάπως τους παρηγορούσε το ένδοξο τέλος του
δαφνοστεφανωμένος και χαμογελαστός έτσι όπως θα άξιζε να φύγει ένα τέτοιο
παλληκάρι πάνω στο γαμήσι την ώρα του χυσίματος στην μεγαλύτερή του κάβλα στην
μέγιστη ευτυχία και απόλαυση. Μα την αδερφή του την είχαμε στη μπούκα και σε
μεγάλο άχτι. Καργιόλα περιωπής και μεγάλη παλιοχαμούρα που ‘λεγε και ο χασάπης.
Να την κάψουμε ζωντανή τη σκρόφα την πουτάνα φώναξαν κάποιοι. Συμφώνησαν κι
αυτοί που δεν την ξέρανε ακόμα μα στο τέλος επικράτησαν πιο ψύχραιμες και
συνετές απόψεις. Τότε μέσα σ’ όλον αυτό τον αναβρασμό και την παραφορά ρίχτηκε
η ιδέα και καταστρώθηκε το σχέδιο. Τα πνεύματα ηρέμησαν. Εκτονώθηκαν τα μίση
και τα πάθη και αμέσως άρχισαν τα γλέντια
οι χαρές και τρελοί χοροί. Η απόφαση είχε παρθεί ομόφωνα. Εδώ θα φέρναμε τον
φίλο μας να τον τιμήσουμε στο χασάπικο αυτό που πέρασε τις ομορφότερες στιγμές
του βράδια αξημέρωτα που δεν ξεχνιούνται.
Πόσα θα
είχαμε να θυμηθούμε και να γελάσουμε με τον συγχωρεμένο. Τρία ολόκληρα μερόνυχτα
θα γλεντούσαμε και θα ξεφαντώναμε μαζί του. Έτσι το ήθελε κι εκείνος χωρίς
κλάματα και πένθη. Αυτός που έζησε χίλιες ζωές γεμάτες κι έφυγε νέος και ωραίος υγιής άντρακλας και μάγκας. Το πιο καλό παιδί. Κι
ύστερα θα του βάζαμε μια φωτιά κάτω απ’ τα σκέλια που οι φλόγες της θα φτάνανε
ψηλά ως την πανσέληνο μέσα στα μπράβο στα εύγε και στα άξιος και σε ένα
παρατεταμένο και ατέλειωτο χειροκρότημα.
Τέτοια λέγαμε και τα πρόσωπά μας είχαν και πάλι φωτιστεί. Εγώ δεν συμμετείχα
πολύ στην κουβέντα. Καθόμουν παράμερα σιωπηλός έπινα κάπνιζα και άκουγα. Όταν ο
χασάπης ρώτησε τη γνώμη μου συμφώνησα αμέσως. Εγώ μάλιστα προσφέρθηκα να είμαι
ο προσεχτικός προπομπός και ανιχνευτής τους παρ’ όλες τις φοβέρες που άκουσα από
την αδερφή του πεθαμένου και παρόλο που είχα σαράντα χρόνια να πατήσω σ’ εκκλησία
από μικρό παιδί. Όχι πως οι άλλοι είχανε λιγότερα. Ήμασταν όλοι κολασμένοι εξαρχής
και ξεγραμμένοι δια παντός απ’ τις εκκλησιαστικές δέλτους και κατάστιχα. Μα ο μακαρίτης
ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Δεν του χρώσταγα δα και λίγα. Άξιζε μια τέτοια
θυσία και με το παραπάνω.
Όταν το
κίτρινο βαν σταμάτησε μπροστά απ’ το χασάπικο τα ρουθούνια μας γέμισαν με
τσίκνες από σουβλάκια παϊδάκια και άλλα κρεατικά. Τα κάρβουνα στην ψησταριά είχαν
από ώρα πάρει φωτιά και το τρικούβερτο γλέντι δεν είχε σταματήσει απ’ το
προηγούμενο βράδυ. Το στομάχι μου που τώρα κάπως είχε ηρεμήσει θυμήθηκε ότι
είχε δύο μερόνυχτα να φάει. Κατεβάσαμε με
προσοχή το φέρετρο και το κουβαλήσαμε μέσα στο δροσερό μαγαζί. Με το που τον
είδανε αμέσως ξέσπασαν χειροκροτήματα ξεφωνητά και αλαλαγμοί ενθουσιασμοί και
υστερίες. Μετά ακολούθησε το λαϊκό προσκύνημα με απόλυτη τάξη και ευπρέπεια. Ο
καθένας κάποια ιστορία είχε να του πει δυνατά ή να του την ψιθυρίσει κατ’ ιδίαν.
Οι γκόμενες και τα τραβέλια ακόμα πιο πικάντικες ξεσπάγανε σε γέλια και χαρές
γέμιζαν το όμορφο γυμνό κορμί του με
χάδια και φιλιά αγάπη συγνώμη και συγχώρεση κι από τους λιγοστούς εχθρούς του ακόμη
αφού κι εκείνος ποτέ δεν κράτησε κακία σε κανέναν. Μετά του έδωσαν να πιει και
να μεθύσει και ο χασάπης ο αιμοδιψής κάτι του είπε μυστικά στο αυτί κι έπειτα
τον φίλησε με πάθος στο στόμα.
Τελευταία
πλησίασε το φέρετρο η κοπέλα του. Σαν κάπως να είχε συνέλθει από το σοκ η
κακομοίρα. Του χαμογέλασε γλυκά χάιδεψε το μάγουλο και τα όμορφα φουντωτά του μαλλιά
ίσα που είχανε αρχίσει να γκριζάρουν φίλησε τα μάτια το λαιμό τα χείλη και το
στήθος του κι απρόσμενα σε μια στιγμή παροξυσμού και μέθης άρχισε να γλύφει τις
ρώγες του με πάθος και να ψαχουλεύει χαμηλά τις γάμπες και τους δυνατούς μηρούς. Αργά να ανεβαίνει το χέρι της
με πόθο για να ολοκληρώσει αυτό που χτες αφήσανε στη μέση. Να πιάνει τρυφερά τ’
αρχίδια του και να χαϊδεύει τον μαραμένο του παπάρι. Να βγάζει βογγητά ηδονής
και το κορμί της να τρέμει ολόκληρο. Αν μπορούσε θα έμπαινε κι αυτή μέσα στη
γυαλιστερή σκάφη με τα λουλούδια και τον
άντρα της. Θα κόλλαγε πάνω του και θα γινόντουσαν ένα για τελευταία φορά
παντοτινή. Και μέσα σ’ όλη αυτή την παραζάλη όπου όλο το μαγαζί παρακολουθούσε
εκστασιασμένο δεν κατάλαβε πώς ο πούτσος του μακαρίτη άρχιζε πάλι να μεγαλώνει
να φουσκώνει και να σκληραίνει από χιλιάδες λίτρα αίματος μαζεμένα. Να γίνεται
τούμπανο και πέτρα. Κι αυτή ασυναίσθητα να τον παίρνει και πάλι στο στόμα της
να τον γλύφει να τον ρουφάει με κάβλα ανείπωτη και σιντριβάνι να χύνεται
ολόγυρα το πηχτό υγρό και να καταβρέχει και να λερώνει τους εντιμότατους φίλους
και τους λιγοστούς άσπονδους εχθρούς να πιτσιλάει ακόμα και την καράφλα του αιμοβόρου χασάπη που στεκόταν
παραπέρα στη γωνία. Μέχρι εκεί έφτασε το χύσι του μακαρίτη. Τόση ορμή και δύναμη είχε.
Και το
θαύμα έγινε. Άνοιξε απότομα τα γαλανά του μάτια και την κοίταξε σαστισμένος.
Αυτή δεν είπε τίποτα ούτε έβαλε πάλι της φωνές παρά μόνο σωριάστηκε πάνω του λιπόθυμη.
Μετά την πρώτη παγωμάρα όλο το μαγαζί ξέσπασε πάλι σε χειροκροτήματα και
ζητωκραυγές. Όλοι τρέξανε προς το μέρος του. Ο χασάπης τον αγκάλιασε κλαίγοντας.
Ρε μαλάκα ήξερα ότι μας έκανες πλάκα του είπε. Εκείνος ρωτούσε τι είχε συμβεί
γιατί δεν θυμόταν τίποτα. Πώς είχε βρεθεί μες στο χασάπικο. Για ποιον είναι
αυτό το φέρετρο. Άστα αυτά για αργότερα του είπε ο χασάπης και του πέρασε την
ολόλευκη γενειάδα του τραγόπαπα γύρω απ’ το λαιμό. Σε λίγο συνήλθε και η κοπέλα
του κι έτρεξε στην αγκαλιά του. Του έδωσαν πάλι να πιει και να καπνίσει. Του
άρεσε έτσι όπως ήτανε. Δεν κρύωνε και δεν ήθελε ακόμα να ντυθεί. Άρχισαν τον
λουλουδοπόλεμο σαν τα μικρά παιδιά και τα μπουγελώματα με ούζα τσίπουρα και
μπύρες. Άρχισαν και οι άλλοι να γδύνονται. Το κρεοπωλείο γέμισε τριαντάφυλλα
μαργαρίτες και βιολέτες και παντού
σκόρπια ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί. Έγινε θαύμα ξεφώνησε ο
ταχυδακτυλουργός κι ο σοβαρός κλόουν συμφώνησε μαζί του. Στα ψέματα το έκανε από
την πρώτη στιγμή το είχα καταλάβει συμπλήρωσε πιο πέρα ο πονηρός πορτοφολάς. Ξεκόλλα
ρε νεκροφάνεια ήταν έδωσε την επιστημονική εξήγηση ένας παλιός και έμπειρος
πρεζάκιας. Ακούστηκαν πολλά και διάφορα και τι να πρωτοπιστέψεις. Ο καθένας
έλεγε το μακρύ του και το κοντό του. Το τσιμπούκι έκανε το θαύμα συμπλήρωσε στο
τέλος η ευαίσθητη τραβεστί και μετά ξέσπασε σε λυγμούς χαράς για τον αναστημένο.
Κάπνιζα
ήρεμος κι απ’ το παράθυρο έβλεπα τον κόκκινο ήλιο να δραπετεύει πίσω από το
λόφο. Δεν βιαζόμουν να μιλήσω με τον καλό μου φίλο. Πλημμύρα ο κόσμος γύρω του
και πανζουρλισμός. Είχαμε πλέον πολύ καιρό μπροστά μας να τα πούμε. Θα περίμενα
πρώτα να ηρεμήσουν κάπως τα πνεύματα για να του ευχηθώ το καλωσόρισες ξανά στη
μαλακία της ζωής και να τον ρωτήσω τι είδε εκεί που πήγε. Σκοτάδι και μαυρίλα
θα μου απαντούσε. Το τούνελ στην άκρη δεν έχει ούτε φως ούτε διέξοδο. Ξαφνικά απ’
έξω άκουσα αυτοκίνητα σειρήνες και κακό. Τρία περιπολικά σταμάτησαν μπροστά απ’
το μαγαζί. Σοβαροί και μετρημένοι άντρες με πηλίκια και γυαλιστερές στολές κατέβηκαν
στο πεζοδρόμιο. Τελευταίοι βγήκαν ο κολοβός τραγόπαπας μαζί με την αδερφή του αναστημένου
και τον επίτροπο που ακόμα ήταν κατακίτρινος σαν το φλουρί. Ο αρχηγός της
αστυνομίας με την ντουντούκα στο χέρι όπως στις ταινίες καλούσε τους απαγωγείς
να βγουν έξω με τα χέρια ψηλά και να παραδώσουν το φέρετρο με τον νεκρό στους αρμόδιους.
Μ’ αυτές τώρα τι κωλοτρυπίδες τι κάνουμε
με ρώτησε ο χασάπης ρίχνοντας ένα πονηρό γελάκι και χαϊδεύοντας με νόημα τον
μπαλτά του. Θα δούμε του απάντησα ψύχραιμα και του χαμογέλασα. Όμως το τι
επακολούθησε είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.
(Περιληπτικά
μόνο για να μην αφήσουμε τον αναγνώστη σε αγωνία το σκυλολόι τελικά υπάκουσε
στις εντολές του αστυνόμου και ξεπρόβαλε σύσσωμο μέσα από το χασάπικο. Πρώτος και καλύτερος ο γυμνός
αναστημένος δαφνοστεφανωμένος και χαμογελαστός με το όργανό του στητό και
ακμαίο ακόμα να βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα και επιφυλακή. Μόλις τον είδαν η
αδερφή του ο κολοβός γεροτράγος και ο επίτροπος με το χλωμό πρόσωπο σωριάστηκαν αμέσως
καταγής. Πήγαν από ανακοπή καρδιάς και αποπληξία είπε την άλλη μέρα ο
ιατροδικαστής. Έγινε και η κηδεία τους.
Ο νεαρός ιερέας έψαλε με τα φάλτσα κυρ ελέησον και την ψιλή φωνούλα αφού
αυτός τώρα θα καθοδηγούσε το ποίμνιο προς τον ουράνιο παράδεισο και την αιώνια
σωτηρία των ψυχών τους. Στο χασάπικο το γλέντι συνεχίστηκε αμείωτο για μια
ολόκληρη βδομάδα χωρίς απώλειες. Κανείς δεν πήγε στην εξόδιο ακολουθία των
πεθαμένων. Ούτε καν ο γυμνός αναστημένος για να κλάψει την αγαπημένη του
αδελφούλα. Από παιδιά δεν άντεχαν την μυρωδιά του λιβανιού. Μονάχα ως ένδειξη
σεβασμού αντί στεφάνου ο χασάπης επέστρεψε στον κάτοχό του το ολόλευκο τριχωτό
λάφυρο της μάχης για να το θάψουνε μαζί του. Ίσως να του φαινόταν χρήσιμο όταν
με το καλό θα ‘ρχόταν η δευτέρα παρουσία.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου