Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

ΨΩΝΙΣΤΗΡΙ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ

 Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και συνέχιζα να κάνω κύκλους σαν όρνιο με τ’ αμάξι. Την πρώτη φορά είδα απλά μια κόκκινη σκιά να στέκεται όρθια στη γωνία λίγο πιο πέρα απ’ τον δρόμο των μπουρδέλων. Όταν ξαναπέρασα έκοψα ταχύτητα και τον πρόσεξα καλύτερα. Ήταν ψιλός και μελαμψός. Μου άρεσε. Τα μάτια του πετούσαν φλόγες. Όποτε περνούσα από μπροστά του έκοβα ταχύτητα κι εκείνος χούφτωνε προκλητικά τα αρχίδια του.

Σταμάτησα και τον πήρα. Μιλούσε σπαστά ελληνικά  με ξενική προφορά. Ήταν είκοσι χρονών γεννημένος εδώ. Το όνομά του δεν είχε σημασία. Πες με όπως θες μου είπε. Κανένας. Ήξερε ένα μέρος όχι πολύ μακριά που είχε ησυχία.  Στο δρόμο δεν μιλούσαμε. Οδηγούσα κάπως νευρικά και κάθε τόσο τον κοιτούσα και χαμογελούσα. Περνούσαμε από αμαξοστάσια λεωφορείων και παλιές ερειπωμένος βιοτεχνίες και μάντρες γεμάτες παλιοσίδερα και μπάζα. Στο πλάι βλέπαμε καμιά νταλίκα αραγμένη ή κανά κουρασμένο κοπρίτη σωριασμένο στο κράσπεδο. Συναντήσαμε κι ένα νεκροταφείο όπου αναπαύονταν οι ψυχές των πεθαμένων. Περάσαμε και κάτω από μια μεγάλη γέφυρα. Δρόμοι σκοτεινοί και λερωμένοι γεμάτοι λακκούβες. Υποβαθμισμένες περιοχές  που μύριζαν  θάνατο. Δεν τα ήξερα αυτά τα μέρη εδώ στην άκρη της πόλης. Με καθοδηγούσε αυτός. Πού να στρίψω και που να προχωρήσω. Στο τέλος πέρασα τις γραμμές των τραίνων και έστριψα δεξιά μπαίνοντας σ’ ένα στενό. Ήταν αδιέξοδο και θεοσκότεινα με κάτι χαμηλά σπίτια τριγύρω και λίγα δέντρα.  Του έπιασα τα αρχίδια κι άρχισα να βγάζω τα ρούχα.

Ούτε που κατάλαβα πότε και πώς μου την έπεσαν. Ήταν τρεις. Πετάχτηκαν ξαφνικά πίσω από τα δέντρα. Μπήκαν μέσα στο αμάξι κι άρχισαν να με χτυπούν και να με βρίζουν. Μου άδειασαν το πορτοφόλι και πήραν ότι λεφτά είχα μαζί με τις κάρτες και το κινητό. Όμως αυτά δεν έφταναν. Ήθελαν κι άλλα. Με έβαλαν στο πίσω κάθισμα. Στο δρόμο συνέχιζαν να με βρίζουν και να με χτυπούν ώσπου σταμάτησαν. Ποιος ξέρει γιατί. Βαρέθηκαν ή κουράστηκαν ή νόμισαν ότι είχα τρομάξει αρκετά. Δεν καταλάβαινα πού πηγαίναμε. Τα τζάμια είχαν θαμπώσει και μου είχαν βγάλει και τα γυαλιά. Δεν έβλεπε τίποτα μπροστά μου. Για κάμποση ώρα προχωρούσαμε σιωπηλοί. Ξαφνικά άρχισαν τις δικαιολογίες και τις μεταμέλειες σαν να μου ζητούσαν συγνώμη για την πράξη τους  και μάλιστα χωρίς να τους το έχω ζητήσει. Είχαν μεγάλες ανάγκες είπαν. Άλλος για τα παιδιά του κι άλλος για ναρκωτικά. Ένας μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Κάπως έπρεπε να ζήσουν κι αυτοί. Δεν είχαν άλλες επιλογές. Τους άκουγα χωρίς να μιλώ. Μόνο τους κοιτούσα κατ’ ευθείαν στα μάτια. Δεν τους πίστεψα εντελώς αλλά και δεν με ένοιαζαν όλα αυτά. Το μόνο που ήθελα ήταν να τους ξεφύγω. Μόνο αυτό σκεφτόμουν όση ώρα μου αράδιαζαν τα παραμύθια τους.

Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε σ’ ένα στενό. Ήθελαν να σηκώσω από την τράπεζα λεφτά και μετά θα με αφήναν ελεύθερο. Μου δώσανε πίσω το άδειο πορτοφόλι και τα γυαλιά στραβωμένα από τις μπουνιές. Κάποιος προσφέρθηκε να μου τα ισιώσει κάπως. Μετά βγήκαμε στον δρόμο. Δύο έμειναν στο αμάξι. Οι άλλοι συνοδεία. Αν προσπαθούσα να το σκάσω θα μου καίγανε το αμάξι είπαν. Περπατούσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο με μένα στη μέση. Δεν με κρατούσαν και για το αυτοκίνητο δεν με ένοιαζε. Μόνο φοβόμουν μην είχαν κάνα μαχαίρι πάνω τους. Βγήκαμε σε μια πλατεία με φώτα ανθρώπους και αυτοκίνητα. Περάσαμε και από μια πιάτσα με ταξί. Προχωρούσαμε αργά δήθεν αδιάφορα σαν φιλαράκια όμως χωρίς κουβέντες και πλάκες μεταξύ μας. Σοβαροί και αμίλητοι. Κανείς δεν μας έδινε σημασία. Η τράπεζα βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Έπρεπε να περάσουμε τον κεντρικό δρόμο. Σταματήσαμε και περιμέναμε να αδειάσει ο δρόμος. Ήταν σαββατόβραδο περασμένες τέσσερις κι είχε πολύ κίνηση ακόμα. Με κοίταξαν για πρώτη φορά φοβισμένα ίσως από κάποιο προαίσθημα και τα μάτια τους είχαν πλέον σκοτεινιάσει. Δεν έβγαζαν φλόγες. Μη φύγεις μου  είπαν κι εγώ τους καθησύχασα με ένα χαμόγελο. 

Το περιπολικό κατέβαινε χωρίς βιασύνη με σβηστούς τους φάρους σε περιπολία ρουτίνας. Ούτε που κατάλαβαν πότε τους ξέφυγα. Πετάχτηκα στη μέση του δρόμου κι άρχισα να φωνάζω για βοήθεια. Αυτοί τρόμαξαν και το έβαλαν στα πόδια. Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί είχαν προλάβει να χαθούν στα γύρω σκοτάδια. Στο Τμήμα έδωσα κατάθεση μα δεν τα είπα όλα. Με ενημέρωσαν ότι έπρεπε να υποβάλω μήνυση κατά αγνώστων. Όταν ξημέρωσε βρήκαν το αυτοκίνητο παρκαρισμένο και άθικτο. Ήταν κλειδωμένο και τα κλειδιά πεταμένα από κάτω. Η σήμανση πήρε αποτυπώματα. Στην Ασφάλεια μου έδειξαν κάποιες φωτογραφίες. Αναγνώρισα τον έναν μα δεν το είπα. Πλέον δεν με ένοιαζε αν θα τους πιάσουν ή όχι. Αν θα τους βρουν και τιμωρηθούν. Είχα γλυτώσει απ’ τα χειρότερα. Έτσι κι αλλιώς έφταιγα κι εγώ.  Ήμουν λιγάκι απρόσεκτος.

Τελικά, τους πιάσανε μετά από δύο χρόνια όταν σκότωσαν έναν εισαγγελέα. Τον είχανε βρει στραγγαλισμένο χωρίς ρούχα  μέσα στο πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου του. Είχε γυναίκα και δύο παιδιά. Στη δίκη καταθέσαμε όλα τα θύματα της συμμορίας καμιά δεκαριά συνολικά εκτός φυσικά απ’ τον νεκρό. Όλοι είπαμε τις μισές αλήθειες. Εγώ και πάλι δεν αναγνώρισα κανέναν. Δεν θυμόμουν. Είχε περάσει πολύς καιρός και όλοι αυτοί μοιάζουν  μεταξύ τους. Τέτοια έλεγα στους δικαστές κι ας μην με πίστευαν. Δεν είχε πλέον σημασία. Υπήρχαν τα αποτυπώματα οι ομολογίες τους και άλλα ενοχοποιητικά αδιάσειστα στοιχεία. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως ήταν ένοχοι. Μόνο ο δικηγόρος τους προσπάθησε να με στριμώξει με υπονοούμενα. Πώς έγινε το συμβάν. Τι γύρευα τέτοια ώρα σε κείνο το σημείο και άλλα παρόμοια που με έφεραν κάπως σε δύσκολη θέση.  Δεν ήμουν υποχρεωμένος να απαντήσω τον έκοψε η πρόεδρος. Αυτά είναι προσωπικά δεδομένα και δεν ενδιαφέρουν το δικαστήριο. Και δεν απάντησα. Έτσι κι αλλιώς δεν ήμουν εγώ ο κατηγορούμενος.

Όταν τέλειωσα την κατάθεση βγήκα από την αίθουσα και την άλλη μέρα πήγα κανονικά στη δουλειά μου. Δεν έμαθα την ποινή τους ούτε και με ένοιαζε. Ήταν ανήλικοι τσιγγάνοι με γυναίκες και παιδιά. Άνεργοι και τοξικομανείς. Είχαν πολλά ελαφρυντικά. Έτσι κι αλλιώς έφταιγα κι εγώ. Ήμουν λιγάκι απρόσεκτος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου